zwingen
 Verb

αναγκάζω Verb
(8)
πιέζω Verb
(6)
υποχρεώνω Verb
(0)
βιάζω Verb
(0)
εξαναγκάζω Verb
(0)
καταναγκάζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Wenn du nicht willst, werde ich dich nicht zwingen.Αν δεν θέλεις να πάμε, δεν σε αναγκάζω.

Übersetzung nicht bestätigt

Wir könnte ich Euch zwingen, Euer Gnaden?Πώς σας αναγκάζω, Εξοχότατε;

Übersetzung nicht bestätigt

Wenn ich die Blumen zwingen kann, im Frühling früher zu blühen, kann ich auch dich zwingen.Αν αναγκάζω τα άνθη να ανθίζουν, αναγκάζω κι εσένα.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich will Wyatt nicht zwingen, seine Kräfte jetzt schon einzusetzen.Και δεν θέλω να αναγκάζω τον Ουάιατ να χρησιμοποιεί τις δυνάμεις του, πριν να είναι έτοιμος.

Übersetzung nicht bestätigt

Und zum Rest, ich kann euch nicht zwingen euer Leben aufs Spiel zu setzen.Δε σας αναγκάζω να κινδυνεύσετε.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αναγκάζωαναγκάζουμε, αναγκάζομεαναγκάζομαιαναγκαζόμαστε
αναγκάζειςαναγκάζετεαναγκάζεσαιαναγκάζεστε, αναγκαζόσαστε
αναγκάζειαναγκάζουν(ε)αναγκάζεταιαναγκάζονται
Imper
fekt
ανάγκαζααναγκάζαμεαναγκαζόμουν(α)αναγκαζόμαστε, αναγκαζόμασταν
ανάγκαζεςαναγκάζατεαναγκαζόσουν(α)αναγκαζόσαστε, αναγκαζόσασταν
ανάγκαζεανάγκαζαν, αναγκάζαν(ε)αναγκαζόταν(ε)αναγκάζονταν, αναγκαζόντανε, αναγκαζόντουσαν
Aoristανάγκασααναγκάσαμεαναγκάστηκααναγκαστήκαμε
ανάγκασεςαναγκάσατεαναγκάστηκεςαναγκαστήκατε
ανάγκασεανάγκασαν, αναγκάσαν(ε)αναγκάστηκεαναγκάστηκαν, αναγκαστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω αναγκάσει
έχω αναγκασμένο
έχουμε αναγκάσει
έχουμε αναγκασμένο
έχω αναγκαστεί
είμαι αναγκασμένος, -η
έχουμε αναγκαστεί
είμαστε αναγκασμένοι, -ες
έχεις αναγκάσει
έχεις αναγκασμένο
έχετε αναγκάσει
έχετε αναγκασμένο
έχεις αναγκαστεί
είσαι αναγκασμένος, -η
έχετε αναγκαστεί
είστε αναγκασμένοι, -ες
έχει αναγκάσει
έχει αναγκασμένο
έχουν αναγκάσει
έχουν αναγκασμένο
έχει αναγκαστεί
είναι αναγκασμένος, -η, -ο
έχουν αναγκαστεί
είναι αναγκασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα αναγκάσει
είχα αναγκασμένο
είχαμε αναγκάσει
είχαμε αναγκσμένο
είχα αναγκαστεί
ήμουν αναγκασμένος, -η
είχαμε αναγκαστεί
ήμαστε αναγκασμένοι, -ες
είχες αναγκάσει
είχες αναγκασμένο
είχατε αναγκάσει
είχατε αναγκασμένο
είχες αναγκαστεί
ήσουν αναγκασμένος, -η
είχατε αναγκαστεί
ήσαστε αναγκασμένοι, -ες
είχε αναγκάσει
είχε αναγκασμένο
είχαν αναγκάσει
είχαν αναγκασμένο
είχε αναγκαστεί
ήταν αναγκασμένος, -η, -ο
είχαν αναγκαστεί
ήταν αναγκασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αναγκάζωθα αναγκάζουμε, θα αναγκάζομεθα αναγκάζομαιθα αναγκαζόμαστε
θα αναγκάζειςθα αναγκάζετεθα αναγκάζεσαιθα αναγκάζεστε, θα αναγκαζόσαστε
θα αναγκάζειθα αναγκάζουν(ε)θα αναγκάζεταιθα αναγκάζονται
Fut
ur
θα αναγκάσωθα αναγκάσουμε, θα αναγκάζομεθα αναγκαστώθα αναγκαστούμε
θα αναγκάσειςθα αναγκάσετεθα αναγκαστείςθα αναγκαστείτε
θα αναγκάσειθα αναγκάσουν(ε)θα αναγκαστείθα αναγκαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αναγκάσει
θα έχω αναγκασμένο
θα έχουμε αναγκάσει
θα έχουμε αναγκασμένο
θα έχω αναγκαστεί
θα είμαι αναγκασμένος, -η
θα έχουμε αναγκαστεί
θα είμαστε αναγκασμένοι, -ες
θα έχεις αναγκάσει
θα έχεις αναγκασμένο
θα έχετε αναγκάσει
θα έχετε αναγκασμένο
θα έχεις αναγκαστεί
θα είσαι αναγκασμένος, -η
θα έχετε αναγκαστεί
θα είστε αναγκασμένοι, -ες
θα έχει αναγκάσει
θα έχει αναγκασμένο
θα έχουν αναγκάσει
θα έχουν αναγκασμένο
θα έχει αναγκαστεί
θα είναι αναγκασμένος, -η, -ο
θα έχουν αναγκαστεί
θα είναι αναγκασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αναγκάζωνα αναγκάζουμε, να αναγκάζομενα αναγκάζομαινα αναγκαζόμαστε
να αναγκάζειςνα αναγκάζετενα αναγκάζεσαινα αναγκάζεστε, να αναγκαζόσαστε
να αναγκάζεινα αναγκάζουν(ε)να αναγκάζεταινα αναγκάζονται
Aoristνα αναγκάσωνα αναγκάσουμε, να αναγκάσομενα αναγκαστώνα αναγκαστούμε
να αναγκάσειςνα αναγκάσετενα αναγκαστείςνα αναγκαστείτε
να αναγκάσεινα αναγκάσουν(ε)να αναγκαστείνα αναγκαστούν(ε)
Perfνα έχω αναγκάσει
να έχω αναγκασμένο
να έχουμε αναγκάσει
να έχουμε αναγκασμένο
να έχω αναγκαστεί
να είμαι αναγκασμένος, -η
να έχουμε αναγκαστεί
να είμαστε αναγκασμένοι, -ες
να έχεις αναγκάσει
να έχεις αναγκασμένο
να έχετε αναγκάσει
να έχετε αναγκασμένο
να έχεις αναγκαστεί
να είσαι αναγκασμένος, -η
να έχετε αναγκαστεί
να είστε αναγκασμένοι, -ες
να έχει αναγκάσει
να έχει αναγκασμένο
να έχουν αναγκάσει
να έχουν αναγκασμένο
να έχει αναγκαστεί
να είναι αναγκασμένος, -η, -ο
να έχουν αναγκαστεί
να είναι αναγκασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presανάγκαζεαναγκάζετεαναγκάζεστε
Aoristανάγκασεαναγκάστεαναγκάσουαναγκαστείτε
Part
izip
Presαναγκάζονταςαναγκαζόμενος
Perfέχοντας αναγκάσει, έχοντας αναγκασμένοαναγκασμένος, -η, -οαναγκασμένοι, -ες, -α
InfinAoristαναγκάσειαναγκαστεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
πιέζωπιέζουμε, πιέζομεπιέζομαιπιεζόμαστε
πιέζειςπιέζετεπιέζεσαιπιέζεστε, πιεζόσαστε
πιέζειπιέζουν(ε)πιέζεταιπιέζονται
Imper
fekt
πίεζαπιέζαμεπιεζόμουν(α)πιεζόμαστε, πιεζόμασταν
πίεζεςπιέζατεπιεζόσουν(α)πιεζόσαστε, πιεζόσασταν
πίεζεπίεζαν, πιέζαν(ε)πιεζόταν(ε)πιέζονταν, πιεζόντανε, πιεζόντουσαν
Aoristπίεσαπιέσαμεπιέστηκαπιεστήκαμε
πίεσεςπιέσατεπιέστηκεςπιεστήκατε
πίεσεπίεσαν, πιέσαν(ε)πιέστηκεπιέστηκαν, πιεστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω πιέσει
έχω πιεσμένο
έχουμε πιέσει
έχουμε πιεσμένο
έχω πιεστεί
είμαι πιεσμένος, -η
έχουμε πιεστεί
είμαστε πιεσμένοι, -ες
έχεις πιέσει
έχεις πιεσμένο
έχετε πιέσει
έχετε πιεσμένο
έχεις πιεστεί
είσαι πιεσμένος, -η
έχετε πιεστεί
είστε πιεσμένοι, -ες
έχει πιέσει
έχει πιεσμένο
έχουν πιέσει
έχουν πιεσμένο
έχει πιεστεί
είναι πιεσμένος, -η, -ο
έχουν πιεστεί
είναι πιεσμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα πιέσει
είχα πιεσμένο
είχαμε πιέσει
είχαμε παρουσισμένο
είχα πιεστεί
ήμουν πιεσμένος, -η
είχαμε πιεστεί
ήμαστε πιεσμένοι, -ες
είχες πιέσει
είχες πιεσμένο
είχατε πιέσει
είχατε πιεσμένο
είχες πιεστεί
ήσουν πιεσμένος, -η
είχατε πιεστεί
ήσαστε πιεσμένοι, -ες
είχε πιέσει
είχε πιεσμένο
είχαν πιέσει
είχαν πιεσμένο
είχε πιεστεί
ήταν πιεσμένος, -η, -ο
είχαν πιεστεί
ήταν πιεσμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα πιέζωθα πιέζουμε, θα πιέζομεθα πιέζομαιθα πιεζόμαστε
θα πιέζειςθα πιέζετεθα πιέζεσαιθα πιέζεστε, θα πιεζόσαστε
θα πιέζειθα πιέζουν(ε)θα πιέζεταιθα πιέζονται
Fut
ur
θα πιέσωθα πιέσουμε, θα πιέζομεθα πιεστώθα πιεστούμε
θα πιέσειςθα πιέσετεθα πιεστείςθα πιεστείτε
θα πιέσειθα πιέσουν(ε)θα πιεστείθα πιεστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πιέσει
θα έχω πιεσμένο
θα έχουμε πιέσει
θα έχουμε πιεσμένο
θα έχω πιεστεί
θα είμαι πιεσμένος, -η
θα έχουμε πιεστεί
θα είμαστε πιεσμένοι, -ες
θα έχεις πιέσει
θα έχεις πιεσμένο
θα έχετε πιέσει
θα έχετε πιεσμένο
θα έχεις πιεστεί
θα είσαι πιεσμένος, -η
θα έχετε πιεστεί
θα είστε πιεσμένοι, -ες
θα έχει πιέσει
θα έχει πιεσμένο
θα έχουν πιέσει
θα έχουν πιεσμένο
θα έχει πιεστεί
θα είναι πιεσμένος, -η, -ο
θα έχουν πιεστεί
θα είναι πιεσμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να πιέζωνα πιέζουμε, να πιέζομενα πιέζομαινα πιεζόμαστε
να πιέζειςνα πιέζετενα πιέζεσαινα πιέζεστε, να πιεζόσαστε
να πιέζεινα πιέζουν(ε)να πιέζεταινα πιέζονται
Aoristνα πιέσωνα πιέσουμε, να πιέσομενα πιεστώνα πιεστούμε
να πιέσειςνα πιέσετενα πιεστείςνα πιεστείτε
να πιέσεινα πιέσουν(ε)να πιεστείνα πιεστούν(ε)
Perfνα έχω πιέσει
να έχω πιεσμένο
να έχουμε πιέσει
να έχουμε πιεσμένο
να έχω πιεστεί
να είμαι πιεσμένος, -η
να έχουμε πιεστεί
να είμαστε πιεσμένοι, -ες
να έχεις πιέσει
να έχεις πιεσμένο
να έχετε πιέσει
να έχετε πιεσμένο
να έχεις πιεστεί
να είσαι πιεσμένος, -η
να έχετε πιεστεί
να είστε πιεσμένοι, -ες
να έχει πιέσει
να έχει πιεσμένο
να έχουν πιέσει
να έχουν πιεσμένο
να έχει πιεστεί
να είναι πιεσμένος, -η, -ο
να έχουν πιεστεί
να είναι πιεσμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπίεζεπιέζετεπιέζεστε
Aoristπίεσεπιέστεπιέσουπιεστείτε
Part
izip
Presπιέζονταςπιεζόμενος
Perfέχοντας πιέσει, έχοντας πιεσμένοπιεσμένος, -η, -οπιεσμένοι, -ες, -α
InfinAoristπιέσειπιεστεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
υποχρεώνωυποχρεώνουμε, υποχρεώνομευποχρεώνομαιυποχρεωνόμαστε
υποχρεώνειςυποχρεώνετευποχρεώνεσαιυποχρεώνεστε, υποχρεωνόσαστε
υποχρεώνειυποχρεώνουν(ε)υποχρεώνεταιυποχρεώνονται
Imper
fekt
υποχρέωναυποχρεώναμευποχρεωνόμουν(α)υποχρεωνόμαστε, υποχρεωνόμασταν
υποχρέωνεςυποχρεώνατευποχρεωνόσουν(α)υποχρεωνόσαστε, υποχρεωνόσασταν
υποχρέωνευποχρέωναν, υποχρεώναν(ε)υποχρεωνόταν(ε)υποχρεώνονταν, υποχρεωνόντανε, υποχρεωνόντουσαν
Aoristυποχρέωσαυποχρεώσαμευποχρεώθηκαυποχρεωθήκαμε
υποχρέωσεςυποχρεώσατευποχρεώθηκεςυποχρεωθήκατε
υποχρέωσευποχρέωσαν, υποχρεώσαν(ε)υποχρεώθηκευποχρεώθηκαν, υποχρεωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω υποχρεώσει
έχω υποχρεωμένο
έχουμε υποχρεώσει
έχουμε υποχρεωμένο
έχω υποχρεωθεί
είμαι υποχρεωμένος, -η
έχουμε υποχρεωθεί
είμαστε υποχρεωμένοι, -ες
έχεις υποχρεώσει
έχεις υποχρεωμένο
έχετε υποχρεώσει
έχετε υποχρεωμένο
έχεις υποχρεωθεί
είσαι υποχρεωμένος, -η
έχετε υποχρεωθεί
είστε υποχρεωμένοι, -ες
έχει υποχρεώσει
έχει υποχρεωμένο
έχουν υποχρεώσει
έχουν υποχρεωμένο
έχει υποχρεωθεί
είναι υποχρεωμένος, -η, -ο
έχουν υποχρεωθεί
είναι υποχρεωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα υποχρεώσει
είχα υποχρεωμένο
είχαμε υποχρεώσει
είχαμε υποχρεωμένο
είχα υποχρεωθεί
ήμουν υποχρεωμένος, -η
είχαμε υποχρεωθεί
ήμαστε υποχρεωμένοι, -ες
είχες υποχρεώσει
είχες υποχρεωμένο
είχατε υποχρεώσει
είχατε υποχρεωμένο
είχες υποχρεωθεί
ήσουν υποχρεωμένος, -η
είχατε υποχρεωθεί
ήσαστε υποχρεωμένοι, -ες
είχε υποχρεώσει
είχε υποχρεωμένο
είχαν υποχρεώσει
είχαν υποχρεωμένο
είχε υποχρεωθεί
ήταν υποχρεωμένος, -η, -ο
είχαν υποχρεωθεί
ήταν υποχρεωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα υποχρεώνωθα υποχρεώνουμε, θα υποχρεώνομεθα υποχρεώνομαιθα υποχρεωνόμαστε
θα υποχρεώνειςθα υποχρεώνετεθα υποχρεώνεσαιθα υποχρεώνεστε, θα υποχρεωνόσαστε
θα υποχρεώνειθα υποχρεώνουν(ε)θα υποχρεώνεταιθα υποχρεώνονται
Fut
ur
θα υποχρεώσωθα υποχρεώσουμε, θα υποχρεώσομεθα υποχρεωθώθα υποχρεωθούμε
θα υποχρεώσειςθα υποχρεώσετεθα υποχρεωθείςθα υποχρεωθείτε
θα υποχρεώσειθα υποχρεώσουνθα υποχρεωθείθα υποχρεωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω υποχρεώσει
θα έχω υποχρεωμένο
θα έχουμε υποχρεώσει
θα έχουμε υποχρεωμένο
θα έχω υποχρεωθεί
θα είμαι υποχρεωμένος, -η
θα έχουμε υποχρεωθεί
θα είμαστε υποχρεωμένοι, -ες
θα έχεις υποχρεώσει
θα έχεις υποχρεωμένο
θα έχετε υποχρεώσει
θα έχετε υποχρεωμένο
θα έχεις υποχρεωθεί
θα είσαι υποχρεωμένος, -η
θα έχετε υποχρεωθεί
θα είστε υποχρεωμένοι, -ες
θα έχει υποχρεώσει
θα έχει υποχρεωμένο
θα έχουν υποχρεώσει
θα έχουν υποχρεωμένο
θα έχει υποχρεωθεί
θα είναι υποχρεωμένος, -η, -ο
θα έχουν υποχρεωθεί
θα είναι υποχρεωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να υποχρεώνωνα υποχρεώνουμε, να υποχρεώνομενα υποχρεώνομαινα υποχρεωνόμαστε
να υποχρεώνειςνα υποχρεώνετενα υποχρεώνεσαινα υποχρεώνεστε, να υποχρεωνόσαστε
να υποχρεώνεινα υποχρεώνουν(ε)να υποχρεώνεταινα υποχρεώνονται
Aoristνα υποχρεώσωνα υποχρεώσουμε, να υποχρεώσομενα υποχρεωθώνα υποχρεωθούμε
να υποχρεώσειςνα υποχρεώσετενα υποχρεωθείςνα υποχρεωθείτε
να υποχρεώσεινα υποχρεώσουν(ε)να υποχρεωθείνα υποχρεωθούν(ε)
Perfνα έχω υποχρεώσει
να έχω υποχρεωμένο
να έχουμε υποχρεώσει
να έχουμε υποχρεωμένο
να έχω υποχρεωθεί
να είμαι υποχρεωμένος, -η
να έχουμε υποχρεωθεί
να είμαστε υποχρεωμένοι, -ες
να έχεις υποχρεώσει
να έχεις υποχρεωμένο
να έχετε υποχρεώσει
να έχετε υποχρεωμένο
να έχεις υποχρεωθεί
να είσαι υποχρεωμένος, -η
να έχετε υποχρεωθεί
να είστε υποχρεωμένοι, -ες
να έχει υποχρεώσει
να έχει υποχρεωμένο
να έχουν υποχρεώσει
να έχουν υποχρεωμένο
να έχει υποχρεωθεί
να είναι υποχρεωμένος, -η, -ο
να έχουν υποχρεωθεί
να είναι υποχρεωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presυποχρέωνευποχρεώνετευποχρεώνεστε
Aoristυποχρέωσευποχρεώστε, υποχρεώσετευποχρεώσουυποχρεωθείτε
Part
izip
Presυποχρεώνοντας
Perfέχοντας υποχρεώσει, έχοντας υποχρεωμένουποχρεωμένος, -η, -ουποχρεωμένοι, -ες, -α
InfinAoristυποχρεώσειυποχρεωθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
βιάζωβιάζουμε, βιάζομεβιάζομαιβιαζόμαστε
βιάζειςβιάζετεβιάζεσαιβιάζεστε, βιαζόσαστε
βιάζειβιάζουν(ε)βιάζεταιβιάζονται
Imper
fekt
βίαζα, έβιαζαβιάζαμεβιαζόμουν(α)βιαζόμαστε, βιαζόμασταν
βίαζες, έβιαζεςβιάζατεβιαζόσουν(α)βιαζόσαστε, βιαζόσασταν
βίαζε, έβιαζεβίαζαν, βιάζαν(ε), έβιαζανβιαζόταν(ε)βιάζονταν, βιαζόντανε, βιαζόντουσαν
Aoristβίασα, έβιασαβιάσαμεβιάστηκαβιαστήκαμε
βίασες, έβιασεςβιάσατεβιάστηκεςβιαστήκατε
βίασε, έβιασεβίασαν, βιάσαν(ε), έβιασανβιάστηκεβιάστηκαν, βιαστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω βιάσει
έχω βιασμένο
έχουμε βιάσει
έχοθμε βιασμένο
έχω βιαστεί
είμαι βιασμένος, -η
έχουμε βιαστεί
είμαστε βιασμένοι, -ες
έχεις βιάσει
έχεις βιασμένο
έχετε βιάσει
έχετε βιασμένο
έχεις βιαστεί
είσαι βιασμένος, -η
έχετε βιαστεί
είστε βιασμένοι, -ες
έχει βιάσει
έχει βιασμένο
έχουν βιάσει
έχουν βιασμένο
έχει βιαστεί
είναι βιασμένος, -η, -ο
έχουν βιαστεί
είναι βιασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα βιάσει
είχα βιασμένο
είχαμε βιάσει
είχαμε βιασμένο
είχα βιαστεί
ήμουν βιασμένος, -η
είχαμε βιαστεί
ήμαστε βιασμένοι, -ες
είχες βιάσει
είχες βιασμένο
είχατε βιάσει
είχατε βιασμένο
είχες βιαστεί
ήσουν βιασμένος, -η
είχατε βιαστεί
ήσαστε βιασμένοι, -ες
είχε βιάσει
είχε βιασμένο
είχαν βιάσει
είχαν βιασμένο
είχε βιαστεί
ήταν βιασμένος, -η, -ο
είχαν βιαστεί
ήταν βιασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα βιάζωθα βιάζουμε, θα βιάζομεθα βιάζομαιθα βιαζόμαστε
θα βιάζειςθα βιάζετεθα βιάζεσαιθα βιάζεστε, θα βιαζόσατε
θα βιάζειθα βιάζουν(ε)θα βιάζεταιθα βιάζονται
Fut
ur
θα βιάσωθα βιάσουμε, θα βιάσομεθα βιαστώθα βιαστούμε
θα βιάσειςθα βιάσετεθα βιαστείςθα βιαστείτε
θα βιάσειθα βιάσουν(ε)θα βιαστείθα βιαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω βιάσει
θα έχω βιασμένο
θα έχουμε βιάσει
θα έχουμε βιασμένο
θα έχω βιαστεί
θα είμαι βιασμένος, -η
θα έχουμε βιαστεί
θα είμαστε βιασμένοι, -ες
θα έχεις βιάσει
θα έχεις βιασμένο
θα έχετε βιάσει
θα έχετε βιασμένο
θα έχεις βιαστεί
θα είσαι βιασμένος, -η
θα έχετε βιαστεί
θα είστε βιασμένοι, -ες
θα έχει βιάσει
θα έχει βιασμένο
θα έχουν βιάσει
θα έχουν βιασμένο
θα έχει βιαστεί
θα είναι βιασμένος, -η, -ο
θα έχουν βιαστεί
θα είναι βιασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να βιάζωνα βιάζουμενα βιάζομαινα βιαζόμαστε
να βιάζειςνα βιάζετενα βιάζεσαινα βιάζεστε, να βιαζόσαστε
να βιάζεινα βιάζουν(ε)να βιάζεταινα βιάζονται
Aoristνα βιάσωνα βιάσουμενα βιαστώνα βιαστούμε
να βιάσειςνα βιάσετενα βιαστείςνα βιαστείτε
να βιάσεινα βιάσουν(ε)να βιαστείνα βιαστούν(ε)
Perfνα έχω βιάσει
να έχω βιασμένο
να έχουμε βιάσει
να έχουμε βιασμένο
να έχω βιαστεί
να είμαι βιασμένος, -η
να έχουμε βιαστεί
να είμαστε βιασμένοι, -ες
να έχεις βιάσει
να έχεις βιασμένο
να έχετε βιάσει
να έχετε βιασμένο
να έχεις βιαστεί
να είσαι βιασμένος, -η
να έχετε βιαστεί
να είστε βιασμένοι, -ες
να έχει βιάσει
να έχει βιασμένο
να έχουν βιάσει
να έχουν βιασμένο
να έχει βιαστεί
να είναι βιασμένος, -η, -ο
να έχουν βιαστεί
να είναι βιασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presβίαζεβιάζετεβιάζεστε
Aoristβίασεβιάστεβιάσουβιαστείτε
Part
izip
Presβιάζοντας
Perfέχοντας βιάσει, έχοντας βιασμένοβιασμένος, -η, -οβιασμένοι, -ες, -α
InfinAoristβιάσειβιαστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback