Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



ασυναγώνιστα

ασυναγώνιστα ασυναγώνιστος + -α


ασυναγωνίστως

ασυναγωνίστως ασυναγώνιστος + -ως


ασυναισθησία

ασυναισθησία ασυναίσθητος + -σία


ασυναίσθητα

ασυναίσθητα ασυναίσθητος + -α Koine-Griechisch ἀσυναίσθητος altgriechisch συναισθάνομαι σύν + αἰσθάνομαι indoeuropäisch (Wurzel) *h₂ewisd- *h₂ew- (βλέπω, παρατηρώ)


ασυναισθήτως


ασυναπάντητα

ασυναπάντητα ασυναπάντητος + -α


ασυναρτησία

ασυναρτησία α- (στερητικό) + συναρτώ


ασυνάρτητα

ασυνάρτητα ασυνάρτητος + -α


ασυνάρτητος

ασυνάρτητος Etymologie fehlt


ασύνδετα

ασύνδετα ασύνδετος + -α


ασύνδετο

ασύνδετο substantiviertes Neutrum des Adjektivs: ασύνδετος


ασύνειδα

ασύνειδα ασύνειδος + -α


ασυνειδησία

ασυνειδησία Etymologie fehlt


ασυνείδητα

ασυνείδητα Etymologie fehlt


ασυνείδητο

ασυνείδητο Etymologie fehlt


ασυνειδητοποίητα

ασυνειδητοποίητα ασυνειδητοποίητος + -α


ασυνείδητος

ασυνείδητος Etymologie fehlt


ασυνεννοησία

ασυνεννοησία ασυνεννόητος α στερητ.+συνεννοούμαι


ασυνέπεια

ασυνέπεια α- + συνέπεια Koine-Griechisch συνέπεια σύν + altgriechisch ἔπος ϝέπος ‎ proto-griechisch *wékʷos indoeuropäisch (Wurzel) *wékʷos *wekʷ- ‎(μιλώ) ((Lehnübersetzung) französisch inconséquence)


ασύνετος

ασύνετος Etymologie fehlt


ασυνέχεια

ασυνέχεια ασυνεχής + -εία Koine-Griechisch ἀσυνεχής ἀ- + altgriechisch συνεχής συνέχω σύν + ἔχω


ασυνήθιστο


ασυνήθιστος

ασυνήθιστος α- στερητικό + συνηθίζω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος


ασυνόδευτα

ασυνόδευτα ασυνόδευτος + -α


ασύντακτα

ασύντακτα ασύντακτος + -α


ασύντακτος

ασύντακτος Etymologie fehlt


ασυντόνιστα

ασυντόνιστα ασυντόνιστος + -α


ασυντρόφευτα

ασυντρόφευτα ασυντρόφευτος + -α


ασυντρόφευτος

ασυντρόφευτος α στερητ.+συντροφεύω


ασυντρόφιαστα

ασυντρόφιαστα ασυντρόφιαστος + -α


ασυρματιστής

ασυρματιστής ασύρματος (συσκευή)


ασυρματίστρια

ασυρματίστρια ασυρματιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια


ασύρματος

ασύρματος α- + συρματ- (σύρμα) + -ος altgriechisch σύρμα σύρω proto-indogermanisch *tuer (αναδεύω, ανακατεύω) ((Lehnübersetzung) englisch wireless)


ασύστατος

ασύστατος Etymologie fehlt


ασύστολα

ασύστολα ασύστολος + -α


ασφάλεια

ασφάλεια (λόγιο) altgriechisch ἀσφάλεια [1]


ασφαλές


ασφαλής

ασφαλής altgriechisch ἀσφαλής


ασφαλιζόμενος

ασφαλιζόμενος μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα του ρήματος ασφαλίζομαι


ασφαλίζω

ασφαλίζω Koine-Griechisch ἀσφαλίζω altgriechisch ἀσφαλής ἀ- + σφάλλω (2. (Lehnbedeutung) englisch insure)


ασφάλιση

ασφάλιση Etymologie fehlt


ασφάλισμα

ασφάλισμα ασφαλίζω + -μα


ασφαλισμένος


ασφαλιστήριο

ασφαλιστήριο substantiviertes Neutrum des Adjektivs: ασφαλιστήριος


ασφαλιστής

ασφαλιστής ασφαλίζω


ασφαλιστικό


ασφαλιστικός

ασφαλιστικός ασφαλίζω


ασφάλιστρο

ασφάλιστρο ασφαλίζω + -τρο


άσφαλτα

άσφαλτα mittelgriechisch ἄσφαλτα


άσφαλτος

άσφαλτος (λόγιο) altgriechisch ἄσφαλτος (το υλικό στερέωσης των τειχών της Βαβυλώνας για να μην σφάλλουν, δηλαδή να μην καταρρέουν) (Lehnbedeutung) französisch asphalte


ασφαλτόστρωμα

ασφαλτόστρωμα ασφαλτοστρώνω άσφαλτος+στρώνω


ασφαλτοστρώνω

ασφαλτοστρώνω άσφαλτος + στρώνω


ασφαλτόστρωση

ασφαλτόστρωση ασφαλτοστρώνω άσφαλτοςστρώνω


ασφαλτώνω

ασφαλτώνω Koine-Griechisch ἀσφαλτῶ


ασφάλτωση

ασφάλτωση Etymologie fehlt


ασφαλώς

ασφαλώς altgriechisch ἀσφαλῶς


ασφόδελος

ασφόδελος altgriechisch ἀσφόδελος


ασφοδίλι

ασφοδίλι Etymologie fehlt


ασφυκτιώ

ασφυκτιώ Koine-Griechisch ἀσφυκτέω ἄσφυκτος altgriechisch σφύζω


ασφυξία

ασφυξία Etymologie fehlt


άσχετος

άσχετος στερητικό -α + σχέση + -τος


ασχετοσύνη

ασχετοσύνη άσχετος + -οσύνη


άσχημα

άσχημα επίθετο άσχημος


ασχημάδα

ασχημάδα άσχημος


ασχημαίνω

ασχημαίνω άσχημος


ασχημάνθρωπος

ασχημάνθρωπος άσχημος+άνθρωπος


ασχήμια

ασχήμια άσχημος


ασχημία

ασχημία mittelgriechisch άσχημος


ασχημίζω

ασχημίζω Etymologie fehlt


άσχημο


ασχημομούρης

ασχημομούρης επίθετο άσχημος + ουσιαστικό μούρη


άσχημος

άσχημος altgriechisch ἄσχημος


ασχημοσύνη

ασχημοσύνη altgriechisch ἀσχημοσύνη ἀσχήμων σχῆμα ἔχω


ασχόλημα

ασχόλημα Koine-Griechisch ἀσχόλημα


ασχόληση

ασχόληση mittelgriechisch ἀσχόλησις


ασχολία

ασχολία altgriechisch ἀσχολία ἀ- + σχολή indoeuropäisch (Wurzel) *seǵhe- / *sǵhē- (έχω, κατέχω)


ασχολίαστα

ασχολίαστα ασχολίαστος + -α


ασχολούμαι

ασχολούμαι altgriechisch ἀσχολέομαι / ἀσχολοῦμαι ἀ- στερητικό + σχολή


ασχολούμενος


ασώματος

ασώματος Etymologie fehlt


άσωτα

άσωτα άσωτος + -α


ασωτεύω

ασωτεύω Etymologie fehlt


ασωτία

ασωτία altgriechisch ἀσωτία


άσωτος

άσωτος altgriechisch ἄσωτος ἀ- + σῴζω


άτα

άτα Etymologie fehlt


αταβισμός

αταβισμός französisch atavisme lateinisch atavus (πρόγονος) avus indoeuropäisch (Wurzel) *h₂éwh₂os


αταβιστικά

αταβιστικά αταβιστικός + -ά αταβισμός französisch atavisme lateinisch atavus (πρόγονος) avus indoeuropäisch (Wurzel) *h₂éwh₂os


αταίριαστο


ατάκα

ατάκα ιταλ. attacca


άτακτα

άτακτα άτακτος


άτακτος

άτακτος altgriechisch ἄτακτος


ατακτώ

ατακτώ Etymologie fehlt


αταλαιπώρητα

αταλαιπώρητα αταλαιπώρητος + -α


αταξία

αταξία altgriechisch ἀταξία


αταξίδευτος

αταξίδευτος α στερητ.+ταξιδεύω


ατάρακτος

ατάρακτος altgriechisch ἀτάρακτος ἀ- + ταράσσω


αταραξία

αταραξία Etymologie fehlt


ατάραχα

ατάραχα ατάραχος + -α


ατάραχος

ατάραχος altgriechisch ἀτάραχος


ατάραχτα

ατάραχτα ατάραχτος + -α



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback