auffrischen
 

φρεσκάρω Verb
(18)
ανανεώνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Lasst mich Eure Erinnerung auffrischen.Τότε, επίτρεψέ μου να σου φρεσκάρω τη μνήμη.

Übersetzung nicht bestätigt

Darf ich das Gedächtnis der Zeugin auffrischen?Μπορώ να φρεσκάρω εγώ τη μνήμη της, κύριε Ντάνσερ;

Übersetzung nicht bestätigt

Ich will euch das Gedächtnis auffrischen:Σας ξέρω όλους καλά. Θα σου φρεσκάρω τη μνήμη.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich werde dein Gedächtnis ein wenig auffrischen.Ασε να φρεσκάρω την μνήμη. Γύρνα πίσω

Übersetzung nicht bestätigt

Soll ich dein Gedächtnis auffrischen.Πρέπει να σου φρεσκάρω τη μνήμη.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik

Noch keine Informationen zur Grammatik vorhanden.



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
φρεσκάρωφρεσκάρουμε, φρεσκάρομεφρεσκάρομαιφρεσκαριζόμαστε
φρεσκάρειςφρεσκάρετεφρεσκάρεσαιφρεσκάρεστε, φρεσκαριζόσαστε
φρεσκάρειφρεσκάρουν(ε)φρεσκάρεταιφρεσκάρονται
Imper
fekt
φρέσκαρα, φρεσκάριζαφρεσκάραμεφρεσκαριζόμουν(α)φρεσκαριζόμαστε, φρεσκαριζόμασταν
φρέσκαρες, φρεσκάριζεςφρεσκάρατεφρεσκαριζόσουν(α)φρεσκαριζόσαστε, φρεσκαριζόσασταν
φρέσκαρε, φρεσκάριζεφρέσκαραν, φρεσκάραν(ε), φρεσκάριζανφρεσκαριζόταν(ε)φρεσκάρονταν, φρεσκαριζόντανε, φρεσκαριζόντουσαν
Aoristφρέσκαρα, φρεσκάρισαφρεσκάραμεφρεσκαρίστηκαφρεσκαριστήκαμε
φρέσκαρες, φρεσκάρισεςφρεσκάρατεφρεσκαρίστηκεςφρεσκαριστήκατε
φρέσκαρε, φρεσκάρισεφρέσκαραν, φρεσκάραν(ε), φρεσκάρισανφρεσκαρίστηκεφρεσκαριστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω φρεσκάρει
έχω φρεσκαρισμένο
έχουμε φρεσκάρει
έχουμε φρεσκαρισμένο
έχω φρεσκαριστεί
είμαι φρεσκαρισμένος, -η
έχουμε φρεσκαριστεί
είμαστε φρεσκαρισμένοι, -ες
έχεις φρεσκάρει
έχεις φρεσκαρισμένο
έχετε φρεσκάρει
έχετε φρεσκαρισμένο
έχεις φρεσκαριστεί
είσαι φρεσκαρισμένος, -η
έχετε φρεσκαριστεί
είστε φρεσκαρισμένοι, -ες
έχει φρεσκάρει
έχει φρεσκαρισμένο
έχουν φρεσκάρει
έχουν φρεσκαρισμένο
έχει φρεσκαριστεί
είναι φρεσκαρισμένος, -η, -ο
έχουν φρεσκαριστεί
είναι φρεσκαρισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα φρεσκάρει
είχα φρεσκαρισμένο
είχαμε φρεσκάρει
είχαμε φρεσκαρισμένο
είχα φρεσκαριστεί
ήμουν φρεσκαρισμένος, -η
είχαμε φρεσκαριστεί
ήμαστε φρεσκαρισμένοι, -ες
είχες φρεσκάρει
είχες φρεσκαρισμένο
είχατε φρεσκάρει
είχατε φρεσκαρισμένο
είχες φρεσκαριστεί
ήσουν φρεσκαρισμένος, -η
είχατε φρεσκαριστεί
ήσαστε φρεσκαρισμένοι, -ες
είχε φρεσκάρει
είχε φρεσκαρισμένο
είχαν φρεσκάρει
είχαν φρεσκαρισμένο
είχε φρεσκαριστεί
ήταν φρεσκαρισμένος, -η, -ο
είχαν φρεσκαριστεί
ήταν φρεσκαρισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα φρεσκάρωθα φρεσκάρουμε, θα φρεσκάρομεθα φρεσκάρομαιθα φρεσκαριζόμαστε
θα φρεσκάρειςθα φρεσκάρετεθα φρεσκάρεσαιθα φρεσκάρεστε, θα φρεσκαριζόσαστε
θα φρεσκάρειθα φρεσκάρουν(ε)θα φρεσκάρεταιθα φρεσκάρονται
Fut
ur
θα φρεσκάρωθα φρεσκάρουμε, θα φρεσκάρομεθα φρεσκαριστώθα φρεσκαριστούμε
θα φρεσκάρειςθα φρεσκάρετεθα φρεσκαριστείςθα φρεσκαριστείτε
θα φρεσκάρειθα φρεσκάρουν(ε)θα φρεσκαριστείθα φρεσκαριστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω φρεσκάρει
θα έχω φρεσκαρισμένο
θα έχουμε φρεσκάρει
θα έχουμε φρεσκαρισμένο
θα έχω φρεσκαριστεί
θα είμαι φρεσκαρισμένος, -η
θα έχουμε φρεσκαριστεί
θα είμαστε φρεσκαρισμένοι, -ες
θα έχεις φρεσκάρει
θα έχεις φρεσκαρισμένο
θα έχετε φρεσκάρει
θα έχετε φρεσκαρισμένο
θα έχεις φρεσκαριστεί
θα είσαι φρεσκαρισμένος, -η
θα έχετε φρεσκαριστεί
θα είστε φρεσκαρισμένοι, -ες
θα έχει φρεσκάρει
θα έχει φρεσκαρισμένο
θα έχουν φρεσκάρει
θα έχουν φρεσκαρισμένο
θα έχει φρεσκαριστεί
θα είναι φρεσκαρισμένος, -η, -ο
θα έχουν φρεσκαριστεί
θα είναι φρεσκαρισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να φρεσκάρωνα φρεσκάρουμε, να φρεσκάρομενα φρεσκάρομαινα φρεσκαριζόμαστε
να φρεσκάρειςνα φρεσκάρετενα φρεσκάρεσαινα φρεσκάρεστε, να φρεσκαριζόσαστε
να φρεσκάρεινα φρεσκάρουν(ε)να φρεσκάρεταινα φρεσκάρονται
Aoristνα φρεσκάρωνα φρεσκάρουμε, να φρεσκάρομενα φρεσκαριστώνα φρεσκαριστούμε
να φρεσκάρειςνα φρεσκάρετενα φρεσκαριστείςνα φρεσκαριστείτε
να φρεσκάρεινα φρεσκάρουν(ε)να φρεσκαριστείνα φρεσκαριστούν(ε)
Perfνα έχω φρεσκάρει
να έχω φρεσκαρισμένο
να έχουμε φρεσκάρει
να έχουμε φρεσκαρισμένο
να έχω φρεσκαριστεί
να είμαι φρεσκαρισμένος, -η
να έχουμε φρεσκαριστεί
να είμαστε φρεσκαρισμένοι, -ες
να έχεις φρεσκάρει
να έχεις φρεσκαρισμένο
να έχετε φρεσκάρει
να έχετε φρεσκαρισμένο
να έχεις φρεσκαριστεί
να είσαι φρεσκαρισμένος, -η
να έχετε φρεσκαριστεί
να είστε φρεσκαρισμένοι, -ες
να έχει φρεσκάρει
να έχει φρεσκαρισμένο
να έχουν φρεσκάρει
να έχουν φρεσκαρισμένο
να έχει φρεσκαριστεί
να είναι φρεσκαρισμένος, -η, -ο
να έχουν φρεσκαριστεί
να είναι φρεσκαρισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presφρεσκάρε, φρεσκάριζεφρεσκάρετεφρεσκάρεστε
Aoristφρεσκάρε, φρεσκάρισεφρεσκάρετεφρεσκαρίσουφρεσκαριστείτε
Part
izip
Presφρεσκάροντας
Perfέχοντας φρεσκάρει, έχοντας φρεσκαρισμένοφρεσκαρισμένος, -η, -οφρεσκαρισμένοι, -ες, -α
InfinAoristφρεσκάρειφρεσκαριστεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ανανεώνωανανεώνουμε, ανανεώνομεανανεώνομαιανανεωνόμαστε
ανανεώνειςανανεώνετεανανεώνεσαιανανεώνεστε, ανανεωνόσαστε
ανανεώνειανανεώνουν(ε)ανανεώνεταιανανεώνονται
Imper
fekt
ανανέωναανανεώναμεανανεωνόμουν(α)ανανεωνόμαστε, ανανεωνόμασταν
ανανέωνεςανανεώνατεανανεωνόσουν(α)ανανεωνόσαστε, ανανεωνόσασταν
ανανέωνεανανέωναν, ανανεώναν(ε)ανανεωνόταν(ε)ανανεώνονταν, ανανεωνόντανε, ανανεωνόντουσαν
Aoristανανέωσαανανεώσαμεανανεώθηκαανανεωθήκαμε
ανανέωσεςανανεώσατεανανεώθηκεςανανεωθήκατε
ανανέωσεανανέωσαν, ανανεώσαν(ε)ανανεώθηκεανανεώθηκαν, ανανεωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ανανεώσει
έχω ανανεωμένο
έχουμε ανανεώσει
έχουμε ανανεωμένο
έχω ανανεωθεί
είμαι ανανεωμένος, -η
έχουμε ανανεωθεί
είμαστε ανανεωμένοι, -ες
έχεις ανανεώσει
έχεις ανανεωμένο
έχετε ανανεώσει
έχετε ανανεωμένο
έχεις ανανεωθεί
είσαι ανανεωμένος, -η
έχετε ανανεωθεί
είστε ανανεωμένοι, -ες
έχει ανανεώσει
έχει ανανεωμένο
έχουν ανανεώσει
έχουν ανανεωμένο
έχει ανανεωθεί
είναι ανανεωμένος, -η, -ο
έχουν ανανεωθεί
είναι ανανεωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ανανεώσει
είχα ανανεωμένο
είχαμε ανανεώσει
είχαμε ανανεωμένο
είχα ανανεωθεί
ήμουν ανανεωμένος, -η
είχαμε ανανεωθεί
ήμαστε ανανεωμένοι, -ες
είχες ανανεώσει
είχες ανανεωμένο
είχατε ανανεώσει
είχατε ανανεωμένο
είχες ανανεωθεί
ήσουν ανανεωμένος, -η
είχατε ανανεωθεί
ήσαστε ανανεωμένοι, -ες
είχε ανανεώσει
είχε ανανεωμένο
είχαν ανανεώσει
είχαν ανανεωμένο
είχε ανανεωθεί
ήταν ανανεωμένος, -η, -ο
είχαν ανανεωθεί
ήταν ανανεωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ανανεώνωθα ανανεώνουμε, θα ανανεώνομεθα ανανεώνομαιθα ανανεωνόμαστε
θα ανανεώνειςθα ανανεώνετεθα ανανεώνεσαιθα ανανεώνεστε, θα ανανεωνόσαστε
θα ανανεώνειθα ανανεώνουν(ε)θα ανανεώνεταιθα ανανεώνονται
Fut
ur
θα ανανεώσωθα ανανεώσουμε, θα ανανεώσομεθα ανανεωθώθα ανανεωθούμε
θα ανανεώσειςθα ανανεώσετεθα ανανεωθείςθα ανανεωθείτε
θα ανανεώσειθα ανανεώσουνθα ανανεωθείθα ανανεωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ανανεώσει
θα έχω ανανεωμένο
θα έχουμε ανανεώσει
θα έχουμε ανανεωμένο
θα έχω ανανεωθεί
θα είμαι ανανεωμένος, -η
θα έχουμε ανανεωθεί
θα είμαστε ανανεωμένοι, -ες
θα έχεις ανανεώσει
θα έχεις ανανεωμένο
θα έχετε ανανεώσει
θα έχετε ανανεωμένο
θα έχεις ανανεωθεί
θα είσαι ανανεωμένος, -η
θα έχετε ανανεωθεί
θα είστε ανανεωμένοι, -ες
θα έχει ανανεώσει
θα έχει ανανεωμένο
θα έχουν ανανεώσει
θα έχουν ανανεωμένο
θα έχει ανανεωθεί
θα είναι ανανεωμένος, -η, -ο
θα έχουν ανανεωθεί
θα είναι ανανεωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ανανεώνωνα ανανεώνουμε, να ανανεώνομενα ανανεώνομαινα ανανεωνόμαστε
να ανανεώνειςνα ανανεώνετενα ανανεώνεσαινα ανανεώνεστε, να ανανεωνόσαστε
να ανανεώνεινα ανανεώνουν(ε)να ανανεώνεταινα ανανεώνονται
Aoristνα ανανεώσωνα ανανεώσουμε, να ανανεώσομενα ανανεωθώνα ανανεωθούμε
να ανανεώσειςνα ανανεώσετενα ανανεωθείςνα ανανεωθείτε
να ανανεώσεινα ανανεώσουν(ε)να ανανεωθείνα ανανεωθούν(ε)
Perfνα έχω ανανεώσει
να έχω ανανεωμένο
να έχουμε ανανεώσει
να έχουμε ανανεωμένο
να έχω ανανεωθεί
να είμαι ανανεωμένος, -η
να έχουμε ανανεωθεί
να είμαστε ανανεωμένοι, -ες
να έχεις ανανεώσει
να έχεις ανανεωμένο
να έχετε ανανεώσει
να έχετε ανανεωμένο
να έχεις ανανεωθεί
να είσαι ανανεωμένος, -η
να έχετε ανανεωθεί
να είστε ανανεωμένοι, -ες
να έχει ανανεώσει
να έχει ανανεωμένο
να έχουν ανανεώσει
να έχουν ανανεωμένο
να έχει ανανεωθεί
να είναι ανανεωμένος, -η, -ο
να έχουν ανανεωθεί
να είναι ανανεωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presανανέωνεανανεώνετεανανεώνεστε
Aoristανανέωσεανανεώσετε, ανανεώστεανανεώσουανανεωθείτε
Part
izip
Presανανεώνοντας
Perfέχοντας ανανεώσει, έχοντας ανανεωμένοανανεωμένος, -η, -οανανεωμένοι, -ες, -α
InfinAoristανανεώσειανανεωθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback