erklären
 Verb

εξηγώ Verb
(87)
δηλώνω Verb
(7)
κηρύσσω Verb
(1)
DeutschGriechisch
Herr Präsident, es tut mir leid, daß ich etwas tue, was ich normalerweise nicht tue, nämlich Änderungsanträge hier zu erklären.Κύριε Πρόεδρε, λυπάμαι που κάνω κάτι το οποίο κανονικά δεν συνηθίζω, να εξηγώ δηλαδή εδώ τροπολογίες.

Übersetzung bestätigt

Lassen Sie mich das erklären: Wir haben bereits 300 Sprachen und vierzehn Religionen, und insgesamt kommen wir ganz gut zurecht.Και εξηγώ: έχουμε ήδη 300 γλώσσες και 14 θρησκείες και, εν γένει, τα πάμε πολύ καλά.

Übersetzung bestätigt

Frau Berès, ich erlaube mir, was Sie sich in Ihrem Ausschuss auch erlauben, nämlich die Dinge, wenn ein Punkt zur Geschäftsordnung kommt, zu erklären.Κυρία Beres, πράττω ό,τι και εσείς στην επιτροπή σας, εξηγώ δηλαδή την κατάσταση όταν εγείρεται θέμα επί της διαδικασίας.

Übersetzung bestätigt

Außerdem gebe ich mich nicht damit zufrieden, Ihnen gegenüber hier lediglich Sachverhalte zu erklären; ich werde sie auch in jeder Hauptstadt erklären und demnach wie versprochen jede Woche eine europäische Hauptstadt besuchen. In jeder Hauptstadt werde ich mit den nationalen Beamten, die für die Umsetzung unserer Richtlinien zuständig sind, einen Workshop abhalten: zu beruflichen Qualifikationen, Dienstleistungen und öffentlichen Aufträgen.Επιπλέον, δεν είμαι ικανοποιημένος με το να σας εξηγώ απλά τα πράγματα εδώ· θα τα εξηγήσω επίσης σε κάθε πρωτεύουσα και, έτσι, όπως ακριβώς υποσχέθηκα, κάθε εβδομάδα θα επισκέπτομαι μια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα και σε καθεμία από αυτές τις πρωτεύουσες θα πραγματοποιώ συνάντηση πρακτικής εργασίας με τους εθνικούς αξιωματούχους, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για την εφαρμογή των οδηγιών μας: σχετικά με τα επαγγελματικά προσόντα, τις υπηρεσίες και τις δημόσιες συμβάσεις.

Übersetzung bestätigt

Lassen Sie mich das erklären: Natürlich müssen wir den Schwerpunkt auf die Zuverlässigkeit und Transparenz dieser Verfahren legen und die Asylberechtigten schützen; jedoch müssen wir uns auch vor Missbrauch hüten.Και εξηγώ: βεβαίως να τονίζουμε την αξιοπιστία και τη διαφάνεια στις διαδικασίες αυτές, να περιφρουρήσουμε εκείνους που δικαιούνται άσυλο, να προσέξουμε όμως και τις καταχρήσεις.

Übersetzung bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
εξηγώεξηγούμεεξηγούμαιεξηγούμαστε
εξηγείςεξηγείτεεξηγείσαιεξηγείστε
εξηγείεξηγούν(ε)εξηγείταιεξηγούνται
Imper
fekt
εξηγούσαεξηγούσαμεεξηγούμουνεξηγούμαστε
εξηγούσεςεξηγούσατε
εξηγούσεεξηγούσαν(ε)εξηγούνταν, εξηγείτοεξηγούνταν, εξηγούντο
Aoristεξήγησαεξηγήσαμεεξηγήθηκαεξηγηθήκαμε
εξήγησεςεξηγήσατεεξηγήθηκεςεξηγηθήκατε
εξήγησεεξήγησαν, εξηγήσαν(ε)εξηγήθηκεεξηγήθηκαν, εξηγηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω εξηγήσει
έχω εξηγημένο
έχουμε εξηγήσει
έχουμε εξηγημένο
έχω εξηγηθεί
είμαι εξηγημένος, -η
έχουμε εξηγηθεί
είμαστε εξηγημένοι, -ες
έχεις εξηγήσει
έχεις εξηγημένο
έχετε εξηγήσει
έχετε εξηγημένο
έχεις εξηγηθεί
είσαι εξηγημένος, -η
έχετε εξηγηθεί
είστε εξηγημένοι, -ες
έχει εξηγήσει
έχει εξηγημένο
έχουν εξηγήσει
έχουν εξηγημένο
έχει εξηγηθεί
είναι εξηγημένος, -η, -ο
έχουν εξηγηθεί
είναι εξηγημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα εξηγήσει
είχα εξηγημένο
είχαμε εξηγήσει
είχαμε εξηγημένο
είχα εξηγηθεί
ήμουν εξηγημένος, -η
είχαμε εξηγηθεί
ήμαστε εξηγημένοι, -ες
είχες εξηγήσει
είχες εξηγημένο
είχατε εξηγήσει
είχατε εξηγημένο
είχες εξηγηθεί
ήσουν εξηγημένος, -η
είχατε εξηγηθεί
ήσαστε εξηγημένοι, -ες
είχε εξηγήσει
είχε εξηγημένο
είχαν εξηγήσει
είχαν εξηγημένο
είχε εξηγηθεί
ήταν εξηγημένος, -η, -ο
είχαν εξηγηθεί
ήταν εξηγημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα εξηγώθα εξηγούμεθα εξηγούμαιθα εξηγούμαστε
θα εξηγείςθα εξηγείτεθα εξηγείσαιθα εξηγείστε
θα εξηγείθα εξηγούν(ε)θα εξηγείταιθα εξηγούνται
Fut
ur
θα εξηγήσωθα εξηγήσουμεθα εξηγηθώθα εξηγηθούμε
θα εξηγήσειςθα εξηγήσετεθα εξηγηθείςθα εξηγηθείτε
θα εξηγήσειθα εξηγήσουν(ε)θα εξηγηθείθα εξηγηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω εξηγήσει
θα έχω εξηγημένο
θα έχουμε εξηγήσει
θα έχουμε εξηγημένο
θα έχω εξηγηθεί
θα είμαι εξηγημένος, -η
θα έχουμε εξηγηθεί
θα είμαστε εξηγημένοι, -ες
θα έχεις εξηγήσει
θα έχεις εξηγημένο
θα έχετε εξηγήσει
θα έχετε εξηγημένο
θα έχεις εξηγηθεί
θα είσαι εξηγημένος, -η
θα έχετε εξηγηθεί
θα είστε εξηγημένοι, -η
θα έχει εξηγήσει
θα έχει εξηγημένο
θα έχουν εξηγήσει
θα έχουν εξηγημένο
θα έχει εξηγηθεί
θα είναι εξηγημένος, -η, -ο
θα έχουν εξηγηθεί
θα είναι εξηγημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να εξηγώνα εξηγούμενα εξηγούμαινα εξηγούμαστε
να εξηγείςνα εξηγείτενα εξηγείσαινα εξηγείστε
να εξηγείνα εξηγούν(ε)να εξηγείταινα εξηγούνται
Aoristνα εξηγήσωνα εξηγήσουμε, να εξηγήσομενα εξηγηθώνα εξηγηθούμε
να εξηγήσειςνα εξηγήσετενα εξηγηθείςνα εξηγηθείτε
να εξηγήσεινα εξηγήσουν(ε)να εξηγηθείνα εξηγηθούν(ε)
Perfνα έχω εξηγήσει
να έχω εξηγημένο
να έχουμε εξηγήσει
να έχουμε εξηγημένο
να έχω εξηγηθεί
να είμαι εξηγημένος, -η
να έχουμε εξηγηθεί
να είμαστε εξηγημένοι, -ες
να έχεις εξηγήσει
να έχεις εξηγημένο
να έχετε εξηγήσει
να έχετε εξηγημένο
να έχεις εξηγηθεί
να είσαι εξηγημένος, -η
να έχετε εξηγηθεί
να είστε εξηγημένοι, -ες
να έχει εξηγήσει
να έχει εξηγημένο
να έχουν εξηγήσει
να έχουν εξηγημένο
να έχει εξηγηθεί
να είναι εξηγημένος, -η, -ο
να έχουν εξηγηθεί
να είναι εξηγημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presεξηγείτεεξηγείστε
Aoristεξήγησεεξηγήστε, εξηγήσετεεξηγήσουεξηγηθείτε
Part
izip
Presεξηγώντας
Perfέχοντας εξηγήσει, έχοντας εξηγημένοεξηγημένος, -η, -οεξηγημένοι, -ες, -α
InfinAoristεξηγήσειεξηγηθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
δηλώνωδηλώνουμε, δηλώνομεδηλώνομαιδηλωνόμαστε
δηλώνειςδηλώνετεδηλώνεσαιδηλώνεστε, δηλωνόσαστε
δηλώνειδηλώνουν(ε)δηλώνεταιδηλώνονται
Imper
fekt
δήλωναδηλώναμεδηλωνόμουν(α)δηλωνόμαστε, δηλωνόμασταν
δήλωνεςδηλώνατεδηλωνόσουν(α)δηλωνόσαστε, δηλωνόσασταν
δήλωνεδήλωναν, δηλώναν(ε)δηλωνόταν(ε)δηλώνονταν, δηλωνόντανε, δηλωνόντουσαν
Aoristδήλωσαδηλώσαμεδηλώθηκαδηλωθήκαμε
δήλωσεςδηλώσατεδηλώθηκεςδηλωθήκατε
δήλωσεδήλωσαν, δηλώσαν(ε)δηλώθηκεδηλώθηκαν, δηλωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω δηλώσει
έχω δηλωμένο
έχουμε δηλώσει
έχουμε δηλωμένο
έχω δηλωθεί
είμαι δηλωμένος, -η
έχουμε δηλωθεί
είμαστε δηλωμένοι, -ες
έχεις δηλώσει
έχεις δηλωμένο
έχετε δηλώσει
έχετε δηλωμένο
έχεις δηλωθεί
είσαι δηλωμένος, -η
έχετε δηλωθεί
είστε δηλωμένοι, -ες
έχει δηλώσει
έχει δηλωμένο
έχουν δηλώσει
έχουν δηλωμένο
έχει δηλωθεί
είναι δηλωμένος, -η, -ο
έχουν δηλωθεί
είναι δηλωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα δηλώσει
είχα δηλωμένο
είχαμε δηλώσει
είχαμε δηλωμένο
είχα δηλωθεί
ήμουν δηλωμένος, -η
είχαμε δηλωθεί
ήμαστε δηλωμένοι, -ες
είχες δηλώσει
είχες δηλωμένο
είχατε δηλώσει
είχατε δηλωμένο
είχες δηλωθεί
ήσουν δηλωμένος, -η
είχατε δηλωθεί
ήσαστε δηλωμένοι, -ες
είχε δηλώσει
είχε δηλωμένο
είχαν δηλώσει
είχαν δηλωμένο
είχε δηλωθεί
ήταν δηλωμένος, -η, -ο
είχαν δηλωθεί
ήταν δηλωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα δηλώνωθα δηλώνουμε, θα δηλώνομεθα δηλώνομαιθα δηλωνόμαστε
θα δηλώνειςθα δηλώνετεθα δηλώνεσαιθα δηλώνεστε, θα δηλωνόσαστε
θα δηλώνειθα δηλώνουν(ε)θα δηλώνεταιθα δηλώνονται
Fut
ur
θα δηλώσωθα δηλώσουμε, θα δηλώσομεθα δηλωθώθα δηλωθούμε
θα δηλώσειςθα δηλώσετεθα δηλωθείςθα δηλωθείτε
θα δηλώσειθα δηλώσουνθα δηλωθείθα δηλωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω δηλώσει
θα έχω δηλωμένο
θα έχουμε δηλώσει
θα έχουμε δηλωμένο
θα έχω δηλωθεί
θα είμαι δηλωμένος, -η
θα έχουμε δηλωθεί
θα είμαστε δηλωμένοι, -ες
θα έχεις δηλώσει
θα έχεις δηλωμένο
θα έχετε δηλώσει
θα έχετε δηλωμένο
θα έχεις δηλωθεί
θα είσαι δηλωμένος, -η
θα έχετε δηλωθεί
θα είστε δηλωμένοι, -ες
θα έχει δηλώσει
θα έχει δηλωμένο
θα έχουν δηλώσει
θα έχουν δηλωμένο
θα έχει δηλωθεί
θα είναι δηλωμένος, -η, -ο
θα έχουν δηλωθεί
θα είναι δηλωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να δηλώνωνα δηλώνουμε, να δηλώνομενα δηλώνομαινα δηλωνόμαστε
να δηλώνειςνα δηλώνετενα δηλώνεσαινα δηλώνεστε, να δηλωνόσαστε
να δηλώνεινα δηλώνουν(ε)να δηλώνεταινα δηλώνονται
Aoristνα δηλώσωνα δηλώσουμε, να δηλώσομενα δηλωθώνα δηλωθούμε
να δηλώσειςνα δηλώσετενα δηλωθείςνα δηλωθείτε
να δηλώσεινα δηλώσουν(ε)να δηλωθείνα δηλωθούν(ε)
Perfνα έχω δηλώσει
να έχω δηλωμένο
να έχουμε δηλώσει
να έχουμε δηλωμένο
να έχω δηλωθεί
να είμαι δηλωμένος, -η
να έχουμε δηλωθεί
να είμαστε δηλωμένοι, -ες
να έχεις δηλώσει
να έχεις δηλωμένο
να έχετε δηλώσει
να έχετε δηλωμένο
να έχεις δηλωθεί
να είσαι δηλωμένος, -η
να έχετε δηλωθεί
να είστε δηλωμένοι, -ες
να έχει δηλώσει
να έχει δηλωμένο
να έχουν δηλώσει
να έχουν δηλωμένο
να έχει δηλωθεί
να είναι δηλωμένος, -η, -ο
να έχουν δηλωθεί
να είναι δηλωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδήλωνεδηλώνετεδηλώνεστε
Aoristδήλωσεδηλώστε, δηλώσετεδηλώσουδηλωθείτε
Part
izip
Presδηλώνοντας
Perfέχοντας δηλώσει, έχοντας δηλωμένοδηλωμένος, -η, -οδηλωμένοι, -ες, -α
InfinAoristδηλώσειδηλωθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κηρύσσωκηρύσσουμε, κηρύσσομεκηρύσσομαικηρυσσόμαστε
κηρύσσειςκηρύσσετεκηρύσσεσαικηρύσσεστε, κηρυσσόσαστε
κηρύσσεικηρύσσουν(ε)κηρύσσεταικηρύσσονται
Imper
fekt
κήρυσσακηρύσσαμεκηρυσσόμουν(α)κηρυσσόμαστε, κηρυσσόμασταν
κήρυσσεςκηρύσσατεκηρυσσόσουν(α)κηρυσσόσαστε, κηρυσσόσασταν
κήρυσσεκήρυσσαν, κηρύσσαν(ε)κηρυσσόταν(ε)κηρύσσονταν, κηρυσσόντανε, κηρυσσόντουσαν
Aoristκήρυξακηρύξαμεκηρύχθηκα, κηρύχτηκακηρυχθήκαμε, κηρυχτήκαμε
κήρυξεςκηρύξατεκηρύχθηκες, κηρύχτηκεςκηρυχθήκατε, κηρυχτήκατε
κήρυξεκήρυξαν, κηρύξαν(ε)κηρύχθηκε, κηρύχτηκεκηρύχθηκαν, κηρυχθήκαν(ε)
κηρύχτηκαν, κηρυχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω κηρύξει
έχω κηρυγμένο
έχουμε κηρύξει
έχουμε κηρυγμένο
έχω κηρυχθεί
έχω κηρυχτεί
είμαι κηρυγμένος, -η
έχουμε κηρυχθεί
έχουμε κηρυχτεί
είμαστε κηρυγμένοι, -ες
έχεις κηρύξει
έχεις κηρυγμένο
έχετε κηρύξει
έχετε κηρυγμένο
έχεις κηρυχθεί
έχεις κηρυχτεί
είσαι κηρυγμένος, -η
έχετε κηρυχθεί
έχετε κηρυχτεί
είστε κηρυγμένοι, -ες
έχει κηρύξει
έχει κηρυγμένο
έχουν κηρύξει
έχουν κηρυγμένο
έχει κηρυχθεί
έχει κηρυχτεί
είναι κηρυγμένος, -η, -ο
έχουν κηρυχθεί
έχουν κηρυχτεί
είναι κηρυγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα κηρύξει
είχα κηρυγμένο
είχαμε κηρύξει
είχαμε κηρυγμένο
είχα κηρυχθεί
είχα κηρυχτεί
ήμουν κηρυγμένος, -η
είχαμε κηρυχθεί
είχαμε κηρυχτεί
ήμαστε κηρυγμένοι, -ες
είχες κηρύξει
είχες κηρυγμένο
είχατε κηρύξει
είχατε κηρυγμένο
είχες κηρυχθεί
είχες κηρυχτεί
ήσουν κηρυγμένος, -η
είχατε κηρυχθεί
είχατε κηρυχτεί
ήσαστε κηρυγμένοι, -ες
είχε κηρύξει
είχε κηρυγμένο
είχαν κηρύξει
είχαν κηρυγμένο
είχε κηρυχθεί
είχε κηρυχτεί
ήταν κηρυγμένος, -η, -ο
είχαν κηρυχθεί
είχαν κηρυχτεί
ήταν κηρυγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κηρύσσωθα κηρύσσουμε, θα κηρύσσομεθα κηρύσσομαιθα κηρυσσόμαστε
θα κηρύσσειςθα κηρύσσετεθα κηρύσσεσαιθα κηρύσσεστε, θα κηρυσσόσαστε
θα κηρύσσειθα κηρύσσουν(ε)θα κηρύσσεταιθα κηρύσσονται
Fut
ur
θα κηρύξωθα κηρύξουμε, θα κηρύξομεθα κηρυχθώ, θα κηρυχτώθα κηρυχθούμε, θα κηρυχτούμε
θα κηρύξειςθα κηρύξετεθα κηρυχθείς, θα κηρυχτείςθα κηρυχθείτε, θα κηρυχτείτε
θα κηρύξειθα κηρύξουν(ε)θα κηρυχθεί, θα κηρυχτείθα κηρυχθούν(ε), θα κηρυχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κηρύξει
θα έχω κηρυγμένο
θα έχουμε κηρύξει
θα έχουμε κηρυγμένο
θα έχω κηρυχθεί
θα έχω κηρυχτεί
θα είμαι κηρυγμένος, -η
θα έχουμε κηρυχθεί
θα έχουμε κηρυχτεί
θα είμαστε κηρυγμένοι, -ες
θα έχεις κηρύξει
θα έχεις κηρυγμένο
θα έχετε κηρύξει
θα έχετε κηρυγμένο
θα έχεις κηρυχθεί
θα έχεις κηρυχτεί
θα είσαι κηρυγμένος, -η
θα έχετε κηρυχθεί
θα έχετε κηρυχτεί
θα είστε κηρυγμένοι, -ες
θα έχει κηρύξει
θα έχει κηρυγμένο
θα έχουν κηρύξει
θα έχουν κηρυγμένο
θα έχει κηρυχθεί
θα έχει κηρυχτεί
θα είναι κηρυγμένος, -η, -ο
θα έχουν κηρυχθεί
θα έχουν κηρυχτεί
θα είναι κηρυγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κηρύσσωνα κηρύσσουμε, να κηρύσσομενα κηρύσσομαινα κηρυσσόμαστε
να κηρύσσειςνα κηρύσσετενα κηρύσσεσαινα κηρύσσεστε, να κηρυσσόσαστε
να κηρύσσεινα κηρύσσουν(ε)να κηρύσσεταινα κηρύσσονται
Aoristνα κηρύξωνα κηρύξουμε, να κηρύξομενα κηρυχθώ, να κηρυχτώνα κηρυχθούμε, να κηρυχτούμε
να κηρύξειςνα κηρύξετενα κηρυχθείς, να κηρυχτείςνα κηρυχθείτε, να κηρυχτείτε
να κηρύξεινα κηρύξουν(ε)να κηρυχθεί, να κηρυχτείνα κηρυχθούν(ε), να κηρυχτούν(ε)
Perfνα έχω κηρύξει
να έχω κηρυγμένο
να έχουμε κηρύξει
να έχουμε κηρυγμένο
να έχω κηρυχθεί
να έχω κηρυχτεί
να είμαι κηρυγμένος, -η
να έχουμε κηρυχθεί
να έχουμε κηρυχτεί
να είμαστε κηρυγμένοι, -ες
να έχεις κηρύξει
να έχεις κηρυγμένο
να έχετε κηρύξει
να έχετε κηρυγμένο
να έχεις κηρυχθεί
να έχεις κηρυχτεί
να είσαι κηρυγμένος, -η
να έχετε κηρυχθεί
να έχετε κηρυχτεί
να είστε κηρυγμένοι, -ες
να έχει κηρύξει
να έχει κηρυγμένο
να έχουν κηρύξει
να έχουν κηρυγμένο
να έχει κηρυχθεί
να έχει κηρυχτεί
να είναι κηρυγμένος, -η, -ο
να έχουν κηρυχθεί
να έχουν κηρυχτεί
να είναι κηρυγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκήρυσσεκηρύσσετεκηρύσσεστε
Aoristκήρυξεκηρύξτε, κηρύξετεκηρύξουκηρυχθείτε, κηρυχτείτε
Part
izip
Presκηρύσσονταςκηρυσσόμενος
Perfέχοντας κηρύξει, έχοντας κηρυγμένοκηρυγμένος, -η, -οκηρυγμένοι, -ες, -α
InfinAoristκηρύξεικηρυχθεί, κηρυχτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback