erfrischen
 Verb

δροσίζω Verb
(0)
φρεσκάρω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ein Windhauch aus Key West... würde uns alle erfrischen.Ίσως μια πνοή από το Κι Γουέστ να είναι αναζωογονητική για όλους μας.

Übersetzung nicht bestätigt

Trink aus, Henri. Dann gehen wir in den Louvre und erfrischen unseren Geist.Πιες το ποτό σου, Ανρί και μετά θα πάμε στο Λούβρο... να αναζωογονηθούμε.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich weiss, was dich erfrischen würde.Ξερω τι θα σε δροσισει.

Übersetzung nicht bestätigt

Mr. Smolikoff, tun Sie mir den Gefallen und erfrischen Sie sich mit meinem Bad. Ich nehme dann später Ihres.Σε παρακαλω, κανε μου μια χαρη.

Übersetzung nicht bestätigt

Turner, zeigen Sie den Herrschaften, wo sie sich erfrischen können.Ο Τέρνερ θα σας οδηγήσει να φρεσκαριστείτε.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
erquicken
erfrischen

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
δροσίζωδροσίζουμε, δροσίζομεδροσίζομαιδροσιζόμαστε
δροσίζειςδροσίζετεδροσίζεσαιδροσίζεστε, δροσιζόσαστε
δροσίζειδροσίζουν(ε)δροσίζεταιδροσίζονται
Imper
fekt
δρόσιζαδροσίζαμεδροσιζόμουν(α)δροσιζόμαστε, δροσιζόμασταν
δρόσιζεςδροσίζατεδροσιζόσουν(α)δροσιζόσαστε, δροσιζόσασταν
δρόσιζεδρόσιζαν, δροσίζαν(ε)δροσιζόταν(ε)δροσίζονταν, δροσιζόντανε, δροσιζόντουσαν
Aoristδρόσισαδροσίσαμεδροσίστηκαδροσιστήκαμε
δρόσισεςδροσίσατεδροσίστηκεςδροσιστήκατε
δρόσισεδρόσισαν, δροσίσαν(ε)δροσίστηκεδροσίστηκαν, δροσιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω δροσίσει
έχω δροσισμένο
έχουμε δροσίσει
έχουμε δροσισμένο
έχω δροσιστεί
είμαι δροσισμένος, -η
έχουμε δροσιστεί
είμαστε δροσισμένοι, -ες
έχεις δροσίσει
έχεις δροσισμένο
έχετε δροσίσει
έχετε δροσισμένο
έχεις δροσιστεί
είσαι δροσισμένος, -η
έχετε δροσιστεί
είστε δροσισμένοι, -ες
έχει δροσίσει
έχει δροσισμένο
έχουν δροσίσει
έχουν δροσισμένο
έχει δροσιστεί
είναι δροσισμένος, -η, -ο
έχουν δροσιστεί
είναι δροσισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα δροσίσει
είχα δροσισμένο
είχαμε δροσίσει
είχαμε δροσισμένο
είχα δροσιστεί
ήμουν δροσισμένος, -η
είχαμε δροσιστεί
ήμαστε δροσισμένοι, -ες
είχες δροσίσει
είχες δροσισμένο
είχατε δροσίσει
είχατε δροσισμένο
είχες δροσιστεί
ήσουν δροσισμένος, -η
είχατε δροσιστεί
ήσαστε δροσισμένοι, -ες
είχε δροσίσει
είχε δροσισμένο
είχαν δροσίσει
είχαν δροσισμένο
είχε δροσιστεί
ήταν δροσισμένος, -η, -ο
είχαν δροσιστεί
ήταν δροσισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα δροσίζωθα δροσίζουμε, θα δροσίζομεθα δροσίζομαιθα δροσιζόμαστε
θα δροσίζειςθα δροσίζετεθα δροσίζεσαιθα δροσίζεστε, θα δροσιζόσαστε
θα δροσίζειθα δροσίζουν(ε)θα δροσίζεταιθα δροσίζονται
Fut
ur
θα δροσίσωθα δροσίσουμε, θα δροσίζομεθα δροσιστώθα δροσιστούμε
θα δροσίσειςθα δροσίσετεθα δροσιστείςθα δροσιστείτε
θα δροσίσειθα δροσίσουν(ε)θα δροσιστείθα δροσιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω δροσίσει
θα έχω δροσισμένο
θα έχουμε δροσίσει
θα έχουμε δροσισμένο
θα έχω δροσιστεί
θα είμαι δροσισμένος, -η
θα έχουμε δροσιστεί
θα είμαστε δροσισμένοι, -ες
θα έχεις δροσίσει
θα έχεις δροσισμένο
θα έχετε δροσίσει
θα έχετε δροσισμένο
θα έχεις δροσιστεί
θα είσαι δροσισμένος, -η
θα έχετε δροσιστεί
θα είστε δροσισμένοι, -ες
θα έχει δροσίσει
θα έχει δροσισμένο
θα έχουν δροσίσει
θα έχουν δροσισμένο
θα έχει δροσιστεί
θα είναι δροσισμένος, -η, -ο
θα έχουν δροσιστεί
θα είναι δροσισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να δροσίζωνα δροσίζουμε, να δροσίζομενα δροσίζομαινα δροσιζόμαστε
να δροσίζειςνα δροσίζετενα δροσίζεσαινα δροσίζεστε, να δροσιζόσαστε
να δροσίζεινα δροσίζουν(ε)να δροσίζεταινα δροσίζονται
Aoristνα δροσίσωνα δροσίσουμε, να δροσίσομενα δροσιστώνα δροσιστούμε
να δροσίσειςνα δροσίσετενα δροσιστείςνα δροσιστείτε
να δροσίσεινα δροσίσουν(ε)να δροσιστείνα δροσιστούν(ε)
Perfνα έχω δροσίσει
να έχω δροσισμένο
να έχουμε δροσίσει
να έχουμε δροσισμένο
να έχω δροσιστεί
να είμαι δροσισμένος, -η
να έχουμε δροσιστεί
να είμαστε δροσισμένοι, -ες
να έχεις δροσίσει
να έχεις δροσισμένο
να έχετε δροσίσει
να έχετε δροσισμένο
να έχεις δροσιστεί
να είσαι δροσισμένος, -η
να έχετε δροσιστεί
να είστε δροσισμένοι, -ες
να έχει δροσίσει
να έχει δροσισμένο
να έχουν δροσίσει
να έχουν δροσισμένο
να έχει δροσιστεί
να είναι δροσισμένος, -η, -ο
να έχουν δροσιστεί
να είναι δροσισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδρόσιζεδροσίζετεδροσίζεστε
Aoristδρόσισεδροσίστεδροσίσουδροσιστείτε
Part
izip
Presδροσίζονταςδροσιζόμενος
Perfέχοντας δροσίσει, έχοντας δροσισμένοδροσισμένος, -η, -οδροσισμένοι, -ες, -α
InfinAoristδροσίσειδροσιστεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
φρεσκάρωφρεσκάρουμε, φρεσκάρομεφρεσκάρομαιφρεσκαριζόμαστε
φρεσκάρειςφρεσκάρετεφρεσκάρεσαιφρεσκάρεστε, φρεσκαριζόσαστε
φρεσκάρειφρεσκάρουν(ε)φρεσκάρεταιφρεσκάρονται
Imper
fekt
φρέσκαρα, φρεσκάριζαφρεσκάραμεφρεσκαριζόμουν(α)φρεσκαριζόμαστε, φρεσκαριζόμασταν
φρέσκαρες, φρεσκάριζεςφρεσκάρατεφρεσκαριζόσουν(α)φρεσκαριζόσαστε, φρεσκαριζόσασταν
φρέσκαρε, φρεσκάριζεφρέσκαραν, φρεσκάραν(ε), φρεσκάριζανφρεσκαριζόταν(ε)φρεσκάρονταν, φρεσκαριζόντανε, φρεσκαριζόντουσαν
Aoristφρέσκαρα, φρεσκάρισαφρεσκάραμεφρεσκαρίστηκαφρεσκαριστήκαμε
φρέσκαρες, φρεσκάρισεςφρεσκάρατεφρεσκαρίστηκεςφρεσκαριστήκατε
φρέσκαρε, φρεσκάρισεφρέσκαραν, φρεσκάραν(ε), φρεσκάρισανφρεσκαρίστηκεφρεσκαριστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω φρεσκάρει
έχω φρεσκαρισμένο
έχουμε φρεσκάρει
έχουμε φρεσκαρισμένο
έχω φρεσκαριστεί
είμαι φρεσκαρισμένος, -η
έχουμε φρεσκαριστεί
είμαστε φρεσκαρισμένοι, -ες
έχεις φρεσκάρει
έχεις φρεσκαρισμένο
έχετε φρεσκάρει
έχετε φρεσκαρισμένο
έχεις φρεσκαριστεί
είσαι φρεσκαρισμένος, -η
έχετε φρεσκαριστεί
είστε φρεσκαρισμένοι, -ες
έχει φρεσκάρει
έχει φρεσκαρισμένο
έχουν φρεσκάρει
έχουν φρεσκαρισμένο
έχει φρεσκαριστεί
είναι φρεσκαρισμένος, -η, -ο
έχουν φρεσκαριστεί
είναι φρεσκαρισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα φρεσκάρει
είχα φρεσκαρισμένο
είχαμε φρεσκάρει
είχαμε φρεσκαρισμένο
είχα φρεσκαριστεί
ήμουν φρεσκαρισμένος, -η
είχαμε φρεσκαριστεί
ήμαστε φρεσκαρισμένοι, -ες
είχες φρεσκάρει
είχες φρεσκαρισμένο
είχατε φρεσκάρει
είχατε φρεσκαρισμένο
είχες φρεσκαριστεί
ήσουν φρεσκαρισμένος, -η
είχατε φρεσκαριστεί
ήσαστε φρεσκαρισμένοι, -ες
είχε φρεσκάρει
είχε φρεσκαρισμένο
είχαν φρεσκάρει
είχαν φρεσκαρισμένο
είχε φρεσκαριστεί
ήταν φρεσκαρισμένος, -η, -ο
είχαν φρεσκαριστεί
ήταν φρεσκαρισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα φρεσκάρωθα φρεσκάρουμε, θα φρεσκάρομεθα φρεσκάρομαιθα φρεσκαριζόμαστε
θα φρεσκάρειςθα φρεσκάρετεθα φρεσκάρεσαιθα φρεσκάρεστε, θα φρεσκαριζόσαστε
θα φρεσκάρειθα φρεσκάρουν(ε)θα φρεσκάρεταιθα φρεσκάρονται
Fut
ur
θα φρεσκάρωθα φρεσκάρουμε, θα φρεσκάρομεθα φρεσκαριστώθα φρεσκαριστούμε
θα φρεσκάρειςθα φρεσκάρετεθα φρεσκαριστείςθα φρεσκαριστείτε
θα φρεσκάρειθα φρεσκάρουν(ε)θα φρεσκαριστείθα φρεσκαριστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω φρεσκάρει
θα έχω φρεσκαρισμένο
θα έχουμε φρεσκάρει
θα έχουμε φρεσκαρισμένο
θα έχω φρεσκαριστεί
θα είμαι φρεσκαρισμένος, -η
θα έχουμε φρεσκαριστεί
θα είμαστε φρεσκαρισμένοι, -ες
θα έχεις φρεσκάρει
θα έχεις φρεσκαρισμένο
θα έχετε φρεσκάρει
θα έχετε φρεσκαρισμένο
θα έχεις φρεσκαριστεί
θα είσαι φρεσκαρισμένος, -η
θα έχετε φρεσκαριστεί
θα είστε φρεσκαρισμένοι, -ες
θα έχει φρεσκάρει
θα έχει φρεσκαρισμένο
θα έχουν φρεσκάρει
θα έχουν φρεσκαρισμένο
θα έχει φρεσκαριστεί
θα είναι φρεσκαρισμένος, -η, -ο
θα έχουν φρεσκαριστεί
θα είναι φρεσκαρισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να φρεσκάρωνα φρεσκάρουμε, να φρεσκάρομενα φρεσκάρομαινα φρεσκαριζόμαστε
να φρεσκάρειςνα φρεσκάρετενα φρεσκάρεσαινα φρεσκάρεστε, να φρεσκαριζόσαστε
να φρεσκάρεινα φρεσκάρουν(ε)να φρεσκάρεταινα φρεσκάρονται
Aoristνα φρεσκάρωνα φρεσκάρουμε, να φρεσκάρομενα φρεσκαριστώνα φρεσκαριστούμε
να φρεσκάρειςνα φρεσκάρετενα φρεσκαριστείςνα φρεσκαριστείτε
να φρεσκάρεινα φρεσκάρουν(ε)να φρεσκαριστείνα φρεσκαριστούν(ε)
Perfνα έχω φρεσκάρει
να έχω φρεσκαρισμένο
να έχουμε φρεσκάρει
να έχουμε φρεσκαρισμένο
να έχω φρεσκαριστεί
να είμαι φρεσκαρισμένος, -η
να έχουμε φρεσκαριστεί
να είμαστε φρεσκαρισμένοι, -ες
να έχεις φρεσκάρει
να έχεις φρεσκαρισμένο
να έχετε φρεσκάρει
να έχετε φρεσκαρισμένο
να έχεις φρεσκαριστεί
να είσαι φρεσκαρισμένος, -η
να έχετε φρεσκαριστεί
να είστε φρεσκαρισμένοι, -ες
να έχει φρεσκάρει
να έχει φρεσκαρισμένο
να έχουν φρεσκάρει
να έχουν φρεσκαρισμένο
να έχει φρεσκαριστεί
να είναι φρεσκαρισμένος, -η, -ο
να έχουν φρεσκαριστεί
να είναι φρεσκαρισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presφρεσκάρε, φρεσκάριζεφρεσκάρετεφρεσκάρεστε
Aoristφρεσκάρε, φρεσκάρισεφρεσκάρετεφρεσκαρίσουφρεσκαριστείτε
Part
izip
Presφρεσκάροντας
Perfέχοντας φρεσκάρει, έχοντας φρεσκαρισμένοφρεσκαρισμένος, -η, -οφρεσκαρισμένοι, -ες, -α
InfinAoristφρεσκάρειφρεσκαριστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback