Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.
Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischνησί altgriechisch νῆσος
νησίδα altgriechisch νησίς νῆσος (2.3 (Lehnbedeutung) französisch îlot)
νησιώτης altgriechisch νησιώτης[1] Συγχρονικά αναλύεται σε νήσ(ος), νησ(ί) + -ιώτης
νησιωτοπούλα νησιώτης + -πουλα ( -πουλος)
νησιωτόπουλο νησιώτης + -πουλο ( -πουλος)
νήσος altgriechisch νῆσος
νήσσα εσωτερικό δάνειο von altgriechisch νῆσσα
νηστεία altgriechisch νηστεία νηστεύω νη- + ἐσθίω
νηστεύω altgriechisch νηστεύω
νηστικός altgriechisch νηστικός
νηφαλιότητα Etymologie fehlt
νι αρχαιοελληνικό νῦ
νιάμερα Etymologie fehlt
νιανιά Etymologie fehlt
νιάνιαρο πιθανότατα venezianisch gnagnara (λέξη θηλυκού γένους που θεωρήθηκε πληθυντικός) που συνδυάστηκε με το νιανιά
νιάου Onomatopoetikum
νιαουρίζω νιάου + -ρίζω Onomatopoetikum
νιάτα mittelgriechisch τα νεάτα τα νεότα altgriechisch νεότης
νιάτο ενικός τού νιάτα
νίβω νίπτω
νίκελ deutsch Nickel Kupfernickel Kupfer + Nickel ( Nikolaus lateinisch Nicolaus altgriechisch Νικόλαος (αντιδάνειο) νίκη + λαός)
νικέλιο deutsch Nickel Kupfernickel Kupfer (χαλκός) + Nickel Nikolaus (Άγιος Νικόλαος)
νικέλωμα Etymologie fehlt
νικελώνω νικέλ(ιο) + -ώνω
νικέλωση νικελώνω + -ση νίκελ deutsch Nickel Kupfernickel Kupfer + Nickel ( Nikolaus lateinisch Nicolaus altgriechisch Νικόλαος (αντιδάνειο) νίκη + λαός)
νικητήριος Etymologie fehlt
νικητής altgriechisch νικητής νικάω / νικῶ + -τής
νικήτρια νικητής + -τρια
νικοτίνη von όνομα του Γάλλου πρεσβευτή στη Λισαβώνα, Jean Nicot, που εισήγαγε το φυτό του καπνού στη Γαλλία, το 1560. Η νικοτίνη, καθώς και το φυτό Nicotiana, πήραν το όνομά τους από αυτόν.
νικοτινίαση Etymologie fehlt
νικοτινισμός Etymologie fehlt
νικώ altgriechisch νικάω
νίλα lateinisch nila, Mehrzahl von nilum nihilum ne- + hilum (ασήμαντο, τιποτένιο)
νινί Koine-Griechisch νιννίον
νιόγαμπρος Etymologie fehlt
νιονιό Etymologie fehlt
νιόνυφη Etymologie fehlt
νιότη mittelgriechisch νιότη altgriechisch νεότης
νιπτήρ νίπτω
νιπτήρας altgriechisch νιπτήρ νίπτω
νίπτω altgriechisch νίπτω νίζω
νισάφι türkisch insaf (μετριοπάθεια) + -ι με αντιμετάθεση [in] > [ni][1] arabisch إنصاف insāf
νισεστές türkisch nişasta + -ς με τροπή [a] > [e][1] persisch نشاسته (nişāsta, άμυλο)
νίτρο altgriechisch νίτρον
νιτρογλυκερίνη νίτρο + γλυκερίνη
νιφάδα altgriechisch νιφάς
νιχιλισμός [λόγ. γαλλ. nihilisme nihilismus lateinisch nihil (μηδέν) + ορθογρ. δαν. (-isme = -ισμός)
νίψιμο mittelgriechisch νίψιμον
νιώθω mittelgriechisch νιώθω altgriechisch γιγνώσκω
Νιώτης Νι(ο) ή Νι(ος) + -ώτης
νοβοκαΐνη Etymologie fehlt
νογάω Etymologie fehlt
νογώ Προέρχεται von αρχ.ελλ. λέξη νοῶ με ανάπτ.μεσοφ.[γ]προς αποφυγή της χασμωδίας.
νοδάρος Etymologie fehlt
νοερός Etymologie fehlt
νοερώς Etymologie fehlt
νόημα altgriechisch νόημα
νοηματοδότηση νοηματοδοτώ
νοηματοδοτώ απο τη Genitiv της λέξης νόημα (νοήματος) + -δοτώ (κατά το χρηματοδοτώ)
νοήμονας altgriechisch νοήμων
νοημοσύνη νοήμων + -οσύνη altgriechisch νοήμων νοέω / νοῶ νόος / νοῦς
νόηση altgriechisch νόησις νοέω / νοῶ νόος / νοῦς
νοησιαρχία νόηση + -αρχία ((Lehnübersetzung) französisch intellectualisme)
νοησιοκρατία νόησι(ς) + -κρατία απόδοση της französisch intellectualisme
νοητός altgriechisch νοητός νοέω
νοθεία spätgriechisch νοθεία
νόθευση νόθευσις
νοθευτής νοθεύ(ω) + -τής. Διαφορετικό το ελληνιστικό νοθευτής (που αμφισβητεί τη γνησιότητα, που διαφθείρει)[1]
νοθεύω spätgriechisch νοθεύω
νόθος altgriechisch νόθος
νοιάζει ενεργητική φωνή του ρήματος νοιάζομαι (απαντά μόνο στο γ' πρόσωπο ενικού και πληθυντικού)
νοιάζομαι mittelgriechisch εννοιάζομαι altgriechisch ἔννοια + -άζομαι ἐν + νόος / νοῦς
νοικάρης νοίκι + -άρης
νοίκι ενοίκιο
νοικιάζω ενοικιάζω με αποβολή του αρχικού άτονου φωνήεντος
νοίκιασμα Etymologie fehlt
νοικοκυρεύω altgriechisch ἐν + οἶκος + κυρῶ ( κύριος)
νοικοκύρης mittelgriechisch νοικοκύρης οἰκοκύρης με ανάπτυξη του [n] από τη συνεκφορά με το άρθρο στην αιτιατική [ton iko - toniko - ton iko] οἰκοκύριος (altgriechisch οἶκος + κύριος)[1]
νοικοκυριό mittelgriechisch νοικοκυριό νοικοκυρεύω νοικοκύρης
νοικοκυρόπαιδο Etymologie fehlt
νοικοκυροπούλα Etymologie fehlt
νοικοκυρόσπιτο Etymologie fehlt
νοικοκυροσύνη Etymologie fehlt
Η «Ελληνική Νομαρχία», έργο ανώνυμου συγγραφέα (άλλωστε, στην ελληνική γραμματολογία έχει καθιερωθεί με τον πλήρη τίτλο «Ανωνύμου του Έλληνος, Ελληνική Νομαρχία»), είναι ένα από τα σημαντικότερα προπαρασκευαστικά κείμενα της ελληνικής επανάστασης, ένα μαχητικό μανιφέστο του ελληνικού διαφωτισμού. (Από την εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 24 Μάρτη 2007)
νομάτοι mittelgriechisch ὀνόματοι altgriechisch ὄνομα
νομέας altgriechisch νομεύς
νομενκλατούρα ρωσική номенклатура (nomenklatúra) lateinisch nomenclatura nomenclator nomen + calo
※ Σήμερα στην υποσαχάρια Αφρική χιλιάδες παιδιά πάσχουν από παραμορφώσεις του προσώπου που προκαλούνται από τη γαγγραινώδη λοιμώδη νόσο νομή (από ερώτηση του Fiorello Provera με θέμα: «Παιδιά που έχουν προσβληθεί από νομή ή γαγγραινώδη στοματίτιδα (cancrum oris)» στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (28 Σεπτεμβρίου 2010), www.europarl.europa.eu· πρόσβαση: 2019-10-31).
νομίατρος νομός + -ίατρος
νομίζω altgriechisch νομίζω
νομικός νόμος + -ικός
νόμιμα νόμιμος
νομιμοποίηση Etymologie fehlt
νομιμοποιώ νόμιμος + -ο- + -ποιώ ((Lehnübersetzung) französisch légitimer)
νομιμότητα Etymologie fehlt
νομιναλισμός (λόγιο δάνειο) französisch nominalisme με απώτατη αρχή λατινικά nomen, πληθυντικός nomina + -isme (-ισμός)[1][2]
νομιναλιστής Etymologie fehlt
νόμισμα altgriechisch νόμισμα νομίζω νόμος
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.