Griechische Wörter mit altgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



μισθοδοτώ

μισθοδοτώ altgriechisch μισθοδοτέω / μισθοδοτῶ μισθός + δίδωμι


σταδιοδρομώ

σταδιοδρομώ altgriechisch σταδιοδρομέω / σταδιοδρομῶ στάδιον + δρόμος ((Lehnübersetzung) französisch faire carrière)


διεκτραγωδώ

διεκτραγωδώ διά + Koine-Griechisch ἐκτραγῳδέω / ἐκτραγῳδῶ ἐκ + altgriechisch τραγῳδέω / τραγῳδῶ τράγος + ᾄδω


απόχρεμμα

απόχρεμμα altgriechisch ἀπόχρεμμα


χρησμοδοτώ

χρησμοδοτώ Koine-Griechisch χρησμοδοτέω / χρησμοδοτῶ altgriechisch χρησμός + δίδωμι


προσεδαφίζω

προσεδαφίζω altgriechisch προσεδαφίζω πρός + ἔδαφος ((Lehnübersetzung) französisch atterrir)


λογοκόπος

λογοκόπος λογο(κοπώ) (altgriechisch λογο-, λογοκοπέω, -ῶ) + -κόπος (αναδρομικός σχηματισμός)[1]


ιερακοτρόφος

ιερακοτρόφος Koine-Griechisch ἱερακοτρόφος altgriechisch ἱέραξ + τρέφω -τρόφος


ακροβολίζομαι

ακροβολίζομαι altgriechisch ἀκροβολίζομαι ἀκροβολισμός ἀκροβόλος ἀκρο- + -βόλος βάλλω


ανασκελάς

ανασκελάς πιθανόν von altgriechisch ὀνοσκελής, δηλαδή που έχει πόδια όνου


αμπόδεμα

αμπόδεμα απόδεμα αποδένω + -μα altgriechisch ἀποδέω / ἀποδῶ δέω / δῶ


απλογραφία

απλογραφία (entlehnt aus) englisch haplography altgriechisch ἁπλοῦς + γράφω (1. (Lehnbedeutung) englisch single-entry)


ασυμπαθώς

ασυμπαθώς Koine-Griechisch ἀσυμπαθῶς ἀσυμπαθής altgriechisch συμπαθής


εποικώ

εποικώ altgriechisch ἐποικέω / ἐποικῶ


διάχρυσος

διάχρυσος Koine-Griechisch διάχρυσος διά + altgriechisch χρυσός


ψυχοδυναμισμός

ψυχοδυναμισμός ψυχοδυναμικός + -ισμός (entlehnt aus) englisch psychodynamic altgriechisch ψυχή + Koine-Griechisch δυναμικός


περιττολογώ

περιττολογώ altgriechisch περιττολογέω/περισσολογέω περισσολόγος (αττικό περιττολόγος) περισσός/περιττός + λέγω


εκκαλώ

εκκαλώ altgriechisch ἐκκαλέω / ἐκκαλῶ


αποθαλασσιά

αποθαλασσιά mittelgriechisch ἀποθαλασσία ἀπό + altgriechisch θάλασσα


αεροβασία

αεροβασία altgriechisch ἀεροβάτης


εκχυλίζω

εκχυλίζω altgriechisch ἐκχυλίζω


αορτίτιδα

αορτίτιδα (entlehnt aus) englisch aortitis altgriechisch ἀορτή ἀείρω proto-griechisch *aweřřō indoeuropäisch (Wurzel) *h₂wer- + *-yéti


συναπαντώ

συναπαντώ altgriechisch συναπαντάω, συναπαντῶ[1] συν- + ἀπαντάω


αμαυρότητα

αμαυρότητα altgriechisch ἀμαυρότης ἀμαυρός


ζοχαδιάζω

ζοχαδιάζω ζοχάδα + -ιάζω mittelgriechisch ζοχάδες Koine-Griechisch ἐσοχάδες ἐσοχή εἰσοχή altgriechisch εἰσέχω ἔχω


απεψία

απεψία altgriechisch ἀπεψία


απαγκιάζω

απαγκιάζω απάγκιος + -άζω ἀπό + altgriechisch ἄγκος


διαγραμμίζω

διαγραμμίζω Koine-Griechisch διαγραμμίζω διά + γραμμίζω altgriechisch γραμμή γράφω indoeuropäisch (Wurzel) *gerbʰ- (χαράσσω)


απολλύω

απολλύω altgriechisch ἀπόλλυμι


υλοτομώ

υλοτομώ altgriechisch ὑλοτομέω, -ῶ ὑλοτόμος


μελισσοτρόφος

μελισσοτρόφος altgriechisch μελισσοτρόφος (χαρακτηρισμός για χώρα).[1] Συγχρονικά αναλύεται σε μελισσο- + -τρόφος


δολιχοδρομία

δολιχοδρομία altgriechisch δολιχοδρόμος + -ία δόλιχος (δολιχός "μακρύς") + δρόμος. Συγχρονικά αναλύεται σε δόλιχ(ος) + -ο- + -δρομία


ανασάλεμα

ανασάλεμα ανασαλεύω + -μα Koine-Griechisch ἀνασαλεύω altgriechisch σαλεύω σάλος


οικουρώ

οικουρώ altgriechisch οἰκουρῶ οἰκουρός οἰκο- + ϝορός ( ὁρῶ)


ξεροφαγία

ξεροφαγία mittelgriechisch ξεροφαγία altgriechisch ξηρός + -φαγία


λυσσιάρης

λυσσιάρης mittelgriechisch λυσσιάρης altgriechisch λύσσα


απαρχαιώνω

απαρχαιώνω altgriechisch ἀπαρχαιόομαι / ἀπαρχαιοῦμαι ἀπό + ἀρχαιόομαι / ἀρχαιοῦμαι ἀρχαῖος ἀρχή


ακολασταίνω

ακολασταίνω altgriechisch ἀκολασταίνω ἀκόλαστος κολάζω


δυσεντερικός

δυσεντερικός altgriechisch δυσεντερία


φιλόφρονας

φιλόφρονας altgriechisch φιλόφρων φίλος + φρήν


ζουλίζω

ζουλίζω mittelgriechisch altgriechisch διυλίζω


εισπλέω

εισπλέω altgriechisch εἰσπλέω


αποσώνω

αποσώνω altgriechisch ἀποσώζω


άμβλωμα

άμβλωμα Koine-Griechisch ἄμβλωμα altgriechisch ἀμβλύς


χλωροφορμίζω

χλωροφορμίζω (entlehnt aus) französisch chloroformiser chloroforme chloro- ( altgriechisch χλωρός) + -forme lateinisch -formis forma)


συναλλάζω

συναλλάζω altgriechisch συναλλάσσω


βολοκόπος

βολοκόπος altgriechisch βωλοκόπος


ψυχογένεση

ψυχογένεση (entlehnt aus) deutsch Ρsychogenesis altgriechisch ψυχή + γένεσις


επιφοιτώ

επιφοιτώ altgriechisch ἐπιφοιτῶ


ταπετσάρω

ταπετσάρω italienisch tappezzare spätlateinisch *tapitiare *tapitium Koine-Griechisch τᾰπήτιον altgriechisch τάπης (αντιδάνειο)


ακαινοτόμητος

ακαινοτόμητος Koine-Griechisch ἀκαινοτόμητος altgriechisch καινοτομέω / καινοτομῶ καινοτόμος καινός + τέμνω


καταξιώνω

καταξιώνω altgriechisch καταξιώνω


συμποσιαστής

συμποσιαστής Koine-Griechisch συμποσιαστής altgriechisch συμπόσιον


μορμολύκειο

μορμολύκειο altgriechisch μορμολύκειον μορμολύττομαι Μορμώ


εφηλίδα

εφηλίδα Katharevousa εφηλίς altgriechisch ἐφηλίς ἐπί + ἧλος


επελαύνω

επελαύνω altgriechisch ἐπελαύνω


αυτογαμία

αυτογαμία (entlehnt aus) französisch autogamie altgriechisch αὐτός + γαμέω


αντικάμαρα

αντικάμαρα italienisch anticamera anti- + camera lateinisch camera / camara altgriechisch καμάρα (αντιδάνειο) indoeuropäisch (Wurzel) *kam- (καμπή)


υποσμία

υποσμία (entlehnt aus) englisch hyposmia altgriechisch ὑπό + ὀσμή


εμβατίκια

εμβατίκια mittelgriechisch ἐμβατίκιον Koine-Griechisch ἐμβατικός altgriechisch ἐμβαίνω βαίνω


αντίφραση

αντίφραση Koine-Griechisch ἀντίφρασις ἀντιφράζω ἀντι- + altgriechisch φράζω


ευλογητάριο

ευλογητάριο mittelgriechisch εὐλογητάριον Koine-Griechisch εὐλογητός altgriechisch εὐλογέω


αντονομασία

αντονομασία Koine-Griechisch ἀντονομασία ἀντι- + altgriechisch ὀνομασία


υπερχειλίζω

υπερχειλίζω mittelgriechisch υπερχειλώ + -ίζω Koine-Griechisch ὑπερχειλής ὑπέρ + altgriechisch χεῖλος


αντιποιούμαι

αντιποιούμαι altgriechisch ἀντιποιοῦμαι


αναρθρία

αναρθρία (entlehnt aus) neulateinisch anarthria altgriechisch ἄναρθρος + -ία ἄρθρον ἀραρίσκω indoeuropäisch (Wurzel) *h₂er-


αγαπίζω

αγαπίζω mittelgriechisch ἀγαπίζω altgriechisch ἀγαπάω-ῶ


γεώμορο

γεώμορο mittelgriechisch γεώμορον, substantiviertes Adjektiv von Koine-Griechisch γεωμόρος (επίθετο: που οργώνει τη γη), von altgriechisch γεωμόρος (ουσιαστικό: που έχει μερίδιο γης) [1]


εκτραχηλίζομαι

εκτραχηλίζομαι altgriechisch ἐκτραχηλίζω τράχηλος


εξάποδος

εξάποδος altgriechisch ἐξάπους


συγκινησία

συγκινησία (entlehnt aus) französisch syncinésie altgriechisch συγκίνησις συγκινέω


αντέκταση

αντέκταση αντι- + έκταση Koine-Griechisch ἔκτασις (μετατροπή βραχείας συλλαβής σε μακρά) altgriechisch ἔκτασις ἐκτείνω ἐκ + τείνω


ενασκώ

ενασκώ Koine-Griechisch ἐνασκέω / ἐνασκῶ ἐν + altgriechisch ἀσκέω


μονοιάζω

μονοιάζω mittelgriechisch μονοιάζω ὁμονοιάζω altgriechisch ὁμόνοια ὁμοῦ + νόος / νοῦς


τειχοδομία

τειχοδομία Koine-Griechisch τειχοδομία τειχοδόμος altgriechisch τεῖχος + δομέω / δομῶ


αυτονομούμαι

αυτονομούμαι altgriechisch αὐτονομέομαι / αὐτονομοῦμαι


αλιζάρι

αλιζάρι französisch alizari καταλανικά alitzari arabisch العصارة (χυμός, εκχύλισμα) (ίσως ριζάρι mittelgriechisch ριζάριον altgriechisch ῥίζα)


σόδιασμα

σόδιασμα σοδιάζω + -μα mittelgriechisch σοδιάζω ἐσοδιάζω Koine-Griechisch εἰσοδιάζω altgriechisch εἴσοδος εἰς + ὁδός


θημωνιάζω

θημωνιάζω mittelgriechisch θημωνιάζω θημωνιά + -άζω Koine-Griechisch θημωνιά altgriechisch θημών τίθημι indoeuropäisch (Wurzel) *dʰédʰeh₁- *dʰeh₁-


διαμφισβητώ

διαμφισβητώ altgriechisch διαμφισβητέω / διαμφισβητῶ


γεροντίαση

γεροντίαση γεροντισμός (γεροντ-ισμός) + -ίαση (entlehnt aus) französisch gérontisme altgriechisch γέρων


καταπέμπω

καταπέμπω altgriechisch κατα- + πέμπω


ερείδομαι

ερείδομαι altgriechisch ἐρείδομαι


αναπλέω

αναπλέω altgriechisch ἀναπλέω ἀνά + πλέω


ρωπογραφία

ρωπογραφία altgriechisch ῥῶπος + -γραφία (ῥῶπος=μικρής αξίας, ασήμαντο), όρος από τα τέλη του 18ου αιώνα (στη διεθνή ορολογία έχει επικρατήσει με τον γαλλικό όρο scène de genre τον οποίο πρώτος χρησιμοποίησε ο Ντιντερό τον 18ο αιώνα)


εκλιπάρηση

εκλιπάρηση Koine-Griechisch ἐκλιπάρησις ἐκλιπαρέω / ἐκλιπαρῶ altgriechisch λιπαρέω / λιπαρῶ λιπαρής


ανασκουμπώνω

ανασκουμπώνω altgriechisch ἀνακομβόω (ξεκουμπώνω, ξεγυμνώνω)


λοιμικός

λοιμικός Koine-Griechisch λοιμικός altgriechisch λοιμός


εμπτυσμός

εμπτυσμός mittelgriechisch ἐμπτυσμός altgriechisch ἐμπτυσμός ἐμπτύω


αμπελοκόμος

αμπελοκόμος (λόγιο) mittelgriechisch ἀμπελοκόμος[1] altgriechisch ἄμπελος, Συγχρονικά αναλύεται σε αμπελο- + -κόμος


μνηστεύομαι

μνηστεύομαι altgriechisch μνηστεύομαι, μέση-παθητική φωνή του μνηστεύω


τραυλότητα

τραυλότητα altgriechisch τραυλότης τραυλός + -ότης


ενζυμοπάθεια

ενζυμοπάθεια (entlehnt aus) englisch enzymopathy deutsch Εnzym altgriechisch ἔν + ζύμη + πάσχω


διφυΐα

διφυΐα altgriechisch διφυΐα διφυής


αττικίζω

αττικίζω altgriechisch ἀττικίζω


αποτραβώ

αποτραβώ απο- + τραβώ mittelgriechisch τραβώ τραβίζω ταυρίζω ταύρος altgriechisch ταῦρος indoeuropäisch (Wurzel) *táwros


νυκτερεύω

νυκτερεύω altgriechisch νυκτερεύω νύκτερος νύξ


κορδώνω

κορδώνω mittelgriechisch κορδώνω κόρδα + -ώνω lateinisch chorda altgriechisch χορδή (αντιδάνειο) indoeuropäisch (Wurzel) *ǵʰer- (ποθώ, λαχταρώ)


αφηνίαση

αφηνίαση Koine-Griechisch ἀφηνίασις ἀφηνιάζω αφ- ( ἀπό) + altgriechisch ἡνία


διαπλατύνω

διαπλατύνω altgriechisch διαπλατύνω διά + πλατύνω πλατύς



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback