Griechische Wörter mit altgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



αυτάρκεια

αυτάρκεια altgriechisch αὐτάρκεια αὐτός + ἀρκέω / ἀρκῶ


αμβροσία

αμβροσία altgriechisch ἀμβροσία substantiviertes Femininum des Adjektivs: ἀμβρόσιος (μη θνητός, αθάνατος) ἀ- + βροτός indoeuropäisch (Wurzel) *mr̥twós, *mr̥tós (νεκρός, θνητός), *mr̥tó- *mer- (πεθαίνω)


πεινάλας

πεινάλας πείν(α) + -άλας altgriechisch πεῖνα


κνησμός

κνησμός altgriechisch κνησμός


αρκούντως

αρκούντως altgriechisch ἀρκούντως / ἀρκεόντως ἀρκέω / ἀρκῶ indoeuropäisch (Wurzel) *h₂erg-


συλλέγω

συλλέγω altgriechisch συλλέγω συν + λέγω


έκτρωμα

έκτρωμα altgriechisch ἔκτρωμα (το πρόωρα γεννημένο νεκρό παιδί)


δεσμώτης

δεσμώτης altgriechisch δεσμώτης δεσμός


άργιλος

άργιλος altgriechisch ἄργιλος / ἄργιλλος (Femininum), με μεταπλασμό και σε αρσενικό σε -ος [1]


απόρριμμα

απόρριμμα altgriechisch απόρριμμα ἀπορρίπτω


ψύχος

ψύχος altgriechisch ψῦχος ψύχω


ταιριάζω

ταιριάζω mittelgriechisch ταιριάζω ταῖριν *ἑταίρ-ιον, υποκοριστικό des altgriechischen ἑταῖρος


πολτός

πολτός altgriechisch πολτός


περιβάλλω

περιβάλλω (λόγιο) altgriechisch περιβάλλω. Συγχρονικά αναλύεται σε περι- + βάλλω


μολύνω

μολύνω altgriechisch μολύνω ((Lehnübersetzung) englisch pollute)


ανάπαυλα

ανάπαυλα altgriechisch ἀνάπαυλα


συλλαβή

συλλαβή (λόγιο) altgriechisch συλλαβή. Συγχρονικά αναλύεται σε (συν-) συλ- altgriechisch λαβή λαμβάνω


σπουδάζω

σπουδάζω Koine-Griechisch σπουδάζω (ανάλογη σημασία) altgriechisch σπουδάζω σπουδή


ορυκτός

ορυκτός altgriechisch ὀρύσσω


οργώνω

οργώνω mittelgriechisch οργώνω όργον altgriechisch ὀργάω ὀργή ἔρδω proto-griechisch *wérďō indoeuropäisch (Wurzel) *wérǵ-ye- *werǵ- (κάνω)


έξαψη

έξαψη altgriechisch ἔξαψις


καταπόνηση

καταπόνηση Koine-Griechisch καταπόνησις καταπονέω / καταπονῶ κατά + altgriechisch πονέω /πονῶ πόνος ((φυσική) (Lehnübersetzung) französisch fatigue)


κάμπια

κάμπια altgriechisch κάμπη μετάπλαση -ια


καίριος

καίριος altgriechisch καίριος


αποκλείω

αποκλείω altgriechisch ἀποκλείω ἀπό + κλείω


σεμνότητα

σεμνότητα altgriechisch σεμνότης σεμνός + -ότης (> ότητα)


Πλειάδες

Πλειάδες altgriechisch Πλειάδες


μικροφίλμ

μικροφίλμ englisch microfilm micro- (altgriechisch μικρός) + film ( μέση englisch filme αγγλοσαξονικά filmen πρωτογερμανικά *filminją ‎(δέρμα, μεμβράνη) indoeuropäisch (Wurzel) *pélno-mo (μεμβράνη) *pel- ‎(καλύπτω, δέρμα)


θανάτωση

θανάτωση altgriechisch θανάτωσις θανατόω


γαβριάς

γαβριάς französisch gavroche Gavroche (ένας vonυς ήρωες του μυθιστορήματος του Βίκτωρος Ουγκώ οι Άθλιοι· με παρετυμολόγηση / επιρροή von altgriechisch λέξη γαυριῶ)


σπίνος

σπίνος altgriechisch σπίνος σπίγγος


ολιγοπώλιο

ολιγοπώλιο (entlehnt aus) französisch oligopole altgriechisch ὀλίγος + πωλῶ


γνάθος

γνάθος altgriechisch γνάθος proto-indogermanisch *ǵn̥h₂dʰ-os *ǵénu- (γνάθος)


ανούσιος

ανούσιος Koine-Griechisch ἀνούσιος altgriechisch οὐσία εἰμί


ανδρείος

ανδρείος altgriechisch ἀνδρεῖος ἀνδρ-, από τη Genitiv του ἀνήρ


μπούρτζι

μπούρτζι türkisch burç + -ι arabisch برج (burj) aramäisch burgā altgriechisch πύργος


καλούπι

καλούπι türkisch kalıp arabisch قَالِب (qālib) Koine-Griechisch καλόπους / altgriechisch καλάπους (αντιδάνειο) κᾶλον + πούς


στραβός

στραβός Koine-Griechisch στραβός altgriechisch στρεβλός


πίνα

πίνα altgriechisch πῖνα


νόθος

νόθος altgriechisch νόθος


κύμινο

κύμινο altgriechisch κύμινον


έκθαμβος

έκθαμβος altgriechisch ἔκθαμβος (ἐκ + θάμβος)


δύναμαι

δύναμαι altgriechisch δύναμαι


διαπίστευση

διαπίστευση διαπιστεύω + -ση altgriechisch διαπιστεύω πιστεύω πίστις


διάγω

διάγω altgriechisch διάγω


ανανεώνω

ανανεώνω altgriechisch ἀνανεόω-ἀνανεῶ


πεζοπόρος

πεζοπόρος Koine-Griechisch πεζοπόρος altgriechisch πεζός + πόρος


παράσημο

παράσημο altgriechisch παράσημον, Maskulinum von παράσημος


παιδοκτονία

παιδοκτονία Koine-Griechisch παιδοκτονία παιδί + -κτονία altgriechisch παιδοκτόνος


καθείς

καθείς altgriechisch καθεῖς


θαυματοποιός

θαυματοποιός altgriechisch θαυματοποιός θαῦμα + ποιῶ


έρεισμα

έρεισμα altgriechisch ἔρεισμα


διαλέγω

διαλέγω altgriechisch διαλέγω διά + λέγω (τακτοποιώ)


διάζωμα

διάζωμα altgriechisch διάζωμα διαζώννυμι διά + ζώννυμι indoeuropäisch (Wurzel) *ios (ζώνομαι)


υμνητής

υμνητής altgriechisch ὑμνητής ὑμνῶ + -τής[1]


τριγμός

τριγμός, λόγια λέξη altgriechisch τρίζω


τράχηλος

τράχηλος altgriechisch τράχηλος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;


ομαλός

ομαλός altgriechisch ὁμαλός


μικροβιολογία

μικροβιολογία (entlehnt aus) französisch microbiologie microbe + -logie altgriechisch μικρός + βίος + λέγω


μαρμαρυγή

μαρμαρυγή altgriechisch μαρμαρυγή μαρμαίρω


εξάδα

εξάδα altgriechisch ἑξάς ἕξ + -άς (-άδα)


διήθηση

διήθηση Koine-Griechisch διήθησις altgriechisch διηθέω / διηθῶ ἠθέω / ἠθῶ


σφοντύλι

σφοντύλι mittelgriechisch σφοντύλιν Koine-Griechisch σφονδύλιον υποκοριστικό του (altgriechisch ) σφόνδυλος


λέπρα

λέπρα altgriechisch λέπρα λεπρός λέπος λέπω


κέρμα

κέρμα altgriechisch κέρμα


δυόσμος

δυόσμος altgriechisch ἡδύοσμος ἡδύς + ὀσμή


σφενδόνη

σφενδόνη (λόγιο) altgriechisch σφενδόνη για την αρχιτεκτονική: mittelgriechisch σημασία[1]


σμήνος

σμήνος altgriechisch σμῆνος ἑσμός ἕζομαι


προδιαγραφή

προδιαγραφή προδιαγράφω + -ή Koine-Griechisch προδιαγράφω πρό + altgriechisch διαγράφω γράφω ((Lehnübersetzung) französisch prescription)


νεανίας

νεανίας altgriechisch νεανίας νέος


κλεφτρόνι

κλεφτρόνι κλέφτρα + -όνι κλέφτης mittelgriechisch κλέφτης altgriechisch κλέπτης κλέπτω proto-griechisch klépťō indoeuropäisch (Wurzel) *klép-ye-ti *klep- (κλέβω)


διδακτικός

διδακτικός altgriechisch διδακτικός διδάσκω


γαρίδα

γαρίδα altgriechisch καρίς


αφασία

αφασία altgriechisch ἀφασία


υποκλίνομαι

υποκλίνομαι altgriechisch ὑποκλίνομαι (Lehnübersetzung από τη französisch s’incliner)


ουσιώδης

ουσιώδης Koine-Griechisch οὐσιώδης altgriechisch οὐσία


μεγιστάνας

μεγιστάνας Koine-Griechisch μεγιστάν altgriechisch μέγιστος μέγας


λαρύγγι

λαρύγγι Koine-Griechisch λαρύγγιον altgriechisch λάρυγξ + κατάληξη υποκοριστικού -ιον


κοιμίζω

κοιμίζω altgriechisch κοιμίζω


θρηνώ

θρηνώ altgriechisch θρηνέω, -ῶ


επιείκεια

επιείκεια altgriechisch ἐπιείκεια ἐπιεικής


αμπερόμετρο

αμπερόμετρο αμπέρ + -ο- + μέτρο französisch ampèremètre ampère ( André-Marie Ampère· ανθρωπωνυμικό) + (entlehnt aus) französisch -mètre ( altgriechisch μέτρον)


πολιούχος

πολιούχος altgriechisch πολιοῦχος πόλις + ἔχω


κομήτης

κομήτης (altgriechisch) κομήτης ἀστήρ (: αστέρι με μακριά μαλλιά) κομάω-ῶ (: έχω μακριά μαλλιά)


θίγω

θίγω mittelgriechisch θίγω altgriechisch θιγγάνω (αόριστος β’: ἔθιγον) ((Lehnbedeutung) französisch toucher)


γνωστικός

γνωστικός altgriechisch γνωστικός


εύλογος

εύλογος altgriechisch εὔλογος


βιαστής

βιαστής Koine-Griechisch βιαστής altgriechisch βιάζω βία indoeuropäisch (Wurzel) *gʷeih₃w- (ζω)


βεβήλωση

βεβήλωση Koine-Griechisch βεβήλωσις βεβηλόω / βεβηλῶ altgriechisch βέβηλος


αναδίπλωση

αναδίπλωση altgriechisch ἀναδίπλωσις ἀναδιπλόω / ἀναδιπλῶ διπλόω / διπλῶ διπλόος / διπλοῦς δι- + -πλόος / -πλοῦς


σείω

σείω altgriechisch σείω


παραδρομή

παραδρομή altgriechisch παραδρομή παρατρέχω


καταφεύγω

καταφεύγω altgriechisch καταφεύγω κατά + φεύγω


κατάσβεση

κατάσβεση Koine-Griechisch κατάσβεσις altgriechisch κατασβέννυμι κατά + σβέννυμι indoeuropäisch (Wurzel) *(s)gʷes- (σβήνω, εξαλείφω)


εκτόπιση

εκτόπιση Koine-Griechisch ἐκτόπισις altgriechisch ἐκτοπίζω


παραχάραξη

παραχάραξη Koine-Griechisch παραχάραξις altgriechisch παραχαρράσσω


λαμπτήρας

λαμπτήρας altgriechisch λαμπτήρ λάμπω + -τήρ


ασυμβίβαστος

ασυμβίβαστος mittelgriechisch ασυμβίβαστος altgriechisch συμβιβάζω


υπερτροφία

υπερτροφία (entlehnt aus) französisch hypertrophie altgriechisch ὑπέρ + τροφή τρέφω


μελόντικα

μελόντικα (entlehnt aus) englisch melodica (ή italienisch melodica melodico melodia λατινικά melodia[1]) altgriechisch μελῳδικός μέλος + ᾠδή



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback