Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.
Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischαδιακρισία Koine-Griechisch ἀδιακρισία
αδιάκριτα αδιάκριτος ἀ-στερητ. + διακρίνω
αδιάκριτος mittelgriechisch ἀδιάκριτος δ
αδιακρίτως (λόγιο) Koine-Griechisch ἀδιακρίτως ἀδιάκριτος (που δεν διακρίνεται).[1] Συγχρονικά αναλύεται σε αδιάκριτος (στη σημασία: που δεν μπορείς να τον ξεχωρίσεις) + -ως. siehe auchν ετυμολογία του αδιάκριτα.
αδιάλειπτα αδιάλειπτος
αδιάλλακτα αδιάλλακτος
αδιάλλακτος altgriechisch ἀδιάλλακτος α- στερητικό + altgriechisch διαλλάττω (διά + ἀλλαγή)
αδιαλλαξία α- στερητικό + διά + αλλαγή
αδιάλυτα αδιάλυτος + -α Koine-Griechisch ἀδιάλυτος ἀ- + διά + λύω
αδιαμφισβήτητα επίθετο αδιαμφισβήτητος
αδιαντροπιά αδιάντροπος
αδιάντροπος mittelgriechisch αδιάντροπος
αδιαπέραστα αδιαπέραστος + -α
αδιάρρηκτα αδιάρρηκτος
αδιάσειστα αδιάσειστος
αδιασκέδαστος Koine-Griechisch ἀδιασκέδαστος
αδιάσπαστα αδιάσπαστος
αδιατίμητος α- (στερητικό) + διατιμώ + -τος
αδιαφάνεια altgriechisch ἀδιαφάνεια
αδιαφήμιστα αδιαφήμιστος
αδιάφθορα αδιάφθορος + -α
αδιαφιλονίκητα αδιαφιλονίκητος
αδιάφορα αδιάφορος
αδιαφόρετα αδιαφόρετος
αδιαφορία altgriechisch ἀδιαφορία
αδιαφορώ Koine-Griechisch ἀδιαφορῶ ἀ- (α-) + διά (δια-) + φορ- φέρω
αδιαχώριστα αδιαχώριστος
αδιαχώριστος altgriechisch ἀδιαχώριστος
αδιέξοδο substantiviertes Neutrum des Adjektivs: αδιέξοδος, α- + διέξοδος ( δι- + έξοδος) (σημείωση: πιθανόν να προήλθε από τη χρήση της λόγιας αιτιατικής του θηλυκού σε φράσεις όπως "οδηγεί σε αδιέξοδο -οδό-")
αδιέξοδος altgriechisch ἀδιέξοδος
άδικα άδικος
αδικαιολόγητα αδικαιολόγητος
αδικαίωτα αδικαίωτος + -α
αδικαίωτο substantiviertes Neutrum des Adjektivs: αδικαίωτος
αδίκημα altgriechisch ἀδίκημα ἀδικῶ
αδικημένος Passiv Perfekt von αδικώ
αδικητής αδικώ + -ητής
αδικία altgriechisch ἀδικία ἄδικος ἀ- στερητικό + δίκη
άδικο substantiviertes Neutrum des Adjektivs: άδικος
αδικοπονεμένος mittelgriechisch αδικοπονεμένος άδικο και πονεμένος
αδικοπραγία altgriechisch ἀδικοπραγέω
αδικοπραγώ Etymologie fehlt
αδικοπραξία αδικοπραγία
άδικος altgriechisch ἄδικος ἀ- στερητικό + δίκη
αδικοσταυρωμένος mittelgriechisch αδικοσταυρωμένος επίρρημα ἄδικα και σταυρωμένος, μετοχή του σταυρώνω
αδικοχαμένος άδικα + χαμένος
αδικώ altgriechisch ἀδικέω, -ῶ
αδιόρατα αδιόρατος
αδιορθωσιά αδιόρθωτος + -σιά
αδιόρθωτα αδιόρθωτος
αδιόρθωτος Etymologie fehlt
αδιοριστία αδιόριστος
αδίστακτα αδίστακτος
αδίστακτος altgriechisch ἀδίστακτος α- + διστάζω
αδογμάτιστα αδογμάτιστος
αδόκητα αδόκητος
αδόκιμος altgriechisch ἀδόκιμος
άδολα άδολος
αδολέσχημα αδολέσχης + -ημα
αδολεσχία altgriechisch ἀδολεσχία ἀδολέσχης ( *ἀ-ϝαδο (ἡδύς) + λέσχη)
άδολος altgriechisch ἄδολος ἀ- στερητικό + δόλος
αδόλωτος mittelgriechisch ἀδόλωτος α- + δολώνω
άδοξα άδοξος
αδόξαστος α- στερητικό + δοξάζω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος, χωρίς
άδοτος (λόγιο) Koine-Griechisch ἄδοτος[1] ἀ- στερητικό + δοτός (παραχωρημένος). Συγχρονικά αναλύεται σε (α-) ά- στερητικό + δοτός
αδούλωτα αδούλωτος + -α
αδούλωτος Koine-Griechisch ἀδούλωτος ἀ- στερητικό + δουλόω, ῶ +κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
αδράνεια Koine-Griechisch ἀδράνεια altgriechisch ἀδρανής
αδρανής altgriechisch ἀδρανής α- (στερητικό) + δραίνω δράω
αδρανώ, λόγια λέξη altgriechisch ἀδρανέω, -ῶ
αδρασκελιά α- + δρασκελιά
αδράχνω mittelgriechisch δράχνω με ανάπτυξη προτακτικού α- Koine-Griechisch δράσσω με βάση το συνοπτικό θέμα δραξ-[1] altgriechisch δράττομαι proto-griechisch *dr̥kʰ
αδράχτι mittelgriechisch αδράχτι Koine-Griechisch ἀδράκτιον, υποκοριστικό του ἄδρακτος altgriechisch ἄτρακτος
αδραχτιά αδράχτι
αδρεναλίνη (entlehnt aus) französisch adrénaline englisch adrenaline adrenal + -ine ad- + renal spätlateinisch renalis lateinisch renes, Mehrzahl von ren proto-italienisch *hrēn proto-indogermanisch *gʷʰren-
Αδριανός altgriechisch Ἁδριανός
αδρομερώς αδρομερής
αδρός altgriechisch ἁδρός
αδρότητα αδρός + -ότητα
αδύναμα αδύναμος
αδυναμία α- (στερητικό) +δύναμη
αδύναμος altgriechisch ἀδύναμος α- + δύναμις
αδυνατίζω mittelgriechisch αδύνατος + -ίζω
αδυνάτισμα αδυνατίζω αδύνατος α- στερητικό + δυνατός
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.