Deutsch | Griechisch |
---|---|
Ein Windhauch aus Key West... würde uns alle erfrischen. | Ίσως μια πνοή από το Κι Γουέστ να είναι αναζωογονητική για όλους μας. Übersetzung nicht bestätigt |
Trink aus, Henri. Dann gehen wir in den Louvre und erfrischen unseren Geist. | Πιες το ποτό σου, Ανρί και μετά θα πάμε στο Λούβρο... να αναζωογονηθούμε. Übersetzung nicht bestätigt |
Ich weiss, was dich erfrischen würde. | Ξερω τι θα σε δροσισει. Übersetzung nicht bestätigt |
Mr. Smolikoff, tun Sie mir den Gefallen und erfrischen Sie sich mit meinem Bad. Ich nehme dann später Ihres. | Σε παρακαλω, κανε μου μια χαρη. Übersetzung nicht bestätigt |
Turner, zeigen Sie den Herrschaften, wo sie sich erfrischen können. | Ο Τέρνερ θα σας οδηγήσει να φρεσκαριστείτε. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
erquicken |
erfrischen |
Ähnliche Wörter |
---|
erfrischend |
erfrischendes Wasser |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | erfrische | ||
du | erfrischst erfrischt | |||
er, sie, es | erfrischt | |||
Präteritum | ich | erfrischte | ||
Konjunktiv II | ich | erfrischte | ||
Imperativ | Singular | erfrisch! erfrische! | ||
Plural | erfrischt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
erfrischt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:erfrischen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | δροσίζω | δροσίζουμε, δροσίζομε | δροσίζομαι | δροσιζόμαστε |
δροσίζεις | δροσίζετε | δροσίζεσαι | δροσίζεστε, δροσιζόσαστε | ||
δροσίζει | δροσίζουν(ε) | δροσίζεται | δροσίζονται | ||
Imper fekt | δρόσιζα | δροσίζαμε | δροσιζόμουν(α) | δροσιζόμαστε, δροσιζόμασταν | |
δρόσιζες | δροσίζατε | δροσιζόσουν(α) | δροσιζόσαστε, δροσιζόσασταν | ||
δρόσιζε | δρόσιζαν, δροσίζαν(ε) | δροσιζόταν(ε) | δροσίζονταν, δροσιζόντανε, δροσιζόντουσαν | ||
Aorist | δρόσισα | δροσίσαμε | δροσίστηκα | δροσιστήκαμε | |
δρόσισες | δροσίσατε | δροσίστηκες | δροσιστήκατε | ||
δρόσισε | δρόσισαν, δροσίσαν(ε) | δροσίστηκε | δροσίστηκαν, δροσιστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω δροσίσει έχω δροσισμένο | έχουμε δροσίσει έχουμε δροσισμένο | έχω δροσιστεί είμαι δροσισμένος, -η | έχουμε δροσιστεί είμαστε δροσισμένοι, -ες | |
έχεις δροσίσει έχεις δροσισμένο | έχετε δροσίσει έχετε δροσισμένο | έχεις δροσιστεί είσαι δροσισμένος, -η | έχετε δροσιστεί είστε δροσισμένοι, -ες | ||
έχει δροσίσει έχει δροσισμένο | έχουν δροσίσει έχουν δροσισμένο | έχει δροσιστεί είναι δροσισμένος, -η, -ο | έχουν δροσιστεί είναι δροσισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα δροσίσει είχα δροσισμένο | είχαμε δροσίσει είχαμε δροσισμένο | είχα δροσιστεί ήμουν δροσισμένος, -η | είχαμε δροσιστεί ήμαστε δροσισμένοι, -ες | |
είχες δροσίσει είχες δροσισμένο | είχατε δροσίσει είχατε δροσισμένο | είχες δροσιστεί ήσουν δροσισμένος, -η | είχατε δροσιστεί ήσαστε δροσισμένοι, -ες | ||
είχε δροσίσει είχε δροσισμένο | είχαν δροσίσει είχαν δροσισμένο | είχε δροσιστεί ήταν δροσισμένος, -η, -ο | είχαν δροσιστεί ήταν δροσισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα δροσίζω | θα δροσίζουμε, | θα δροσίζομαι | θα δροσιζόμαστε | |
θα δροσίζεις | θα δροσίζετε | θα δροσίζεσαι | θα δροσίζεστε, | ||
θα δροσίζει | θα δροσίζουν(ε) | θα δροσίζεται | θα δροσίζονται | ||
Fut ur | θα δροσίσω | θα δροσίσουμε, | θα δροσιστώ | θα δροσιστούμε | |
θα δροσίσεις | θα δροσίσετε | θα δροσιστείς | θα δροσιστείτε | ||
θα δροσίσει | θα δροσίσουν(ε) | θα δροσιστεί | θα δροσιστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να δροσίζω | να δροσίζουμε, | να δροσίζομαι | να δροσιζόμαστε |
να δροσίζεις | να δροσίζετε | να δροσίζεσαι | να δροσίζεστε, | ||
να δροσίζει | να δροσίζουν(ε) | να δροσίζεται | να δροσίζονται | ||
Aorist | να δροσίσω | να δροσίσουμε, | να δροσιστώ | να δροσιστούμε | |
να δροσίσεις | να δροσίσετε | να δροσιστείς | να δροσιστείτε | ||
να δροσίσει | να δροσίσουν(ε) | να δροσιστεί | να δροσιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω δροσίσει | να έχουμε δροσίσει | να έχω δροσιστεί | να έχουμε δροσιστεί | |
να έχεις δροσίσει | να έχετε δροσίσει | να έχεις δροσιστεί | να έχετε δροσιστεί | ||
να έχει δροσίσει | να έχουν δροσίσει | να έχει δροσιστεί | να έχουν δροσιστεί | ||
Imper ativ | Pres | δρόσιζε | δροσίζετε | δροσίζεστε | |
Aorist | δρόσισε | δροσίστε | δροσίσου | δροσιστείτε | |
Part izip | Pres | δροσίζοντας | δροσιζόμενος | ||
Perf | έχοντας δροσίσει, έχοντας δροσισμένο | δροσισμένος, -η, -ο | δροσισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | δροσίσει | δροσιστεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | φρεσκάρω | φρεσκάρουμε, φρεσκάρομε | φρεσκάρομαι | φρεσκαριζόμαστε |
φρεσκάρεις | φρεσκάρετε | φρεσκάρεσαι | φρεσκάρεστε, φρεσκαριζόσαστε | ||
φρεσκάρει | φρεσκάρουν(ε) | φρεσκάρεται | φρεσκάρονται | ||
Imper fekt | φρέσκαρα, φρεσκάριζα | φρεσκάραμε | φρεσκαριζόμουν(α) | φρεσκαριζόμαστε, φρεσκαριζόμασταν | |
φρέσκαρες, φρεσκάριζες | φρεσκάρατε | φρεσκαριζόσουν(α) | φρεσκαριζόσαστε, φρεσκαριζόσασταν | ||
φρέσκαρε, φρεσκάριζε | φρέσκαραν, φρεσκάραν(ε), φρεσκάριζαν | φρεσκαριζόταν(ε) | φρεσκάρονταν, φρεσκαριζόντανε, φρεσκαριζόντουσαν | ||
Aorist | φρέσκαρα, φρεσκάρισα | φρεσκάραμε | φρεσκαρίστηκα | φρεσκαριστήκαμε | |
φρέσκαρες, φρεσκάρισες | φρεσκάρατε | φρεσκαρίστηκες | φρεσκαριστήκατε | ||
φρέσκαρε, φρεσκάρισε | φρέσκαραν, φρεσκάραν(ε), φρεσκάρισαν | φρεσκαρίστηκε | φρεσκαριστήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα φρεσκάρω | θα φρεσκάρουμε, | θα φρεσκάρομαι | θα φρεσκαριζόμαστε | |
θα φρεσκάρεις | θα φρεσκάρετε | θα φρεσκάρεσαι | θα φρεσκάρεστε, | ||
θα φρεσκάρει | θα φρεσκάρουν(ε) | θα φρεσκάρεται | θα φρεσκάρονται | ||
Fut ur | θα φρεσκάρω | θα φρεσκάρουμε, | θα φρεσκαριστώ | θα φρεσκαριστούμε | |
θα φρεσκάρεις | θα φρεσκάρετε | θα φρεσκαριστείς | θα φρεσκαριστείτε | ||
θα φρεσκάρει | θα φρεσκάρουν(ε) | θα φρεσκαριστεί | θα φρεσκαριστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να φρεσκάρω | να φρεσκάρουμε, | να φρεσκάρομαι | να φρεσκαριζόμαστε |
να φρεσκάρεις | να φρεσκάρετε | να φρεσκάρεσαι | να φρεσκάρεστε, | ||
να φρεσκάρει | να φρεσκάρουν(ε) | να φρεσκάρεται | να φρεσκάρονται | ||
Aorist | να φρεσκάρω | να φρεσκάρουμε, | να φρεσκαριστώ | να φρεσκαριστούμε | |
να φρεσκάρεις | να φρεσκάρετε | να φρεσκαριστείς | να φρεσκαριστείτε | ||
να φρεσκάρει | να φρεσκάρουν(ε) | να φρεσκαριστεί | να φρεσκαριστούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | φρεσκάρε, φρεσκάριζε | φρεσκάρετε | φρεσκάρεστε | |
Aorist | φρεσκάρε, φρεσκάρισε | φρεσκάρετε | φρεσκαρίσου | φρεσκαριστείτε | |
Part izip | Pres | φρεσκάροντας | |||
Perf | έχοντας φρεσκάρει, έχοντας φρεσκαρισμένο | φρεσκαρισμένος, -η, -ο | φρεσκαρισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | φρεσκάρει | φρεσκαριστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.