erneuern
 Verb

ανακαινίζω Verb
(0)
ανανεώνω Verb
(0)
αναπλάσσω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Mr. Dietrichson ist seit drei Jahren bei uns versichert und wir möchten die Policen erneuern.Έχουμε την ασφάλεια 3 χρόνια και δε μας αρέσει να λήγουν τα συμβόλαια.

Übersetzung nicht bestätigt

Wie gesagt, wir würden die Verträge gerne erneuern.Όπως έλεγα, δε μας αρέσει να λήγουν τα συμβόλαιά μας.

Übersetzung nicht bestätigt

Eine Liste von Firmen, die ihre Kredite erneuern lassen wollen.Η λίστα των ληξιπρόθεσμων της εβδομάδας. Σημείωσα με κόκκινο όσους ζητούν ανανέωση.

Übersetzung nicht bestätigt

"Wir wollen die zu klein gewordene Schule vergrößern." Und Sie schreiben: "Wir wollen die zu klein gewordene Schule vergrößern und den Glockenstuhl der Kirche erneuern."Εδώ που έγραψα ότι θα μεγαλώσουμε το σχολείο... εσύ έγραψες ότι θα μεγαλώσουμε το σχολείο... κι ότι θα φτιάξουμε και το καμπαναριό.

Übersetzung nicht bestätigt

Es muss seine molekulare Struktur mit jeder Mikrosekunde erneuern können.Πρέπει να ανανέωνε την μοριακή δομή του... κάθε στιγμή.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ανανεώνωανανεώνουμε, ανανεώνομεανανεώνομαιανανεωνόμαστε
ανανεώνειςανανεώνετεανανεώνεσαιανανεώνεστε, ανανεωνόσαστε
ανανεώνειανανεώνουν(ε)ανανεώνεταιανανεώνονται
Imper
fekt
ανανέωναανανεώναμεανανεωνόμουν(α)ανανεωνόμαστε, ανανεωνόμασταν
ανανέωνεςανανεώνατεανανεωνόσουν(α)ανανεωνόσαστε, ανανεωνόσασταν
ανανέωνεανανέωναν, ανανεώναν(ε)ανανεωνόταν(ε)ανανεώνονταν, ανανεωνόντανε, ανανεωνόντουσαν
Aoristανανέωσαανανεώσαμεανανεώθηκαανανεωθήκαμε
ανανέωσεςανανεώσατεανανεώθηκεςανανεωθήκατε
ανανέωσεανανέωσαν, ανανεώσαν(ε)ανανεώθηκεανανεώθηκαν, ανανεωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ανανεώσει
έχω ανανεωμένο
έχουμε ανανεώσει
έχουμε ανανεωμένο
έχω ανανεωθεί
είμαι ανανεωμένος, -η
έχουμε ανανεωθεί
είμαστε ανανεωμένοι, -ες
έχεις ανανεώσει
έχεις ανανεωμένο
έχετε ανανεώσει
έχετε ανανεωμένο
έχεις ανανεωθεί
είσαι ανανεωμένος, -η
έχετε ανανεωθεί
είστε ανανεωμένοι, -ες
έχει ανανεώσει
έχει ανανεωμένο
έχουν ανανεώσει
έχουν ανανεωμένο
έχει ανανεωθεί
είναι ανανεωμένος, -η, -ο
έχουν ανανεωθεί
είναι ανανεωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ανανεώσει
είχα ανανεωμένο
είχαμε ανανεώσει
είχαμε ανανεωμένο
είχα ανανεωθεί
ήμουν ανανεωμένος, -η
είχαμε ανανεωθεί
ήμαστε ανανεωμένοι, -ες
είχες ανανεώσει
είχες ανανεωμένο
είχατε ανανεώσει
είχατε ανανεωμένο
είχες ανανεωθεί
ήσουν ανανεωμένος, -η
είχατε ανανεωθεί
ήσαστε ανανεωμένοι, -ες
είχε ανανεώσει
είχε ανανεωμένο
είχαν ανανεώσει
είχαν ανανεωμένο
είχε ανανεωθεί
ήταν ανανεωμένος, -η, -ο
είχαν ανανεωθεί
ήταν ανανεωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ανανεώνωθα ανανεώνουμε, θα ανανεώνομεθα ανανεώνομαιθα ανανεωνόμαστε
θα ανανεώνειςθα ανανεώνετεθα ανανεώνεσαιθα ανανεώνεστε, θα ανανεωνόσαστε
θα ανανεώνειθα ανανεώνουν(ε)θα ανανεώνεταιθα ανανεώνονται
Fut
ur
θα ανανεώσωθα ανανεώσουμε, θα ανανεώσομεθα ανανεωθώθα ανανεωθούμε
θα ανανεώσειςθα ανανεώσετεθα ανανεωθείςθα ανανεωθείτε
θα ανανεώσειθα ανανεώσουνθα ανανεωθείθα ανανεωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ανανεώσει
θα έχω ανανεωμένο
θα έχουμε ανανεώσει
θα έχουμε ανανεωμένο
θα έχω ανανεωθεί
θα είμαι ανανεωμένος, -η
θα έχουμε ανανεωθεί
θα είμαστε ανανεωμένοι, -ες
θα έχεις ανανεώσει
θα έχεις ανανεωμένο
θα έχετε ανανεώσει
θα έχετε ανανεωμένο
θα έχεις ανανεωθεί
θα είσαι ανανεωμένος, -η
θα έχετε ανανεωθεί
θα είστε ανανεωμένοι, -ες
θα έχει ανανεώσει
θα έχει ανανεωμένο
θα έχουν ανανεώσει
θα έχουν ανανεωμένο
θα έχει ανανεωθεί
θα είναι ανανεωμένος, -η, -ο
θα έχουν ανανεωθεί
θα είναι ανανεωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ανανεώνωνα ανανεώνουμε, να ανανεώνομενα ανανεώνομαινα ανανεωνόμαστε
να ανανεώνειςνα ανανεώνετενα ανανεώνεσαινα ανανεώνεστε, να ανανεωνόσαστε
να ανανεώνεινα ανανεώνουν(ε)να ανανεώνεταινα ανανεώνονται
Aoristνα ανανεώσωνα ανανεώσουμε, να ανανεώσομενα ανανεωθώνα ανανεωθούμε
να ανανεώσειςνα ανανεώσετενα ανανεωθείςνα ανανεωθείτε
να ανανεώσεινα ανανεώσουν(ε)να ανανεωθείνα ανανεωθούν(ε)
Perfνα έχω ανανεώσει
να έχω ανανεωμένο
να έχουμε ανανεώσει
να έχουμε ανανεωμένο
να έχω ανανεωθεί
να είμαι ανανεωμένος, -η
να έχουμε ανανεωθεί
να είμαστε ανανεωμένοι, -ες
να έχεις ανανεώσει
να έχεις ανανεωμένο
να έχετε ανανεώσει
να έχετε ανανεωμένο
να έχεις ανανεωθεί
να είσαι ανανεωμένος, -η
να έχετε ανανεωθεί
να είστε ανανεωμένοι, -ες
να έχει ανανεώσει
να έχει ανανεωμένο
να έχουν ανανεώσει
να έχουν ανανεωμένο
να έχει ανανεωθεί
να είναι ανανεωμένος, -η, -ο
να έχουν ανανεωθεί
να είναι ανανεωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presανανέωνεανανεώνετεανανεώνεστε
Aoristανανέωσεανανεώσετε, ανανεώστεανανεώσουανανεωθείτε
Part
izip
Presανανεώνοντας
Perfέχοντας ανανεώσει, έχοντας ανανεωμένοανανεωμένος, -η, -οανανεωμένοι, -ες, -α
InfinAoristανανεώσειανανεωθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback