αναπλάσσω Verb  [anaplasso, anaplassw]

  Verb
(0)

GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter



Griechische Definition zu αναπλάσσω

αναπλάσσω [anapláso] (& less freq αναπλάττω) aor ανέπλασα & ανάπλασα, subj αναπλάσω, ppp αναπλασμένος, mediop αναπλάσσομαι, aor subj αναπλαστώ (L)

① form anew, reform, regenerate, remodel (syn in αναπλάθω 1):
αναπλάσσω το βίο, τον πολιτισμό |
ο Xριστιανισμός ανέπλασε τη ζωή της ανθρωπότητας |
εκείνο που διαρκώς αναπλάσσεται, εκείνο ζει (Spandonidis) |
ως θρησκευόμενος δέχεται την απόλυτη αλήθεια που τον αναπλάσσει με τα δικά της μέτρα (Tatakis)
② fig recall to mind (syn in αναπλάθω 2):
κατά την εντύπωση (κρύο-ζεστό, μαλακό-σκληρό) αναπλάττομε με τη φαντασία αισθήματα θερμοκρασίας και αφής (Papanoutsos) |
ο Bιργίλιος ανέπλαττε όσα αντέγραφε (Palam)
③ reconstruct, re-create (near-syn ξαναπλάθω, αναδημιουργώ, αναπαριστώ):
είναι δύσκολο να αναπλάσουμε το βίο και καθολικότερα τον πολιτισμό με τα τόσο σποραδικά λείψανα που μας έδωσε η έρευνα (NPlaton) |
ο σκηνοθέτης έχει αναπλάσει επιδεξιότατα την ατμόσφαιρα και το ύφος του συγγραφέως (Ploritis)
[fr MG αναπλάσσω ← K (pap, 3rd c. BC), PatrG ἀναπλάσσω ← AG ἀναπλάσσω & -ττω]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback