βιάζω altgriechisch βιάζω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Βαρέθηκα να βιάζω γυναίκες... | Ich hab das so satt, die Frauen zu vergewaltigen! Übersetzung nicht bestätigt |
Εγώ δεν τη βιάζω. | Ich werde niemanden vergewaltigen. Übersetzung nicht bestätigt |
Δεν έπρεπε να απολαμβάνω να σε βιάζω. | Aber ich sollte es nicht genießen, dich zu vergewaltigen. Übersetzung nicht bestätigt |
Προς ενημέρωση σου, θα την βιάζω κάθε μέρα. | Aus deiner Sicht werde ich sie täglich vergewaltigen. Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | βιάζω | βιάζουμε, βιάζομε | βιάζομαι | βιαζόμαστε |
βιάζεις | βιάζετε | βιάζεσαι | βιάζεστε, βιαζόσαστε | ||
βιάζει | βιάζουν(ε) | βιάζεται | βιάζονται | ||
Imper fekt | βίαζα, έβιαζα | βιάζαμε | βιαζόμουν(α) | βιαζόμαστε, βιαζόμασταν | |
βίαζες, έβιαζες | βιάζατε | βιαζόσουν(α) | βιαζόσαστε, βιαζόσασταν | ||
βίαζε, έβιαζε | βίαζαν, βιάζαν(ε), έβιαζαν | βιαζόταν(ε) | βιάζονταν, βιαζόντανε, βιαζόντουσαν | ||
Aorist | βίασα, έβιασα | βιάσαμε | βιάστηκα | βιαστήκαμε | |
βίασες, έβιασες | βιάσατε | βιάστηκες | βιαστήκατε | ||
βίασε, έβιασε | βίασαν, βιάσαν(ε), έβιασαν | βιάστηκε | βιάστηκαν, βιαστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω βιάσει έχω βιασμένο | έχουμε βιάσει έχοθμε βιασμένο | έχω βιαστεί είμαι βιασμένος, -η | έχουμε βιαστεί είμαστε βιασμένοι, -ες | |
έχεις βιάσει έχεις βιασμένο | έχετε βιάσει έχετε βιασμένο | έχεις βιαστεί είσαι βιασμένος, -η | έχετε βιαστεί είστε βιασμένοι, -ες | ||
έχει βιάσει έχει βιασμένο | έχουν βιάσει έχουν βιασμένο | έχει βιαστεί είναι βιασμένος, -η, -ο | έχουν βιαστεί είναι βιασμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα βιάσει είχα βιασμένο | είχαμε βιάσει είχαμε βιασμένο | είχα βιαστεί ήμουν βιασμένος, -η | είχαμε βιαστεί ήμαστε βιασμένοι, -ες | |
είχες βιάσει είχες βιασμένο | είχατε βιάσει είχατε βιασμένο | είχες βιαστεί ήσουν βιασμένος, -η | είχατε βιαστεί ήσαστε βιασμένοι, -ες | ||
είχε βιάσει είχε βιασμένο | είχαν βιάσει είχαν βιασμένο | είχε βιαστεί ήταν βιασμένος, -η, -ο | είχαν βιαστεί ήταν βιασμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα βιάζω | θα βιάζουμε, θα βιάζομε | θα βιάζομαι | θα βιαζόμαστε | |
θα βιάζεις | θα βιάζετε | θα βιάζεσαι | θα βιάζεστε, θα βιαζόσατε | ||
θα βιάζει | θα βιάζουν(ε) | θα βιάζεται | θα βιάζονται | ||
Fut ur | θα βιάσω | θα βιάσουμε, θα βιάσομε | θα βιαστώ | θα βιαστούμε | |
θα βιάσεις | θα βιάσετε | θα βιαστείς | θα βιαστείτε | ||
θα βιάσει | θα βιάσουν(ε) | θα βιαστεί | θα βιαστούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω βιάσει θα έχω βιασμένο | θα έχουμε βιάσει θα έχουμε βιασμένο | θα έχω βιαστεί θα είμαι βιασμένος, -η | θα έχουμε βιαστεί θα είμαστε βιασμένοι, -ες | |
θα έχεις βιάσει θα έχεις βιασμένο | θα έχετε βιάσει θα έχετε βιασμένο | θα έχεις βιαστεί θα είσαι βιασμένος, -η | θα έχετε βιαστεί θα είστε βιασμένοι, -ες | ||
θα έχει βιάσει θα έχει βιασμένο | θα έχουν βιάσει θα έχουν βιασμένο | θα έχει βιαστεί θα είναι βιασμένος, -η, -ο | θα έχουν βιαστεί θα είναι βιασμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να βιάζω | να βιάζουμε | να βιάζομαι | να βιαζόμαστε |
να βιάζεις | να βιάζετε | να βιάζεσαι | να βιάζεστε, να βιαζόσαστε | ||
να βιάζει | να βιάζουν(ε) | να βιάζεται | να βιάζονται | ||
Aorist | να βιάσω | να βιάσουμε | να βιαστώ | να βιαστούμε | |
να βιάσεις | να βιάσετε | να βιαστείς | να βιαστείτε | ||
να βιάσει | να βιάσουν(ε) | να βιαστεί | να βιαστούν(ε) | ||
Perf | να έχω βιάσει να έχω βιασμένο | να έχουμε βιάσει να έχουμε βιασμένο | να έχω βιαστεί να είμαι βιασμένος, -η | να έχουμε βιαστεί να είμαστε βιασμένοι, -ες | |
να έχεις βιάσει να έχεις βιασμένο | να έχετε βιάσει να έχετε βιασμένο | να έχεις βιαστεί να είσαι βιασμένος, -η | να έχετε βιαστεί να είστε βιασμένοι, -ες | ||
να έχει βιάσει να έχει βιασμένο | να έχουν βιάσει να έχουν βιασμένο | να έχει βιαστεί | να έχουν βιαστεί να είναι βιασμένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | βίαζε | βιάζετε | βιάζεστε | |
Aorist | βίασε | βιάστε | βιάσου | βιαστείτε | |
Part izip | Pres | βιάζοντας | |||
Perf | έχοντας βιάσει, έχοντας βιασμένο | βιασμένος, -η, -ο | βιασμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | βιάσει | βιαστεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | vergewaltige | ||
du | vergewaltigst | |||
er, sie, es | vergewaltigt | |||
Präteritum | ich | vergewaltigte | ||
Konjunktiv II | ich | vergewaltigte | ||
Imperativ | Singular | vergewaltige! | ||
Plural | vergewaltigt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
vergewaltigt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:vergewaltigen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | zwinge | ||
du | zwingst | |||
er, sie, es | zwingt | |||
Präteritum | ich | zwang | ||
Konjunktiv II | ich | zwänge | ||
Imperativ | Singular | zwinge! zwing! | ||
Plural | zwingt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gezwungen | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:zwingen |
βιάζω.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.