Griechische Wörter mit Koine-Griechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



αρχαΐζω

αρχαΐζω Koine-Griechisch ἀρχαΐζω


αρχαιόθεν

αρχαιόθεν Koine-Griechisch ἀρχαιόθεν


αρχαϊστής

αρχαϊστής französisch archaïste archaïsme lateinisch archaismus archaismos Koine-Griechisch ἀρχαϊσμός (αντιδάνειο)


αρχέγονος

αρχέγονος Koine-Griechisch ἀρχέγονος ἀρχή + -γονος ( γίγνομαι)


αρχειοφύλακας

αρχειοφύλακας Koine-Griechisch ἀρχειοφύλαξ


αρχέτυπο

1 αρχέτυπο Koine-Griechisch ἀρχέτυπον, Maskulinum von ἀρχέτυπος altgriechisch ἀρχή + τύπος


αρχίδι

αρχίδι mittelgriechisch ἀρχίδι ἀρχίδια τὰ 'ρχίδια τὰ ὀρχίδια Koine-Griechisch ὀρχίδιον, υποκοριστικό του ὄρχις (altgriechisch )


αρχιεπίσκοπος

αρχιεπίσκοπος Koine-Griechisch ἀρχιεπίσκοπος ἀρχι- + ἐπίσκοπος


αρχιληστής

αρχιληστής Koine-Griechisch ἀρχιλῃστής ἀρχι- + λῃστής


αρχιμανδρίτης

αρχιμανδρίτης Koine-Griechisch ἀρχιμανδρίτης ἀρχι- + μάνδρα


αρχιμηνιά

αρχιμηνιά mittelgriechisch αρχιμηνιά[1] Koine-Griechisch ἀρχιμηνία[2] ἀρχι- + altgriechisch μήν


αρχιτελώνης

αρχιτελώνης Koine-Griechisch ἀρχιτελώνης altgriechisch ἀρχή + τελώνης τέλος indoeuropäisch (Wurzel) *kʷel- (κινώ, στρίβω)


αρχολίπαρος

αρχολίπαρος Koine-Griechisch αρχή + λιπαρῶ (=επιθυμώ, επιζητώ)


αρωματικός

αρωματικός Koine-Griechisch ἀρωματικός altgriechisch ἄρωμα ἀρόω indoeuropäisch (Wurzel) *h₂erh₃- (οργώνω) (2. (Lehnbedeutung) englisch aromatic)


ασβέστιο

ασβέστιο Koine-Griechisch ἀσβέστιον altgriechisch ἄσβεστος


ασεβώς

ασεβώς Koine-Griechisch ἀσεβῶς altgriechisch ἀσεβής


ασελγώ

ασελγώ Koine-Griechisch ἀσελγέω altgriechisch ἀσελγής


ασκανδάλιστα

ασκανδάλιστα ασκανδάλιστος + -α Koine-Griechisch ἀσκανδάλιστος σκάνδαλον


ασκανδάλιστος

ασκανδάλιστος Koine-Griechisch ἀσκανδάλιστος σκάνδαλον


άσκαυλος

άσκαυλος ασκός + αυλός + -ος (πβ. Koine-Griechisch ἀσκαύλης)


ασκεπής

ασκεπής Koine-Griechisch ἀσκεπής


ασκητήριο

ασκητήριο Koine-Griechisch ἀσκητήριον (2. (Lehnbedeutung) französisch ermitage)


ασκί

ασκί mittelgriechisch ασκί(ν) Koine-Griechisch ἀσκίον, υποκοριστικό της αρχαίας ελληνικής λέξης ἀσκός


Ασμοδαίος

Ασμοδαίος Koine-Griechisch Ἀσμοδαῖος hebräisch אשמדאי‎


ασπλαχνία

ασπλαχνία Koine-Griechisch ἀσπλαγχνία


άσπονδος

άσπονδος Koine-Griechisch ἄσπονδος ἀ- στερητικό + σπονδή


ασπράδα

ασπράδα mittelgriechisch ασπράδα Koine-Griechisch ἄσπρος lateinisch asper proto-indogermanisch *h₂esp- (κόβω)


ασπρίλα

ασπρίλα άσπρος + -ίλα Koine-Griechisch ἄσπρος lateinisch asper proto-indogermanisch *h₂esp- (κόβω)


ασπροπάρι

ασπροπάρι *ασπογυπάρι Koine-Griechisch ἄσπρος ( lateinisch asper) + altgriechisch γυπάριον, υποκοριστικό του γύψ


άσπρος

άσπρος Koine-Griechisch ἄσπρος lateinisch asper proto-indogermanisch *h₂esp- (κόβω)


αστεΐζομαι

αστεΐζομαι Koine-Griechisch ἀστεΐζομαι


αστειότητα

αστειότητα Koine-Griechisch ἀστειότης


αστενοχώρητος

αστενοχώρητος Koine-Griechisch ἀστενοχώρητος


αστερίσκος

αστερίσκος (λόγιο) Koine-Griechisch ἀστερίσκος[1] ἀστήρ, ἀστερ- + υποκοριστικό επίθημα -ίσκος


αστεροειδής

Koine-Griechisch ἀστεροειδής von ἀστέριον (υποκοριστικό des altgriechischen ἀστήρ) + επίθημα -ειδής: που μοιάζει με αστέρα.


αστεροσκόπος

αστεροσκόπος Koine-Griechisch ἀστεροσκόπος


αστιξία

αστιξία Koine-Griechisch ἀστιξία altgriechisch στίζω


αστοχία

αστοχία Koine-Griechisch ἀστοχία ἀ- + altgriechisch στόχος + -ία


αστοχώ

αστοχώ Koine-Griechisch ἀστοχέω / ἀστοχῶ


αστραπηδόν

αστραπηδόν Koine-Griechisch ἀστραπηδόν


αστρολογία

αστρολογία Koine-Griechisch ἀστρολογία (ίδια σημασία) altgriechisch ἀστρολογία (αστρονομία)


αστυσία

αστυσία Koine-Griechisch ἀστυσία


ασυγκίνητα

ασυγκίνητα ασυγκίνητος + -α Koine-Griechisch ἀσυγκίνητος altgriechisch συγκινέω / συγκινῶ σύν + κινέω / κινῶ


ασυγκίνητος

ασυγκίνητος Koine-Griechisch ἀσυγκίνητος altgriechisch συγκινέω / συγκινῶ σύν + κινέω / κινῶ


ασύγκριτος

ασύγκριτος Koine-Griechisch ἀσύγκριτος


ασυδοσία

ασυδοσία ασύδοτος mittelgriechisch *ασύνδοτος (=αυτός που έχει απαλλαγεί από τη φορολογία) ἀ- + Koine-Griechisch συνδίδωμι σύν + altgriechisch δίδωμι


ασυμπαθής

ασυμπαθής Koine-Griechisch ἀσυμπαθής


ασυμπάθητος

ασυμπάθητος Koine-Griechisch ἀσυμπάθητος συμπαθέω


ασυμπαθώς

ασυμπαθώς Koine-Griechisch ἀσυμπαθῶς ἀσυμπαθής altgriechisch συμπαθής


ασυναίσθητα

ασυναίσθητα ασυναίσθητος + -α Koine-Griechisch ἀσυναίσθητος altgriechisch συναισθάνομαι σύν + αἰσθάνομαι indoeuropäisch (Wurzel) *h₂ewisd- *h₂ew- (βλέπω, παρατηρώ)


ασυνέπεια

ασυνέπεια α- + συνέπεια Koine-Griechisch συνέπεια σύν + altgriechisch ἔπος ϝέπος ‎ proto-griechisch *wékʷos indoeuropäisch (Wurzel) *wékʷos *wekʷ- ‎(μιλώ) ((Lehnübersetzung) französisch inconséquence)


ασυνέχεια

ασυνέχεια ασυνεχής + -εία Koine-Griechisch ἀσυνεχής ἀ- + altgriechisch συνεχής συνέχω σύν + ἔχω


ασφαλίζω

ασφαλίζω Koine-Griechisch ἀσφαλίζω altgriechisch ἀσφαλής ἀ- + σφάλλω (2. (Lehnbedeutung) englisch insure)


ασφαλτώνω

ασφαλτώνω Koine-Griechisch ἀσφαλτῶ


ασφυκτιώ

ασφυκτιώ Koine-Griechisch ἀσφυκτέω ἄσφυκτος altgriechisch σφύζω


ασχόλημα

ασχόλημα Koine-Griechisch ἀσχόλημα


ατίθασος

ατίθασος Koine-Griechisch ἀτίθασος


ατιμασμός

ατιμασμός Koine-Griechisch ἀτιμασμός


ατιμαστής

ατιμαστής Koine-Griechisch ἀτιμαστής altgriechisch ἀτιμαστήρ


ατόπημα

ατόπημα Koine-Griechisch ἀτόπημα ἀ- + altgriechisch τόπος


ατρύπητος

ατρύπητος Koine-Griechisch ἀτρύπητος


αττικιστής

αττικιστής Koine-Griechisch ἀττικιστής


αυγίτης

αυγίτης Koine-Griechisch αὐγίτης


αυγό

αυγό mittelgriechisch αυγό(ν) / αβγό(ν) Koine-Griechisch ὠόν altgriechisch ᾠόν ᾠϝόν proto-griechisch *ōyyón proto-indogermanisch *h₂ōwyóm ‎(αυγό) *h₂éwis ‎(πουλί) (από τη συνεκφορά: τὰ ᾠά > ταωά > ταουγά > ταβγά > τ’ αβγά > αβγό· πβ. αφτί)


Αύγουστος

Αύγουστος Koine-Griechisch Αὔγουστος lateinisch Augustus augustus (σεβαστός) augeo proto-italienisch *augeō proto-indogermanisch *h₂owg-éye-ti *h₂ewg- (αυξάνω)


αυθαδιάζω

αυθαδιάζω mittelgriechisch αυθαδιάζω Koine-Griechisch αὐθαδιάζομαι altgriechisch αὐθαδίζομαι αὐθάδης


αυθεντία

αυθεντία (λόγιο) Koine-Griechisch αὐθεντία (απόλυτη εξουσία), Lehnbedeutung από τη französisch autorité[1]


αυλαία

αυλαία Koine-Griechisch αὐλαία altgriechisch αὐλή indoeuropäisch (Wurzel) *h₂ew- (διανυκτερεύω)


αυλάκι

αυλάκι mittelgriechisch αυλάκι(ν) Koine-Griechisch αὐλάκιον, υποκοριστικό του αὖλαξ


αυλάρχης

αυλάρχης Koine-Griechisch αὐλάρχης αὐλή + -άρχης


αυλήτρια

αυλήτρια Koine-Griechisch αὐλήτρια


αυλικός

αυλικός Koine-Griechisch αὐλικός altgriechisch αὐλή indoeuropäisch (Wurzel) *h₂ew- (παρατηρώ, κοιτάζω, φυλάγω)


αυξομειώνω

αυξομειώνω Koine-Griechisch αὐξομειόω / αὐξομειῶ


αυξομείωση

αυξομείωση Koine-Griechisch αὐξομείωσις


αυταρχία

αυταρχία Koine-Griechisch αὐταρχία ((Lehnbedeutung) französisch autocratie)


αυτενέργεια

αυτενέργεια Koine-Griechisch αὐτενέργεια altgriechisch αὐτός + ἐνέργεια ἔργον


αυτεξούσιος

αυτεξούσιος Koine-Griechisch αὐτεξούσιος. Μορφολογικά: εαυτός + εξουσιάζω


αυτεπαγγέλτως

αυτεπαγγέλτως Koine-Griechisch αὐτεπαγγέλτως


αυτοβιογραφία

αυτοβιογραφία (entlehnt aus) französisch autobiographie αυτο- + Koine-Griechisch βιογραφία


αυτοβουλία

αυτοβουλία Koine-Griechisch αὐτοβουλία


αυτοδικία

αυτοδικία αυτοδικώ + -ία Koine-Griechisch αὐτοδικέω / αὐτοδικῶ altgriechisch αὐτός + δίκη


αυτοδικώ

αυτοδικώ Koine-Griechisch αὐτοδικέω / αὐτοδικῶ altgriechisch αὐτόδικος αὐτός + δίκη


αυτοκέφαλος

αυτοκέφαλος Koine-Griechisch αὐτοκέφαλος


αυτοκράτειρα

αυτοκράτειρα Koine-Griechisch αὐτοκράτειρα


αυτολεξεί

αυτολεξεί Koine-Griechisch αὐτολεξεί αὐτός + altgriechisch λέξις λέγω


αυτομόληση

αυτομόληση Koine-Griechisch αὐτομόλησις altgriechisch αὐτομολῶ


αυτόμολος

αυτόμολος (λόγιο) Koine-Griechisch αὐτόμολος altgriechisch αὐτομολῶ


αυτοπάθεια

αυτοπάθεια Koine-Griechisch αὐτοπάθεια


αυτοπρόσωπος

αυτοπρόσωπος Koine-Griechisch αὐτοπρόσωπος


αυτοπροσώπως

αυτοπροσώπως Koine-Griechisch αὐτοπροσώπως altgriechisch αὐτοπρόσωπος αὐτός + πρόσωπον


αυτοφαγία

αυτοφαγία (entlehnt aus) französisch autophagie Koine-Griechisch αὐτοφάγος


αυτοχειριάζομαι

αυτοχειριάζομαι αυτόχειρας + -ιάζομαι (πβ. Koine-Griechisch αὐτοχειρίζω)


αυτοψία

αυτοψία Koine-Griechisch αὐτοψία αὐτός + ὄψις


αφαίμαξη

αφαίμαξη Koine-Griechisch ἀφαίμαξις


αφαιρέτης

αφαιρέτης Koine-Griechisch ἀφαιρέτης


αφάνα

αφάνα Koine-Griechisch ἀφάνα (άγνωστης ετυμολογίας)


αφανισμός

αφανισμός Koine-Griechisch ἀφανισμός altgriechisch ἀφανίζω ἀφανής + -ίζω


αφανιστής

αφανιστής Koine-Griechisch ἀφανιστής


αφεντιά

αφεντιά mittelgriechisch αφεντιά Koine-Griechisch αὐθεντία


αφεντικός

αφεντικός mittelgriechisch ἀφεντικός Koine-Griechisch αὐθεντικός altgriechisch αὐθέντης[1] / αὐτοέντης αὐτός +‎ *ἕντης ( proto-indogermanisch *senh₁-: ετοιμάζω, επιτυγχάνω)



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback