Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



δοξάζω

δοξάζω altgriechisch δοξάζω δόξα + -άζω δοκέω / δοκῶ δέχομαι proto-indogermanisch *deḱ- (δέχομαι, παίρνω)


δοξάρι

δοξάρι mittelgriechisch δοξάριον τοξάριον altgriechisch τόξον


δοξασία

δοξασία Koine-Griechisch δοξασία altgriechisch δοξάζω δόξα


δόξασμα

δόξασμα altgriechisch δόξασμα δοξάζω δόξα


δοξολόγημα

δοξολόγημα mittelgriechisch δοξολόγημα δοξολογώ + -μα


δοξολογία

δοξολογία Koine-Griechisch δοξολογία altgriechisch δόξα ( δοκέω / δοκῶ) + λέγω


δοξολογώ

δοξολογώ Koine-Griechisch δοξολογέω / δοξολογῶ altgriechisch δόξα + λέγω


δορά

δορά δέρω


δορκάδα

δορκάδα altgriechisch ζορκάς / δορκάς proto-indogermanisch *yorkos[1] (ζαρκάδι)


δόρυ

δόρυ (λόγιο) altgriechisch δόρυ


δορυφόρος

δορυφόρος altgriechisch δορυφόρος δόρυ + φέρω


δορυφορώ

δορυφορώ altgriechisch δορυφορέω / δορυφορῶ δορυφόρος δόρυ + φέρω


δοσάς

δοσάς δόση + -άς


δοσατζής

δοσατζής δόση + -τζής


δόση

δόση altgriechisch δόσις δίδωμι ((Lehnbedeutung) französisch dose)


δόσιμο

δόσιμο mittelgriechisch δόσιμο(ν) Koine-Griechisch δόσιμος altgriechisch δίδωμι


δόσις


δοσοληψία

δοσοληψία spätgriechisch δοσο- (altgriechisch δόσις) + -ληψία ( altgriechisch λῆψις)


δοσολογία

δοσολογία δό(σις) δόση + -ο- + -λογία


δοσομετρητής

δοσομετρητής δόση + -ο- + μετρητής


δότης

δότης (λόγιο) Koine-Griechisch δότης altgriechisch δοτήρ δίδωμι indoeuropäisch (Wurzel) *dédeh₃- *deh₃- (δίνω), (Lehnbedeutung) französisch donneur και englisch donor[1]


δοτική

δοτική altgriechisch δοτική, substantiviertes Femininum des Adjektivs δοτικός δίδωμι


δούκας

δούκας mittelgriechisch δούκας Koine-Griechisch δούξ lateinisch dux (στρατιωτικός διοικητής) duco (διοικώ) indoeuropäisch (Wurzel) *dewk-


δουκάτο

δουκάτο Etymologie fehlt


δουκέσα

δουκέσα italienisch duchessa lateinisch dux (στρατιωτικός διοικητής) duco (διοικώ) indoeuropäisch (Wurzel) *dewk-


δούκισσα

δούκισσα δούκας + κατάληξη θηλυκού -ισσα mittelgriechisch δούκας Koine-Griechisch δούξ lateinisch dux (στρατιωτικός διοικητής) duco (διοικώ) indoeuropäisch (Wurzel) *dewk-


δούλα

δούλα Femininum von δούλος


δουλεία

ΔΦΑ : /ðu.ˈli.a/


δουλειά

δουλειά mittelgriechisch δουλειά Koine-Griechisch δουλεία altgriechisch δουλεία δουλεύω δοῦλος


δούλεμα

δούλεμα mittelgriechisch δούλεμα altgriechisch δούλευμα δουλεύω + -μα δοῦλος Mykenisches Griechisch ???????????? (do-e-or) χαναανικά *dōʾēlu (υπηρέτης, ακόλουθος)


δουλεμπορία

δουλεμπορία δουλέμπορος + -ία


δουλεμπόριο

δουλεμπόριο δούλος + εμπόριο ((Lehnübersetzung) englisch slave trade)


δουλέμπορος

δουλέμπορος δούλ-(ος) + έμπορος, (Lehnübersetzung) französisch marchand d'esclaves [1]


δουλευταράς

δουλευταράς δουλευτής + augmentativer Suffix -αράς Koine-Griechisch δουλευτής altgriechisch δουλεύω δοῦλος


δουλευτής

δουλευτής Koine-Griechisch δουλευτής altgriechisch δουλεύω δοῦλος


δουλεύω

δουλεύω Koine-Griechisch δουλεύω altgriechisch δοῦλος Mykenisches Griechisch ???????????? (do-e-or) χαναανική *dōʾēlu (υπηρέτης, ακόλουθος)


δούλεψη

δούλεψη δουλεύω


δουλικά


δουλικό

δουλικό {{}}


δουλικός

δουλικός altgriechisch δοῦλος + -ικός


δουλικότητα

δουλικότητα δουλικός + -ότητα


δουλοκτησία

δουλοκτησία, λόγια λέξη δούλος + -κτησία κτάομαι, -ῶμαι (όπως ιδιοκτησία, πλοιοκτησία), χρησικτησία, γαιοκτησία)


δουλοπαροικία

δουλοπαροικία δουλοπάροικος + -ία


δουλοπάροικος

δουλοπάροικος, λόγια λέξη δούλος + πάροικος


δουλοπρέπεια

δουλοπρέπεια altgriechisch δουλοπρέπεια


δουλοπρεπώς

δουλοπρεπώς Koine-Griechisch δουλοπρεπῶς altgriechisch δουλοπρεπής


δούλος

δούλος altgriechisch δοῦλος μυκηναϊκή ???????????? (do-e-or) χαναανική *dōʾēlu (υπηρέτης, ακόλουθος)


δουλοσύνη

δουλοσύνη altgriechisch δουλοσύνη δούλος + -οσύνη


δουλόφρονας

δουλόφρονας mittelgriechisch δουλόφρων altgriechisch δοῦλος + φρήν


δουλοφροσύνη

δουλοφροσύνη δουλόφρων + -οσύνη


δοχειάρης

δοχειάρης mittelgriechisch δοχειάρης δοχεῖον


δοχείο

δοχείο altgriechisch δοχεῖον


δραγάτης

δραγάτης mittelgriechisch δραγάτης Βλ. και Koine-Griechisch δραγατεύω, δραγασούρα = υπερυψωμένη σκοπιά συνήθως επάνω σε δένδρα από όπου ο αγροφύλακας παρακολουθούσε τυχόν κλοπές στα αμπέλια


δράγμα

δράγμα altgriechisch δράγμα δράσσομαι / δράττομαι


δραγόνος

δραγόνος französisch dragon lateinisch draco altgriechisch δράκων (αντιδάνειο)


δραγουμάνος

δραγουμάνος tercüman (τουρκικά) αραβικά


δράκα

δράκα δράττομαι


δράκαινα

δράκαινα altgriechisch δράκαινα, Femininum von δράκων


δράκοντας

δράκοντας altgriechisch δράκων (αιτιατική: δράκοντα)


δρακοντιά

δρακοντιά Koine-Griechisch δρακοντία altgriechisch δράκων


δράκουλας

δράκουλας englisch Dracula (μυθιστόρημα του Μπραμ Στόκερ, που εκδόθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1890, βασισμένο στο θρύλο του Κόμη Δράκουλα)


δράκων

δράκων δέρκομαι indoeuropäisch (Wurzel) *derḱ- (βλέπω)


δραμαμίνη

δραμαμίνη Etymologie fehlt


δραματολόγιο

δραματολόγιο δραματο(ς) + -λόγιο


δραματοποιώ

δραματοποιώ δράμα + -ποιώ


δραματουργός

δραματουργός altgriechisch δραματουργός δρᾶμα + -ουργός ( ἔργον)


δράμι

δράμι mittelgriechisch δράμιον türkisch dirhem osmanisch türkisch درهم persisch درهم ‎(dirham) altgriechisch δραχμή (αντιδάνειο)


δράπανο

δράπανο altgriechisch δράπανον


δραπέτευση

δραπέτευση δραπετεύω


δραπετεύω

δραπετεύω altgriechisch δραπέτης


δραπέτης

δραπέτης altgriechisch


δράση

δράση mittelgriechisch δρᾶσις altgriechisch δρᾶσις δράω/δρῶ


δρασκελιά

δρασκελιά δρασκελώ + -ιά


δρασκέλισμα

δρασκέλισμα δρασκελίζω


δρασκελώ

δρασκελώ mittelgriechisch δρασκελώ δρασκελίζω διασκελίζω Koine-Griechisch διασκελίζομαι διά + altgriechisch σκέλος


δραστηριοποίηση

δραστηριοποίηση δραστηριοποιώ + -ση


δραστηριοποιώ

δραστηριοποιώ δραστήριος + ποιώ


δραστήριος

δραστήριος Etymologie fehlt


δραστηριότητα

δραστηριότητα mittelgriechisch δραστηριότης altgriechisch δραστήριος + -ότης


δράστης

δράστης altgriechisch δράστης / δρήστης δράω / δρῶ proto-griechisch *dráwō proto-indogermanisch *dréwh₂-e-ti *dréwh₂- (τρέχω, δρω)


δραστικός

δραστικός altgriechisch δραστικός ("αυτός που δρα") δρᾶσις + -ικός


δραστικότητα

δραστικότητα Etymologie fehlt


δράττομαι

δράττομαι altgriechisch δράττομαι proto-griechisch *dr̥kʰ


δραχμή

δραχμή altgriechisch δραχμή


δραχμοποίηση

δραχμοποίηση δραχμή + -ποίηση


δράχνω

δράχνω mittelgriechisch δράχνω altgriechisch δράττομαι proto-griechisch *dr̥kʰ


δρεπάνι

δρεπάνι mittelgriechisch δρεπάνι(ν) Koine-Griechisch δρεπάνιον υποκοριστικό για την altgriechisch δρέπανον


δρέπανο

δρέπανο δρεπάνι


δρέπω

δρέπω altgriechisch δρέπω indoeuropäisch (Wurzel) *dhrebh-


δρίμες

δρίμες Koine-Griechisch δρίμαι (ψύχος) altgriechisch δριμύς


δριμόνι

δριμόνι Etymologie fehlt


δριμύς

δριμύς altgriechisch δριμύς


δριμύτητα

δριμύτητα altgriechisch δριμύτης


δρόγη

δρόγη französisch drogue (φάρμακο) mittelniederländisch droge proto-deutsch *draugiz proto-indogermanisch *dʰereuǵʰ- / *dʰerǵʰ- *dʰer- (κρατώ, υποστηρίζω)


δρομάδα

δρομάδα altgriechisch δρομάς


δρομαίως


δρομέας

δρομέας altgriechisch δρομεύς δρόμος (2. (Lehnbedeutung) englisch cursor)


δρομικός

δρομικός δρόμος


δρομολόγηση

δρομολόγηση δρομολογώ + -ση


δρομολόγιο

δρομολόγιο δρόμο(ς) + -ο- + -λόγιο



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback