σκέψη altgriechisch σκέψις
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 39 a. του αιτήματος APA (συμφωνία προκαθορισμένων τιμολογήσεων) 2014 […]. | Diesem Ansatz liegt der Gedanke zugrunde, dass die Kommentare und Leitlinien der OECD einschließlich der von 1995 und 2010 als internationaler Konsens über die Anwendung der Grundsätze des OECD-Musterabkommens betrachtet werden (siehe auch Kommentar zum OECD-Musterabkommen, 2010, Randnummer 35). Übersetzung bestätigt |
"Η σκέψη για την απλούστευση των διαδικασιών και τη δημιουργία ενός απλού σημείου επαφής για τους παρόχους υπηρεσιών είναι θετική. | "Der Gedanke, die Verfahren zu vereinfachen und eine einheitliche Anlaufstelle für Dienstleister zu schaffen, ist zu begrüßen. Übersetzung bestätigt |
"Η σκέψη για την απλούστευση των διαδικασιών και τη δημιουργία ενός ενιαίου σημείου επαφής για τους παρόχους υπηρεσιών είναι θετική. | "Der Gedanke, die Verfahren zu vereinfachen und eine einheitliche Anlaufstelle für Dienstleister zu schaffen, ist zu begrüßen. Übersetzung bestätigt |
Εξάλλου, η έλλειψη οιασδήποτε αναφοράς στη συνεκτίμηση των τεχνικών και επιστημονικών γνώσεων οδηγεί στη σκέψη ότι ο καθορισμός των ανώτατων ορίων καταλοίπων παραμένει σε μεγάλο βαθμό πολιτική απόφαση. | Außerdem legt das Fehlen eines Hinweises darauf, daß der technisch-wissenschaftliche Kenntnisstand Berücksichtigung fand, den Gedanken nahe, daß es nach wie vor eine starke politische Einflußnahme bei der Festsetzung der Rückstandshöchstwerte gab. Übersetzung bestätigt |
Η ΟΚΕ διατυπώνει στη συνέχεια τις βασικές του σκέψεις. | Dafür möchte er seine grundlegenden Gedanken hier vortragen. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
διανόημα |
στοχασμός |
συλλογισμός |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Erwägung | die Erwägungen |
Genitiv | der Erwägung | der Erwägungen |
Dativ | der Erwägung | den Erwägungen |
Akkusativ | die Erwägung | die Erwägungen |
σκέψη η [sképsi] : 1. η βασική νοητική δραστηριότητα που συμπεριλαμβάνει όλα τα φαινόμενα του πνεύματος· η ικανότητα συνδυασμού των ιδεών: σκέψη και γλώσσα γεννήθηκαν και αναπτύχθηκαν μαζί. H ζωγραφική των σπηλαίων φανερώνει την ύπαρξη μιας ήδη οργανωμένης σκέψης. Bυθίστηκε σε σκέψεις. Mου είναι δύσκολο να παρακολουθήσω τη σκέψη σου. Ύστερα από πολλή σκέψη αποφάσισα να ΦΡ χάνω / διακόπτεται το νήμα* των σκέψεών μου. (έκφρ.) αυτό θέλει σκέψη / θέλει σκέψη το πράγμα. (λόγ.) υπό σκέψη / σκέψιν, για κτ. που δεν έχω ακόμα αποφασίσει. κατόπιν ωρίμου σκέψεως, αφού σκέφτηκα πολύ και σοβαρά. α. το αποτέλεσμα αυτής της νοητικής διεργασίας: Έκανα την εξής σκέψη. H πρώτη μου σκέψη ήταν Mαντεύω τη σκέψη σου. β. ο εντοπισμός αυτής της νοητικής δραστηριότητας επάνω σε κτ. συγκεκριμένο: Zει με τη σκέψη του θανάτου. Προσπαθεί να τη βγάλει από τη σκέψη του. Kαι μόνο η σκέψη / με τη σκέψη ότι θα δώσει εξετάσεις, ταράζεται. Εγκατέλειψε κάθε σκέψη γάμου. Mε τη σκέψη μου στραμμένη προς το μέλλον. || Kάτι με βάζει σε σκέψεις, για κτ. που με κάνει να σκεφτώ πράγματα που πριν δεν τα είχα σκεφτεί. Mε κυρίεψαν μαύρες / θλιβερές σκέψεις. Ήταν χαμένος / βυθισμένος σε σκέψεις. Tον έφαγαν οι σκέψεις, οι έγνοιες, οι στενοχώριες. || Διαβάζει τη σκέψη μου, έχει την ικανότητα να καταλαβαίνει τις ενδόμυχες σκέψεις μου. Mεταβίβαση σκέψεως. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.