φρεσκάρω Verb  [freskaro, freskarw]

(18)
  Verb
(0)

Erklärung zu φρεσκάρω

In der Regel gehören griechische Verben die auf -άρω Enden zur neugriechischen Umgangssprache und werden aus Fremdwörtern gebildet.

Etymologie zu φρεσκάρω

φρεσκάρω φρέσκος + -άρω


GriechischDeutsch
Τότε, επίτρεψέ μου να σου φρεσκάρω τη μνήμη.Lasst mich Eure Erinnerung auffrischen.

Übersetzung nicht bestätigt

Μπορώ να φρεσκάρω εγώ τη μνήμη της, κύριε Ντάνσερ;Darf ich das Gedächtnis der Zeugin auffrischen?

Übersetzung nicht bestätigt

Σας ξέρω όλους καλά. Θα σου φρεσκάρω τη μνήμη.Ich will euch das Gedächtnis auffrischen:

Übersetzung nicht bestätigt

Ασε να φρεσκάρω την μνήμη. Γύρνα πίσωIch werde dein Gedächtnis ein wenig auffrischen.

Übersetzung nicht bestätigt

Πρέπει να σου φρεσκάρω τη μνήμη.Soll ich dein Gedächtnis auffrischen.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu φρεσκάρω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
φρεσκάρωφρεσκάρουμε, φρεσκάρομεφρεσκάρομαιφρεσκαριζόμαστε
φρεσκάρειςφρεσκάρετεφρεσκάρεσαιφρεσκάρεστε, φρεσκαριζόσαστε
φρεσκάρειφρεσκάρουν(ε)φρεσκάρεταιφρεσκάρονται
Imper
fekt
φρέσκαρα, φρεσκάριζαφρεσκάραμεφρεσκαριζόμουν(α)φρεσκαριζόμαστε, φρεσκαριζόμασταν
φρέσκαρες, φρεσκάριζεςφρεσκάρατεφρεσκαριζόσουν(α)φρεσκαριζόσαστε, φρεσκαριζόσασταν
φρέσκαρε, φρεσκάριζεφρέσκαραν, φρεσκάραν(ε), φρεσκάριζανφρεσκαριζόταν(ε)φρεσκάρονταν, φρεσκαριζόντανε, φρεσκαριζόντουσαν
Aoristφρέσκαρα, φρεσκάρισαφρεσκάραμεφρεσκαρίστηκαφρεσκαριστήκαμε
φρέσκαρες, φρεσκάρισεςφρεσκάρατεφρεσκαρίστηκεςφρεσκαριστήκατε
φρέσκαρε, φρεσκάρισεφρέσκαραν, φρεσκάραν(ε), φρεσκάρισανφρεσκαρίστηκεφρεσκαριστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω φρεσκάρει
έχω φρεσκαρισμένο
έχουμε φρεσκάρει
έχουμε φρεσκαρισμένο
έχω φρεσκαριστεί
είμαι φρεσκαρισμένος, -η
έχουμε φρεσκαριστεί
είμαστε φρεσκαρισμένοι, -ες
έχεις φρεσκάρει
έχεις φρεσκαρισμένο
έχετε φρεσκάρει
έχετε φρεσκαρισμένο
έχεις φρεσκαριστεί
είσαι φρεσκαρισμένος, -η
έχετε φρεσκαριστεί
είστε φρεσκαρισμένοι, -ες
έχει φρεσκάρει
έχει φρεσκαρισμένο
έχουν φρεσκάρει
έχουν φρεσκαρισμένο
έχει φρεσκαριστεί
είναι φρεσκαρισμένος, -η, -ο
έχουν φρεσκαριστεί
είναι φρεσκαρισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα φρεσκάρει
είχα φρεσκαρισμένο
είχαμε φρεσκάρει
είχαμε φρεσκαρισμένο
είχα φρεσκαριστεί
ήμουν φρεσκαρισμένος, -η
είχαμε φρεσκαριστεί
ήμαστε φρεσκαρισμένοι, -ες
είχες φρεσκάρει
είχες φρεσκαρισμένο
είχατε φρεσκάρει
είχατε φρεσκαρισμένο
είχες φρεσκαριστεί
ήσουν φρεσκαρισμένος, -η
είχατε φρεσκαριστεί
ήσαστε φρεσκαρισμένοι, -ες
είχε φρεσκάρει
είχε φρεσκαρισμένο
είχαν φρεσκάρει
είχαν φρεσκαρισμένο
είχε φρεσκαριστεί
ήταν φρεσκαρισμένος, -η, -ο
είχαν φρεσκαριστεί
ήταν φρεσκαρισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα φρεσκάρωθα φρεσκάρουμε, θα φρεσκάρομεθα φρεσκάρομαιθα φρεσκαριζόμαστε
θα φρεσκάρειςθα φρεσκάρετεθα φρεσκάρεσαιθα φρεσκάρεστε, θα φρεσκαριζόσαστε
θα φρεσκάρειθα φρεσκάρουν(ε)θα φρεσκάρεταιθα φρεσκάρονται
Fut
ur
θα φρεσκάρωθα φρεσκάρουμε, θα φρεσκάρομεθα φρεσκαριστώθα φρεσκαριστούμε
θα φρεσκάρειςθα φρεσκάρετεθα φρεσκαριστείςθα φρεσκαριστείτε
θα φρεσκάρειθα φρεσκάρουν(ε)θα φρεσκαριστείθα φρεσκαριστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω φρεσκάρει
θα έχω φρεσκαρισμένο
θα έχουμε φρεσκάρει
θα έχουμε φρεσκαρισμένο
θα έχω φρεσκαριστεί
θα είμαι φρεσκαρισμένος, -η
θα έχουμε φρεσκαριστεί
θα είμαστε φρεσκαρισμένοι, -ες
θα έχεις φρεσκάρει
θα έχεις φρεσκαρισμένο
θα έχετε φρεσκάρει
θα έχετε φρεσκαρισμένο
θα έχεις φρεσκαριστεί
θα είσαι φρεσκαρισμένος, -η
θα έχετε φρεσκαριστεί
θα είστε φρεσκαρισμένοι, -ες
θα έχει φρεσκάρει
θα έχει φρεσκαρισμένο
θα έχουν φρεσκάρει
θα έχουν φρεσκαρισμένο
θα έχει φρεσκαριστεί
θα είναι φρεσκαρισμένος, -η, -ο
θα έχουν φρεσκαριστεί
θα είναι φρεσκαρισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να φρεσκάρωνα φρεσκάρουμε, να φρεσκάρομενα φρεσκάρομαινα φρεσκαριζόμαστε
να φρεσκάρειςνα φρεσκάρετενα φρεσκάρεσαινα φρεσκάρεστε, να φρεσκαριζόσαστε
να φρεσκάρεινα φρεσκάρουν(ε)να φρεσκάρεταινα φρεσκάρονται
Aoristνα φρεσκάρωνα φρεσκάρουμε, να φρεσκάρομενα φρεσκαριστώνα φρεσκαριστούμε
να φρεσκάρειςνα φρεσκάρετενα φρεσκαριστείςνα φρεσκαριστείτε
να φρεσκάρεινα φρεσκάρουν(ε)να φρεσκαριστείνα φρεσκαριστούν(ε)
Perfνα έχω φρεσκάρει
να έχω φρεσκαρισμένο
να έχουμε φρεσκάρει
να έχουμε φρεσκαρισμένο
να έχω φρεσκαριστεί
να είμαι φρεσκαρισμένος, -η
να έχουμε φρεσκαριστεί
να είμαστε φρεσκαρισμένοι, -ες
να έχεις φρεσκάρει
να έχεις φρεσκαρισμένο
να έχετε φρεσκάρει
να έχετε φρεσκαρισμένο
να έχεις φρεσκαριστεί
να είσαι φρεσκαρισμένος, -η
να έχετε φρεσκαριστεί
να είστε φρεσκαρισμένοι, -ες
να έχει φρεσκάρει
να έχει φρεσκαρισμένο
να έχουν φρεσκάρει
να έχουν φρεσκαρισμένο
να έχει φρεσκαριστεί
να είναι φρεσκαρισμένος, -η, -ο
να έχουν φρεσκαριστεί
να είναι φρεσκαρισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presφρεσκάρε, φρεσκάριζεφρεσκάρετεφρεσκάρεστε
Aoristφρεσκάρε, φρεσκάρισεφρεσκάρετεφρεσκαρίσουφρεσκαριστείτε
Part
izip
Presφρεσκάροντας
Perfέχοντας φρεσκάρει, έχοντας φρεσκαρισμένοφρεσκαρισμένος, -η, -οφρεσκαρισμένοι, -ες, -α
InfinAoristφρεσκάρειφρεσκαριστεί





Griechische Definition zu φρεσκάρω

φρεσκάρω [freskáro] -ομαι : 1. προσδίδω σε κτ. δροσερότητα, φρεσκά δα, κάνω κτ. να φαίνεται φρέσκο, καινούριο, το ανανεώνω: φρεσκάρω τα λουλού δια / το χτένισμα. (ειδ.) φρεσκάρω τα ρούχα / το κουστούμι, τα πλένω και τα σιδε ρώνω. || (παθ.) πλένομαι, χτενίζομαι, (και ειδ. για γυναίκες) μακιγιάρομαι: Πάω να φρεσκαριστώ λίγο. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback