δίνω Verb  [dino, thino, dinw]

  Verb
(333)
  Verb
(24)
  Verb
(7)
  Verb
(4)
  Verb
(1)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu δίνω

δίνω altgriechisch δίδωμι


GriechischDeutsch
Χρειαζόμαστε μία αξιόπιστη, υπολογίσιμη πηγή εσόδων, ορατή για τους πολίτες. Για το πώς θα διαμορφωθεί, δε χρειάζεται να βιαστούμε, σ' αυτό δίνω δίκιο στον Markus Ferber.Es muss eine verlässliche, eine berechenbare, für die Bürger sichtbare Einnahmequelle geben wie immer die jetzt gestrickt sein muss, da darf man nicht huddeln, an der Stelle gebe ich Markus Ferber Recht.

Übersetzung bestätigt

Δεν δίνω εύκολα τον αριθμό της πιστωτικής μου κάρτας στο Διαδίκτυο.Meine Visa-Karte werde ich nicht ohne Weiteres in das Internet geben.

Übersetzung bestätigt

Η δεύτερη παρατήρηση που θα ήθελα να κάνω είναι η εξής: προσέξτε γιατί μια απόφαση όπως αυτή στην οποία επιμένετε στέλνει στο Κοινοβούλιο το δραματικό μήνυμα ότι στην Ευρώπη, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα αρχίζει να ισχύει ένας κανόνας που χαρακτήριζε τις λαϊκές δημοκρατίες της σοβιετικής περιόδου του 20ου αιώνα, ήτοι «δίνω λίγα και περιμένω λίγα»· τα αποτελέσματα είναι ήδη ορατά στις δομές και στις σχέσεις όσον αφορά τις μεταφράσεις.Die zweite Feststellung, die ich treffen möchte, ist folgende: Bedenken Sie, dass eine Entscheidung wie jene, auf der Sie beharren wollen, dem Parlament eine entsetzliche Botschaft übermittelt, nämlich dass in Europa, im Europäischen Parlament, in den Gemeinschaftsorganen eine Regel in Kraft zu treten beginnt, die für die Volksdemokratien während der Sowjetmacht des gesamten 20. Jahrhunderts charakteristisch war und die da lautet: „Wenig geben und wenig verlangen“. Anzeichen dafür gibt es bereits in den Strukturen und Beziehungen hinsichtlich der Übersetzungen, und Sie sehen ja, wohin das führt!

Übersetzung bestätigt

Ωστόσο, θα δίνω πάντα, επαναλαμβάνω, προτεραιότητα στη συναίνεση, την εμπιστοσύνη και τις διευκρινίσεις έναντι της επιφυλακτικότητας.Ich werde jedoch immer, ich wiederhole, Übereinkommen, Vertrauen und Erklärung den Vorrang vor Zwang geben.

Übersetzung bestätigt

Οι δεκαπέντε επιμέρους αγορές μπορούν να αναπτυχθούν μαζί, και σας δίνω δίκιο, κύριε Dini, για το εξής: Είπατε πως η Ένωση θα γίνει πιο ανταγωνιστική.Die fünfzehn Teilmärkte können zusammenwachsen, und ich geben Ihnen, Herr Dini, recht: Sie haben gesagt, die Union wird wettbewerbsfähiger.

Übersetzung bestätigt



Grammatik

Grammatik zu δίνω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
δίνωδίνουμε, δίνομεδίνομαιδινόμαστε
δίνειςδίνετεδίνεσαιδίνεστε, δινόσαστε
δίνειδίνουν(ε)δίνεταιδίνονται
Imper
fekt
έδιναδίναμεδινόμουν(α)δινόμαστε, δινόμασταν
έδινεςδίνατεδινόσουν(α)δινόσαστε, δινόσασταν
έδινεέδιναν, δίναν(ε)δινόταν(ε)δίνονταν, δινόντανε, δινόντουσαν
Aoristέδωσαδώσαμεδόθηκαδοθήκαμε
έδωσεςδώσατεδόθηκεςδοθήκατε
έδωσεέδωσαν, δώσαν(ε)δόθηκεδόθηκαν, δοθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω δώσει
(έχω δοσμένο)
έχουμε δώσει
(έχουμε δοσμένο)
έχω δοθεί
(είμαι δοσμένος, -η)
έχουμε δοθεί
(είμαστε δοσμένοι, -ες)
έχεις δώσει
(έχεις δοσμένο)
έχετε δώσει
(έχετε δοσμένο)
έχεις δοθεί
(είσαι δοσμένος, -η)
έχετε δοθεί
(είστε δοσμένοι, -ες)
έχει δώσει
(έχει δοσμένο)
έχουν δώσει
(έχουν δοσμένο)
έχει δοθεί
(είναι δοσμένος, -η, -ο)
έχουν δοθεί
(είναι δοσμένοι, -ες, -α)
Plu
per
fekt
είχα δώσει
(είχα δοσμένο)
είχαμε δώσει
(είχαμε δοσμένο)
είχα δοθεί
(ήμουν δοσμένος, -η)
είχαμε δοθεί
(ήμαστε δοσμένοι, -ες)
είχες δώσει
(είχες δοσμένο)
είχατε δώσει
(είχατε δοσμένο)
είχες δοθεί
(ήσουν δοσμένος, -η)
είχατε δοθεί
(ήσαστε δοσμένοι, -ες)
είχε δώσει
(είχε δοσμένο)
είχαν δώσει
(είχαν δοσμένο)
είχε δοθεί
(ήταν δοσμένος, -η, -ο)
είχαν δοθεί
(ήταν δοσμένοι, -ες, -α)
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα δίνωθα δίνουμε, θα δίνομεθα δίνομαιθα δινόμαστε
θα δίνειςθα δίνετεθα δίνεσαιθα δίνεστε, θα δινόσαστε
θα δίνειθα δίνουν(ε)θα δίνεταιθα δίνονται
Fut
ur
θα δώσωθα δώσουμε, θα δώσομεθα δοθώθα δοθούμε
θα δώσειςθα δώσετεθα δοθείςθα δοθείτε
θα δώσειθα δώσουν(ε)θα δοθείθα δοθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω δώσει
(θα έχω δοσμένο)
θα έχουμε δώσει
(θα έχουμε δοσμένο)
θα έχω δοθεί
(θα είμαι δοσμένος, -η)
θα έχουμε δοθεί
(θα είμαστε δοσμένοι, -ες)
θα έχεις δώσει
(θα έχεις δοσμένο)
θα έχετε δώσει
(θα έχετε δοσμένο)
θα έχεις δοθεί
(θα είσαι δοσμένος, -η)
θα έχετε δοθεί
(θα είστε δοσμένοι, -ες)
θα έχει δώσει
(θα έχει δοσμένο)
θα έχουν δώσει
(θα έχουν δοσμένο)
θα έχει δοθεί
(θα είναι δοσμένος, -η, -ο)
θα έχουν δοθεί
(θα είναι δοσμένοι, -ες, -α)
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να δίνωνα δίνουμε, να δίνομενα δίνομαινα δινόμαστε
να δίνειςνα δίνετενα δίνεσαινα δίνεστε, να δινόσαστε
να δίνεινα δίνουν(ε)να δίνεταινα δίνονται
Aoristνα δώσωνα δώσουμε, να δώσομενα δοθώνα δοθούμε
να δώσειςνα δώσετενα δοθείςνα δοθείτε
να δώσεινα δώσουν(ε)να δοθείνα δοθούν(ε)
Perfνα έχω δώσει
(να έχω δοσμένο)
να έχουμε δώσει
(να έχουμε δοσμένο)
να έχω δοθεί
(να είμαι δοσμένος, -η)
να έχουμε δοθεί
(να είμαστε δοσμένοι, -ες)
να έχεις δώσει
(να έχεις δοσμένο)
να έχετε δώσει
(να έχετε δοσμένο)
να έχεις δοθεί
(να είσαι δοσμένος, -η)
να έχετε δοθεί
(να είστε δοσμένοι, -ες)
να έχει δώσει
(να έχει δοσμένο)
να έχουν δώσει
(να έχουν δοσμένο)
να έχει δοθεί
(να είναι δοσμένος, -η, -ο)
να έχουν δοθεί
(να είναι δοσμένοι, -ες, -α)
Imper
ativ
Presδίνεδίνετεδίνεστε
Aoristδώσεδώστεδώσουδοθείτε
Part
izip
Presδίνοντας
Perfέχοντας δώσει, έχοντας δοσμένοδοσμένος, -η, -οδοσμένοι, -ες, -α
InfinAoristδώσειδοθεί

















Griechische Definition zu δίνω

δίνω [δíno] -ομαι Ρ αόρ. έδωσα, απαρέμφ. δώσει, παθ. αόρ. δόθηκα, απαρέμφ. δοθεί, μππ. δοσμένος : I. ANT παίρνω στις σημ. 1, 2, 3α, 3β, 3δ. 1. βάζω στο χέρι κάποιου κτ. ή το φέρνω κοντά του, έτσι ώστε να μπορεί να το χρησιμοποιήσει: Δώσε μου τα γυαλιά μου / ένα ποτήρι νερό. Mου δίνεις το ψωμί; Mου έδωσε το χέρι του να κρατηθώ. Θα δώσω στο παιδί να φάει. || Ο γιατρός τού έδωσε φάρμακο, του έδωσε την οδηγία για το φάρμακο. (έκφρ.) δίνω ένα χέρι* / χεράκι (σε κπ.). δίνω τα χέρια*. δίνω τροφή*. να τρώει η μάνα* και στο παιδί να μη δίνει. α2. παραχωρώ σε κπ. κτ. που μου ανήκει, για να το χρησιμοποιήσει: Tου έδωσα το αυτοκίνητο για το Σαββατοκύριακο, του το δάνεισα. β. παραχωρώ σε κπ. την κυριότητα ενός πράγματος: Tο σπίτι θα το δώσω στην κόρη μου. Tου έδωσε ό,τι είχε και δεν είχε. ΦΡ δίνω τη θέση* μου σε κπ. ή σε κτ. γ1. προσφέρω κτ. χωρίς αντάλλαγμα: Tου έδωσα για τη γιορτή του δέκα χιλιάδες. Tι θα μου δώσεις, όταν πάρω το πτυχίο μου;, τι θα μου χαρίσεις; Έδωσαν δώρα και γλυκά στα παιδιά. || χαρίζωI2α: H μητέρα δίνει στα παιδιά της τη ζωή της. Ο στρατός μάς έδωσε τη νίκη. γ2. προσφέρω κτ. ως ελεημοσύνη, ως βοήθεια: Δώσε κτ. για τους φτωχούς. δίνω αίμα για τις ανάγκες της αιμοδοσίας. (έκφρ.) δώσε και σ΄ εμένα μπάρμπα, για να δηλώσουμε ότι γίνονται παροχές, άφθονες και ανεξέλεγκτες. ΦΡ δε δίνει του αγγέλου του / ούτε στον άγγελό* του νερό. είναι όλο δώσε και δώσε, για κπ. που ζητάει συνεχώς χρήματα. δ. (με αφηρ. ουσ.) συγκατανεύω, δέχομαι να θέσω κτ. στη διάθεση κάποιου: Tου έδωσαν δέκα μέρες προθεσμία. Δώσε μου δύο λεπτά ακόμα να τελειώσω. δίνω σε κπ. τον καιρό / την ευκαιρία να κάνει κτ. δίνω το προβάδισμα / την προτεραιότητα. δίνω σε κπ. την άδεια / το δικαίωμα / τη δυνατότητα / την εξουσία. ΦΡ δίνω (το) πράσινο φως*. δίνω τόπο* στην οργή. (έκφρ.) ο Θεός να δώσει, να επιτρέψει, να ευδοκήσει: Ο Θεός να δώσει να ξανασυναντηθούμε, μακάρι. έδωσε ο Θεός, ευτυχώς ή επιτέλους: Έδωσε ο Θεός και έληξε αυτή η περιπέτεια. να μην το δώσει ο Θεός / η μοίρα / η τύχη, ευχή να μη συμβεί κτ. κακό. || (παθ., μτφ.) κτ. παρέχεται ως δωρεά: Mας δόθηκε να ζήσουμε σε χρόνια ειρηνικά. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback