Griechische Wörter mit altgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



αυξαίνω

αυξαίνω mittelgriechisch αυξαίνω altgriechisch αὐξάνω


αυτοχειρί

αυτοχειρί altgriechisch αὐτοχειρί


ανδράδελφος

ανδράδελφος mittelgriechisch ἀνδράδελφος / αντράδελφος Koine-Griechisch ἀνδράδελφος altgriechisch ἀνήρ + ἀδελφός


φυλογονία

φυλογονία (entlehnt aus) französisch phylogénie altgriechisch φύλον + γίγνομαι


εμφιλοχωρώ

εμφιλοχωρώ Koine-Griechisch ἐμφιλοχωρέω / ἐμφιλοχωρῶ altgriechisch φιλοχωρέω / φιλοχωρῶ φίλος + χῶρος


πτίλωμα

πτίλωμα πτίλο + -ωμα altgriechisch πτίλον πέτομαι indoeuropäisch (Wurzel) *peth₂- (πετώ)


μοσχεύω

μοσχεύω altgriechisch μόσχος + -εύω


αναγελώ

αναγελώ altgriechisch ἀναγελάω / ἀναγελῶ γελάω / γελῶ


σεληνογραφία

σεληνογραφία französisch sélénographie altgriechisch Σελήν(η) + -ο- + -γραφία


επιμετρώ

επιμετρώ altgriechisch ἐπιμετρέω / ἐπιμετρῶ


ένθημα

ένθημα λόγιο Koine-Griechisch ἔνθημα ("βαλμένο εντός") εν- + -θημα altgriechisch ἐντίθημι[1] ἐν- + τίθημι


δολιχοδρομώ

δολιχοδρομώ altgriechisch δολιχοδρομέω / δολιχοδρομῶ δόλιχος (δολιχός) + δρόμος


αναβρύζω

αναβρύζω mittelgriechisch ἀναβρύζω altgriechisch ἀναβρύω


ψέκτης

ψέκτης altgriechisch ψέκτης


αιθριάζω

αιθριάζω altgriechisch αἰθριάζω αἴθριος


ελαιόμετρο

ελαιόμετρο (entlehnt aus) französisch oléomètre altgriechisch ἐλαία + μέτρον


καμινευτής

καμινευτής Koine-Griechisch καμινευτής καμινεύω altgriechisch κάμινος


βουλλώνω

βουλλώνω altgriechisch βουλλόω


υδρεύω

υδρεύω altgriechisch ὑδρεύω ὕδωρ


αντιζυγία

αντιζυγία Koine-Griechisch ἀντιζυγία altgriechisch ἀντίζυγος ἀντί + ζυγός


αραχνώδης

αραχνώδης altgriechisch ἀραχνώδης / ἀραχνιώδης / ἀραχνοειδής ἀράχνη


ομοφωνώ

ομοφωνώ altgriechisch ὁμοφωνέω / ὁμοφωνῶ ὁμόφωνος ὁμοῦ + φωνή


εκλαμπρότητα

εκλαμπρότητα mittelgriechisch ἐκλαμπρότης Koine-Griechisch ἔκλαμπρος ἐκ + altgriechisch λαμπρός


αφυΐα

αφυΐα altgriechisch ἀφυΐα


ευμάλακτος

ευμάλακτος Koine-Griechisch εὐμάλακτος altgriechisch εὖ + μαλάσσω


ασσυριολόγος

ασσυριολόγος (entlehnt aus) französisch assyriologue altgriechisch Ἀσσυρία akkadisch ???????????????? (Aššūrāyu) ???????? (Aššur: η πρωτεύουσα του κράτους τους) + -λόγος


αναψύχω

αναψύχω altgriechisch ἀνά + ψύχω


οχεύω

οχεύω (λόγιο) altgriechisch ὀχεύω


ιριδίζω

ιριδίζω ίριδα + -ίζω altgriechisch ἶρις ((Lehnübersetzung) (γαλλικά) iriser)


ξελεπίζω

ξελεπίζω altgriechisch ἐκλεπίζω


διασκέλισμα

διασκέλισμα mittelgriechisch διασκέλισμα διασκελίζω Koine-Griechisch διασκελίζομαι διά + altgriechisch σκέλος


άλλαντα

άλλαντα altgriechisch ἀλλᾶντες, Mehrzahl von ἀλλᾶς


στελεχώνω

στελεχώνω altgriechisch στελεχῶ (δημιουργώ κορμό) στέλεχος (κορμός φυτού)


θηλυκωτήρι

θηλυκωτήρι mittelgriechisch θηλυκωτήρι θηλυκώνω altgriechisch θῆλυς


άγρευση

άγρευση Koine-Griechisch ἄγρευσις altgriechisch ἀγρεύω


οστίτιδα

οστίτιδα (entlehnt aus) englisch ostitis altgriechisch ὀστοῦν


ημεραλωπία

ημεραλωπία französisch héméralopie neulateinisch hemeralopia altgriechisch ἡμεράλωψ ἡμέρα + ἀλαός + ὤψ (αντιδάνειο)


εικοτολογώ

εικοτολογώ Koine-Griechisch εἰκοτολογέω / εἰκοτολογῶ altgriechisch εἰκοτολογία


διασαλεύω

διασαλεύω altgriechisch διασαλεύω διά + σαλεύω σάλος


βατώδης

βατώδης Koine-Griechisch βατώδης altgriechisch βάτος + -ώδης


ανασαλεύω

ανασαλεύω Koine-Griechisch ἀνασαλεύω altgriechisch σαλεύω σάλος


υπομονεύω

υπομονεύω Koine-Griechisch ὑπονομεύω altgriechisch ὑπόνομος ὑπονέμομαι ὑπό + νέμω


ελάτινος

ελάτινος altgriechisch ἐλάτινος


απολογιέμαι

απολογιέμαι απολογούμαι altgriechisch ἀπολογοῦμαι


αποκαθίσταμαι

αποκαθίσταμαι altgriechisch ἀποκαθίσταμαι, μέση φωνή του ἀποκαθίστημι


επιστεγάζω

επιστεγάζω altgriechisch ἐπιστεγάζω ἐπί + στεγάζω


ιδανικεύω

ιδανικεύω ιδανικό + -εύω ιδανικός Koine-Griechisch ἰδανικός altgriechisch ἰδέα ἰδεῖν εἶδον εἴδω indoeuropäisch (Wurzel) *weyd- (βλέπω, γνωρίζω) ((Lehnübersetzung) französisch idéaliser)


βολοκοπώ

βολοκοπώ altgriechisch βωλοκοπέω / βωλοκοπῶ


ανδρωνίτης

ανδρωνίτης altgriechisch ἀνδρωνῖτις ἀνδρών ἀνήρ


ανταπαιτητής

ανταπαιτητής ανταπαιτώ + -τής Koine-Griechisch ἀνταπαιτέω / ἀνταπαιτῶ altgriechisch ἀπαιτέω / ἀπαιτῶ αἰτέω / αἰτῶ indoeuropäisch (Wurzel) *h₂eiti


σοδιάζω

σοδιάζω mittelgriechisch σοδιάζω ἐσοδιάζω Koine-Griechisch εἰσοδιάζω εἰσόδιος altgriechisch εἴσοδος εἰς + ὁδός


περιυβρίζω

περιυβρίζω altgriechisch περιυβρίζω περί + ὑβρίζω


καθετηρίαση

καθετηρίαση καθετηριάζω + -ση Koine-Griechisch καθετηρίζω καθετήρ altgriechisch καθίημι ἵημι


ομοφρονώ

ομοφρονώ altgriechisch ὁμοφρονέω / ὁμοφρονῶ


κακόλογος

κακόλογος mittelgriechisch κακόλογος altgriechisch κακολόγος


ευτρεπίζω

ευτρεπίζω altgriechisch εὐτρεπίζω εὖ + τρέπω


αποχετεύω

αποχετεύω altgriechisch ἀποχετεύω


λειμωνίτης

λειμωνίτης altgriechisch λειμών


πατόξυλο

πατόξυλο (altgriechisch ) πάτος (=πάτωμα) + ξύλο


αναμπαίζω

αναμπαίζω mittelgriechisch ἀναμπαίζω και ἀνεμπαίζω altgriechisch ἀνά και ἐμπαίζω


αλληγόρημα

αλληγόρημα αλληγορώ + -μα altgriechisch ἀλληγορέω


αυτοδικώ

αυτοδικώ Koine-Griechisch αὐτοδικέω / αὐτοδικῶ altgriechisch αὐτόδικος αὐτός + δίκη


αποσκορακισμός

αποσκορακισμός Koine-Griechisch ἀποσκορακισμός ἀποσκορακίζω ἀπό + ἐς κόρακας altgriechisch κόραξ


ανάδομα

ανάδομα Koine-Griechisch ἀνάδομα altgriechisch ἀναδίδωμι δίδωμι indoeuropäisch (Wurzel) *dédeh₃- *deh₃- (δίνω)


εγωτιστής

εγωτιστής (entlehnt aus) englisch egotist egotism altgriechisch ἐγώ


απαρρησίαστος

απαρρησίαστος Koine-Griechisch ἀπαρρησίαστος altgriechisch πᾶς + ῥῆσις


ανδρώνω

ανδρώνω altgriechisch ἀνδρόω


χυλώνω

χυλώνω altgriechisch χυλόω / χυλῶ + -ώνω


αποδίνω

αποδίνω altgriechisch ἀποδίδωμι


δράχνω

δράχνω mittelgriechisch δράχνω altgriechisch δράττομαι proto-griechisch *dr̥kʰ


υψηλόφρονας

υψηλόφρονας altgriechisch ὑψηλόφρων ὑψηλός + φρονέω ( φρήν)


αγκουρέτο

αγκουρέτο italienisch ancoretta, υποκοριστικό του ancora lateinisch ancora altgriechisch ἄγκυρα (αντιδάνειο) indoeuropäisch (Wurzel) *ang-


θερμοκαυτήρας

θερμοκαυτήρας (entlehnt aus) englisch thermocautère altgriechisch θερμός + καυτήρ καίω


ζηλοτυπώ

ζηλοτυπώ altgriechisch ζηλοτυπέω ζηλότυπος


ιωδισμός

ιωδισμός (entlehnt aus) französisch iodisme iode altgriechisch ἰώδης ἴον


εποχούμαι

εποχούμαι altgriechisch ἐποχοῦμαι


βρομόγλωσσα

βρομόγλωσσα βρόμα ( altgriechisch βρομέω / βρομῶ βρέμω) + -ο- + γλώσσα ( altgriechisch γλῶσσα)


άσεβος

άσεβος ασεβής + -ος altgriechisch ἀσεβής σέβω σέβας proto-indogermanisch *tyegʷ- (αποφεύγω, υποκύπτω) (κατά το αβλαβής → άβλαβος)


προοιωνίζω

προοιωνίζω προοιωνίζομαι προ- + altgriechisch οἰωνίζομαι οἰωνός


ανθυποφορά

ανθυποφορά Koine-Griechisch ἀνθυποφορά altgriechisch ὑποφορά ὑποφέρω φέρω indoeuropäisch (Wurzel) *bʰer-


αλιπηγή

αλιπηγή altgriechisch ἅλς + πηγή


διαμαρτυρώ

διαμαρτυρώ altgriechisch διαμαρτυρέω-διαμαρτυρῶ


ξεπαρθενεύω

ξεπαρθενεύω mittelgriechisch ξεπαρθενεύω και ξεπαρθενίζω ξε και παρθενεία ἐξηπαρθενεύω μεταγενέστερη ή ίσως Koine-Griechisch ἐκπαρθενεύω altgriechisch παρθενία


γλυκόμηλο

γλυκόμηλο altgriechisch γλυκύμαλον


αγωνοθεσία

αγωνοθεσία Koine-Griechisch ἀγωνοθεσία altgriechisch ἀγωνοθέτης


ορνιός

ορνιός altgriechisch ἐρινεός


ορμίδι

ορμίδι mittelgriechisch ὁρμίδι altgriechisch ὁρμ(ιά) + ελληνιστικό επίθημα υποκοριστικών -ίδιον[1]


αφορμίζω

αφορμίζω mittelgriechisch αφορμίζω altgriechisch ἀφορμή


ραδιογωνιομετρία

ραδιογωνιομετρία (entlehnt aus) englisch radiogoniometry radio- ( radio lateinisch radius) + goniometry ( altgriechisch γωνία + μέτρον)


ενδείκνυμαι

ενδείκνυμαι altgriechisch ἐνδείκνυμαι ἐνδείκνυμι


αραθυμώ

αραθυμώ mittelgriechisch αραθυμώ αράθυμος altgriechisch ῥᾴθυμος


αγλαΐζω

αγλαΐζω altgriechisch ἀγλαΐζω


άπηκτος

άπηκτος altgriechisch ἄπηκτος ἀ- + πηκτός πήγνυμι


ισκιώνω

ισκιώνω ίσκι(ος) + -ώνω altgriechisch σκιά


Απριλομάης

Απριλομάης Απρίλης ( lateinisch aprilis ετρουσκικά Apru αρχαία ελληνικά Ἀφρώ Ἀφροδίτη (αντιδάνειο)) + -ο- + Μάης ( Μάιος Koine-Griechisch Μάιος lateinisch Maius Maia altgriechisch Μαῖα (αντιδάνειο) μαῖα proto-indogermanisch *méh₂tēr)


άφραγος

άφραγος άφρακτος altgriechisch ἄφρακτος


αιωρώ

αιωρώ altgriechisch αἰωρέω / αἰωρῶ


νικέλωση

νικέλωση νικελώνω + -ση νίκελ deutsch Nickel Kupfernickel Kupfer + Nickel ( Nikolaus lateinisch Nicolaus altgriechisch Νικόλαος (αντιδάνειο) νίκη + λαός)


γρηγοροσύνη

γρηγοροσύνη mittelgriechisch γρηγοροσύνη γρήγορος Koine-Griechisch ἐγρήγορος altgriechisch ἐγείρω proto-indogermanisch *h₁ger-


αλλοδοξία

αλλοδοξία αλλο- + -δοξία altgriechisch ἀλλοδοξία



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback