ανανεώνω altgriechisch ἀνανεόω-ἀνανεῶ
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Στην πρόταση κανονισμού της Επιτροπής για την τροποποίηση των υφιστάμενων κανονισμών χρησιμοποιείται παντού το ρήμα “παρατείνω” και όχι “ανανεώνω”. | In dem Kommissionsvorschlag für eine Verordnung zur Änderung geltender Verordnungen wird in einigen Sprachfassungen für das Verb "verlängern" durchgehend ein anderer Begriff als in der Verordnung Nr. 1360/90 verwendet2. Übersetzung bestätigt |
Στην πρόταση κανονισμού της Επιτροπής για την τροποποίηση των υφιστάμενων κανονισμών χρησιμοποιείται παντού το ρήμα “παρατείνω” και όχι “ανανεώνω”. | In dem Kommissionsvorschlag für eine Verordnung zur Änderung geltender Verordnungen wird in einigen Sprachfassungen für das Verb "verlängern" durchgehend ein anderer Begriff als in der Verordnung Nr. 1360/90 verwendet1. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ανανεώνω | ανανεώνουμε, ανανεώνομε | ανανεώνομαι | ανανεωνόμαστε |
ανανεώνεις | ανανεώνετε | ανανεώνεσαι | ανανεώνεστε, ανανεωνόσαστε | ||
ανανεώνει | ανανεώνουν(ε) | ανανεώνεται | ανανεώνονται | ||
Imper fekt | ανανέωνα | ανανεώναμε | ανανεωνόμουν(α) | ανανεωνόμαστε, ανανεωνόμασταν | |
ανανέωνες | ανανεώνατε | ανανεωνόσουν(α) | ανανεωνόσαστε, ανανεωνόσασταν | ||
ανανέωνε | ανανέωναν, ανανεώναν(ε) | ανανεωνόταν(ε) | ανανεώνονταν, ανανεωνόντανε, ανανεωνόντουσαν | ||
Aorist | ανανέωσα | ανανεώσαμε | ανανεώθηκα | ανανεωθήκαμε | |
ανανέωσες | ανανεώσατε | ανανεώθηκες | ανανεωθήκατε | ||
ανανέωσε | ανανέωσαν, ανανεώσαν(ε) | ανανεώθηκε | ανανεώθηκαν, ανανεωθήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω ανανεώσει έχω ανανεωμένο | έχουμε ανανεώσει έχουμε ανανεωμένο | έχω ανανεωθεί είμαι ανανεωμένος, -η | έχουμε ανανεωθεί είμαστε ανανεωμένοι, -ες | |
έχεις ανανεώσει έχεις ανανεωμένο | έχετε ανανεώσει έχετε ανανεωμένο | έχεις ανανεωθεί είσαι ανανεωμένος, -η | έχετε ανανεωθεί είστε ανανεωμένοι, -ες | ||
έχει ανανεώσει έχει ανανεωμένο | έχουν ανανεώσει έχουν ανανεωμένο | έχει ανανεωθεί είναι ανανεωμένος, -η, -ο | έχουν ανανεωθεί είναι ανανεωμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα ανανεώσει είχα ανανεωμένο | είχαμε ανανεώσει είχαμε ανανεωμένο | είχα ανανεωθεί ήμουν ανανεωμένος, -η | είχαμε ανανεωθεί ήμαστε ανανεωμένοι, -ες | |
είχες ανανεώσει είχες ανανεωμένο | είχατε ανανεώσει είχατε ανανεωμένο | είχες ανανεωθεί ήσουν ανανεωμένος, -η | είχατε ανανεωθεί ήσαστε ανανεωμένοι, -ες | ||
είχε ανανεώσει είχε ανανεωμένο | είχαν ανανεώσει είχαν ανανεωμένο | είχε ανανεωθεί ήταν ανανεωμένος, -η, -ο | είχαν ανανεωθεί ήταν ανανεωμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα ανανεώνω | θα ανανεώνουμε, θα ανανεώνομε | θα ανανεώνομαι | θα ανανεωνόμαστε | |
θα ανανεώνεις | θα ανανεώνετε | θα ανανεώνεσαι | θα ανανεώνεστε, θα ανανεωνόσαστε | ||
θα ανανεώνει | θα ανανεώνουν(ε) | θα ανανεώνεται | θα ανανεώνονται | ||
Fut ur | θα ανανεώσω | θα ανανεώσουμε, θα ανανεώσομε | θα ανανεωθώ | θα ανανεωθούμε | |
θα ανανεώσεις | θα ανανεώσετε | θα ανανεωθείς | θα ανανεωθείτε | ||
θα ανανεώσει | θα ανανεώσουν | θα ανανεωθεί | θα ανανεωθούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω ανανεώσει θα έχω ανανεωμένο | θα έχουμε ανανεώσει θα έχουμε ανανεωμένο | θα έχω ανανεωθεί θα είμαι ανανεωμένος, -η | θα έχουμε ανανεωθεί θα είμαστε ανανεωμένοι, -ες | |
θα έχεις ανανεώσει θα έχεις ανανεωμένο | θα έχετε ανανεώσει θα έχετε ανανεωμένο | θα έχεις ανανεωθεί θα είσαι ανανεωμένος, -η | θα έχετε ανανεωθεί θα είστε ανανεωμένοι, -ες | ||
θα έχει ανανεώσει θα έχει ανανεωμένο | θα έχουν ανανεώσει θα έχουν ανανεωμένο | θα έχει ανανεωθεί θα είναι ανανεωμένος, -η, -ο | θα έχουν ανανεωθεί θα είναι ανανεωμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ανανεώνω | να ανανεώνουμε, να ανανεώνομε | να ανανεώνομαι | να ανανεωνόμαστε |
να ανανεώνεις | να ανανεώνετε | να ανανεώνεσαι | να ανανεώνεστε, να ανανεωνόσαστε | ||
να ανανεώνει | να ανανεώνουν(ε) | να ανανεώνεται | να ανανεώνονται | ||
Aorist | να ανανεώσω | να ανανεώσουμε, να ανανεώσομε | να ανανεωθώ | να ανανεωθούμε | |
να ανανεώσεις | να ανανεώσετε | να ανανεωθείς | να ανανεωθείτε | ||
να ανανεώσει | να ανανεώσουν(ε) | να ανανεωθεί | να ανανεωθούν(ε) | ||
Perf | να έχω ανανεώσει να έχω ανανεωμένο | να έχουμε ανανεώσει να έχουμε ανανεωμένο | να έχω ανανεωθεί να είμαι ανανεωμένος, -η | να έχουμε ανανεωθεί να είμαστε ανανεωμένοι, -ες | |
να έχεις ανανεώσει να έχεις ανανεωμένο | να έχετε ανανεώσει να έχετε ανανεωμένο | να έχεις ανανεωθεί να είσαι ανανεωμένος, -η | να έχετε ανανεωθεί να είστε ανανεωμένοι, -ες | ||
να έχει ανανεώσει να έχει ανανεωμένο | να έχουν ανανεώσει να έχουν ανανεωμένο | να έχει ανανεωθεί να είναι ανανεωμένος, -η, -ο | να έχουν ανανεωθεί να είναι ανανεωμένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | ανανέωνε | ανανεώνετε | ανανεώνεστε | |
Aorist | ανανέωσε | ανανεώσετε, ανανεώστε | ανανεώσου | ανανεωθείτε | |
Part izip | Pres | ανανεώνοντας | |||
Perf | έχοντας ανανεώσει, έχοντας ανανεωμένο | ανανεωμένος, -η, -ο | ανανεωμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | ανανεώσει | ανανεωθεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | verlängere | ||
du | verlängerst | |||
er, sie, es | verlängert | |||
Präteritum | ich | verlängerte | ||
Konjunktiv II | ich | verlängerte | ||
Imperativ | Singular | verlängere! | ||
Plural | verlängert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
verlängert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:verlängern |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | erneuere | ||
du | erneuerst | |||
er, sie, es | erneuert | |||
Präteritum | ich | erneuerte | ||
Konjunktiv II | ich | erneuerte | ||
Imperativ | Singular | erneuere! | ||
Plural | erneuert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
erneuert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:erneuern |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | verjünge | ||
du | verjüngst | |||
er, sie, es | verjüngt | |||
Präteritum | ich | verjüngte | ||
Konjunktiv II | ich | verjüngte | ||
Imperativ | Singular | verjünge! | ||
Plural | verjüngt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
verjüngt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:verjüngen |
ανανεώνω [ananeóno] -ομαι : 1α.(για πργ.) αντικαθιστώ, αλλάζω κτ. παλιό με άλλο καινούριο: ανανεώνω την επίπλωση του σπιτιού. Θα ανανεωθούν τα λεωφορεία των αστικών συγκοινωνιών. ανανεώνω το νερό στο βάζο, βάζω φρέσκο. || (παθ.) για φυσικό στοιχείο που δεν εξαντλείται ούτε χάνεται, που είναι ανανεώσιμο. β. (για αφηρ. ουσ.) φέρνω ριζικές μεταβολές σε κτ., προσαρμόζω κτ. σε νέα δεδομένα: Θα ανανεωθούν τα εκπαιδευτικά προγράμματα, θα αναμορφωθούν. Ο καλλιτέχνης χρησιμοποίησε ανανεωμένους τρόπους έκφρασης. || (παθ., για πρόσ.) παρουσιάζω κτ. καινούριο, ως προϊόν της πνευματικής συνήθ. εργασίας μου: Ο επιστήμονας πρέπει να ανανεώνεται συνεχώς. γ. αντικαθιστώ ένα ηλικιωμένο ή ακατάλληλο πρόσωπο με ένα νέο και δυναμικό: Θα ανανεωθούν τα στελέχη της εταιρείας. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.