Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischκαταφορά altgriechisch καταφορά
ευ altgriechisch εὖ
ερέτης altgriechisch ἐρέτης
ελαστίνη (entlehnt aus) französisch élastine élastique neulateinisch elasticus altgriechisch ἐλαστός
δοξάζω altgriechisch δοξάζω δόξα + -άζω δοκέω / δοκῶ δέχομαι proto-indogermanisch *deḱ- (δέχομαι, παίρνω)
γιούλι altgriechisch ἴον + -ούλι
βιάζω altgriechisch βιάζω
απελευθερώνω mittelgriechisch ἀπελευθερώνω altgriechisch ἀπελευθερόω. Για σύγχρονους όρους, Lehnbedeutung από τη französisch libérer.[1] Συχρονικά αναλύεται σε (απο-) απ- + ελευθερώνω
ανίατος altgriechisch ἀνίατος ἀ- στερητικό + ἰάομαι, -ῶμαι (θεραπεύω) + -τος
αθήρωμα Koine-Griechisch ἀθήρωμα ἀθήρα / ἀθήρη altgriechisch ἀθάρη ((Lehnbedeutung) neulateinisch atheroma (ίδια σημασία) lateinisch atheroma Koine-Griechisch ἀθήρωμα)
αδημονία Koine-Griechisch ἀδημονία altgriechisch ἀδημονῶ ἀδήμων
αγκωνάρι mittelgriechisch ἀγκωνάριν altgriechisch ἀγκών
φλώρι χλωρίς altgriechisch χλωρίων (ο πρασινωπός ή πρασινούλης, λόγω του xρώματος του πτηνού φλώρος, ο οποίος σήμερα ταξινομείται ως chloris chloris)
τροφοδοτώ τροφή + -ο- + -δοτώ ( altgriechisch δίδωμι) Wort verwendet ab 1856
ρώγα altgriechisch ῥώξ, αιτιατική: ῥῶγα
κάμπτω (λόγιο) altgriechisch κάμπτω proto-indogermanisch *kh₂emp- (κάμπτω, λυγίζω)
δυσνόητος altgriechisch δυσνόητος
διαρπαγή altgriechisch διαρπαγή διαρπάζω διά + ἁρπάζω
δελφίνος Koine-Griechisch δελφῖνος δελφίν altgriechisch δελφίς ((Lehnbedeutung) französisch Dauphin)[1]
αφομοιώνω altgriechisch ἀφομοιόω / ἀφομοιῶ ἀπό + ὁμοιόω ὅμοιος (με δάσυνση του "π" σε "φ", λόγω του δασυνόμενου αρκτικού "ο")
Ασσυρία altgriechisch Ἀσσυρία akkadisch ???????????????? (Aššūrāyu) ???????? (Aššur) η πρωτεύουσα του κράτους τους
αναπηδώ altgriechisch ἀναπηδάω / ἀναπηδῶ
αλυχτώ mittelgriechisch αλυχτώ altgriechisch ὑλακτῶ
αλογόνο (entlehnt aus) französisch halogène halo- ( altgriechisch ἅλς) + -gène ( altgriechisch -γόνος γίγνομαι)
αισχρολογία altgriechisch αἰσχρολογία αἰσχρός + λόγος
περίδρομος altgriechisch περίδρομος περί + δρόμος (το σχοινί που είναι δεμένο ολόγυρα στην άκρη του διχτυού)
παλιγγενεσία Koine-Griechisch παλιγγενεσία altgriechisch πάλιν + γένεσις
ουτιδανός altgriechisch οὐτιδανός> οὔτις, "κανείς" (οὐ, αρνητικό μόριο + τις, αόριστη αντωνυμία) + παραγωγικό επίθημα -ανός ( με διατήρηση αρχαιότερου -δ-).
νεφρός altgriechisch νεφρός
καταδέχομαι altgriechisch καταδέχομαι κατά + δέχομαι
θέλγω altgriechisch θέλγω
εξαγγέλλω altgriechisch ἐξαγγέλλω ἐξ + ἀγγέλλω. Συχρονικά, αναλύεται σε εξ- + αγγέλλω
διαφθορέας altgriechisch διαφθορεύς
διαπνοή altgriechisch διαπνοή διαπνέω διά + πνέω
γλυκάδι mittelgriechisch γλυκάδιν Koine-Griechisch γλυκάδιον υποκοριστικό του (altgriechisch ) γλυκύς
γιγαντομαχία altgriechisch γιγαντομαχία Γίγας και μάχη
βράχυνση mittelgriechisch βράχυνσις altgriechisch βραχύνω βραχύς
βδελυρός altgriechisch βδελυρός
άχθος altgriechisch ἄχθος
αντικρούω altgriechisch ἀντικρούω ἀντί + κρούω
αναφωνώ altgriechisch ἀναφωνέω-ἀναφωνῶ
αμηνόρροια französisch aménorrhée α- (στερητικό) + altgriechisch μην + -ροια ( altgriechisch ῥέω)
φλέμα mittelgriechisch φλέμα altgriechisch φλέγμα φλέγω
πρακτέον altgriechisch πρακτέον
παιδονόμος altgriechisch παιδονόμος. Συγχρονικά αναλύεται σε παιδο- + -νόμος
ορέγομαι altgriechisch ὀρέγομαι, Passiv von ὀρέγω
ξορκίζω mittelgriechisch ξορκίζω altgriechisch ἐξορκίζω
μούρο altgriechisch μόρον
μουρμουρίζω mittelgriechisch μουρμουρίζω Koine-Griechisch(;) μορμυρίζω altgriechisch μορμύρω
μεγαλοστομία μεγαλόστομος + -ία altgriechisch μεγαλόστομος μέγας + στόμα ((Lehnübersetzung) englisch bigmouthed)
λεχρίτης altgriechisch λέχριος
κόμμι altgriechisch κόμμι altägyptisch qmy (έλαιο επίχρισης / επάλειψης)
κατονομάζω altgriechisch κατονομάζω (Lehnbedeutung από τη französisch dénommer)
καταρρίπτω altgriechisch καταρρίπτω κατά + ῥίπτω ((Lehnbedeutung) französisch abattre / battre)
κακολογώ altgriechisch κακολογέω / κακολογῶ κακός + λέγω
ήμερος altgriechisch ἥμερος
έμψυχος altgriechisch ἔμψυχος ἐν + ψυχή
εκείθε mittelgriechisch εκείθεν altgriechisch ἐκεῖθεν ἐκεῖ + -θεν
ανυπόδητος altgriechisch ἀνυπόδητος
φιλευσπλαχνία φιλεύσπλαχνος + -ία Koine-Griechisch φιλεύσπλαγχνος φίλος + εὔσπλαγχνος εὖ + altgriechisch σπλάγχνον proto-indogermanisch *spelgh- (σπλήνα)
τήκω altgriechisch τήκω proto-indogermanisch *teh₂w-
στηθαίο Koine-Griechisch στηθαῖον altgriechisch στῆθος
πώρωση (λόγιο) altgriechisch πώρω(σις) + -ση πωρόω / πωρῶ πῶρος (ουσία των δοντιών, των οστών)
οξυθυμία altgriechisch ὀξυθυμία ὀξύθυμος ὀξύς + θυμός
ξυπόλυτος mittelgriechisch ξυπόλυτος ἐξυπόλυτος ἐξυπολύομαι ἐξ + altgriechisch ὑπολύω λύω
μονόξυλο altgriechisch μονόξυλος
λαίμαργος altgriechisch λαίμαργος λαιμός + μάργος
κόππα altgriechisch κόππα, σημιτικής προέλευσης. siehe auch το φοινικικό qoph, και το lateinisch Q.
κατατρύχω altgriechisch κατατρύχω
ευδοκιμώ altgriechisch εὐδοκιμῶ
ενεργώ altgriechisch ἐνεργέω / ἐνεργῶ
έμπλαστρο Koine-Griechisch ἔμπλαστρον ἡ ἔμπλαστρος altgriechisch ἔμπλαστος ἐμπλάσσω
απρονοησία Koine-Griechisch ἀπρονοησία altgriechisch ἀπρονόητος προνοέω πρό + νοέω
αποστρέφομαι altgriechisch ἀποστρέφομαι, Passiv von ἀποστρέφω ἀπό + στρέφω
ανισοτροπία altgriechisch ἄνισος + altgriechisch τρόπος + -ία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
άνθισμα Koine-Griechisch ἄνθισμα altgriechisch ἀνθίζω ἄνθος
αναχαιτίζω altgriechisch ἀναχαιτίζω ἀνά + χαίτη
αειπάρθενος (λόγιο) altgriechisch ἀειπάρθενος. Για την Παναγία, von ελληνιστική εποχή. Αναλύεται σε αει- + παρθένος.[1]
χαράσσω (λόγιο) altgriechisch χαράσσω proto-indogermanisch *ǵʰer- (χαράσσω)
τροβαδούρος französisch troubadour[1] παλαιά γαλλικά troubadour παλαιά οξιτανική γλώσσα trobar lateinisch tropus altgriechisch τρόπος (αντιδάνειο)
συναγωνίζομαι altgriechisch συναγωνίζομαι σύν + ἀγωνίζομαι ἀγών
σέρνω mittelgriechisch σέρνω σύρνω altgriechisch σύρω proto-indogermanisch *tuer (αναδεύω, ανακατεύω)
ρυμοτομία Koine-Griechisch ῥυμοτομία altgriechisch ῥύμη + τέμνω
ποτίζω altgriechisch ποτίζω
νοητός altgriechisch νοητός νοέω
λαμπαδηφορία altgriechisch λαμπάδα + -φορία
καμινάρης mittelgriechisch καμινάρης καμίνι Koine-Griechisch καμίνιον altgriechisch κάμινος
κακόφημος Koine-Griechisch κακόφημος altgriechisch κακός + φήμη
ευνόητος Koine-Griechisch εὐνόητος altgriechisch εὖ + νοητός νόος / νοῦς
επιμελούμαι altgriechisch ἐπιμελέομαι / ἐπιμελοῦμαι ἐπιμελής
εικοτολογία altgriechisch εἰκοτολογία
διατρέχω altgriechisch διατρέχω διά + τρέχω ((Lehnbedeutung) französisch parcourir[1] [2])
δέρνω altgriechisch δέρω
γλωσσίδα altgriechisch γλωττίς
γιομάτος mittelgriechisch γιομάτος γιομίζω altgriechisch γεμίζω γέμω
γαλουχία Koine-Griechisch γαλουχία altgriechisch γάλα + ἔχω
αυθέντης altgriechisch αὐθέντης αὐτοέντης
ανδριάς altgriechisch ἀνδριάς
αδράχνω mittelgriechisch δράχνω με ανάπτυξη προτακτικού α- Koine-Griechisch δράσσω με βάση το συνοπτικό θέμα δραξ-[1] altgriechisch δράττομαι proto-griechisch *dr̥kʰ
σποδός altgriechisch σποδός
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.