απαιτώ Verb  [apeto, apaitw]

  Verb
(13)
  Verb
(3)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu απαιτώ

απαιτώ altgriechisch ἀπαιτῶ


GriechischDeutsch
(FR) Κυρία Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι, εφόσον η Τουρκία αποτελεί μέρος της ευρωπαϊκής ιστορίας, εφόσον η Τουρκία αποτελεί συνιστώσα του ευρωπαϊκού πολιτισμού, εφόσον η Τουρκία αποτελεί μια σημαντική οικονομική και δημογραφική ευκαιρία για την ΕΕ, αυτή η θέση υπέρ της προσχώρησης σημαίνει ότι μπορώ να απαιτώ ακόμη περισσότερα: περισσότερα όσον αφορά τις δημοκρατικές αρχές, περισσότερα όσον αφορά τον κοσμικό της χαρακτήρα και περισσότερα όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα.. (FR) Frau Präsidentin, meine Damen und Herren! Weil die Türkei zur europäischen Geschichte gehört, weil die Türkei Teil der europäischen Kultur ist, weil die Türkei für die EU eine große wirtschaftliche und demografische Chance darstellt, kann ich als Befürworter des Beitritts im Hinblick auf die Einhaltung der demokratischen Prinzipien, die Trennung von Kirche und Staat, und die Achtung der Menschenrechte noch mehr verlangen.

Übersetzung bestätigt

Από όλα τα άλλα συνταξιοδοτικά συστήματα απαιτούμε να είναι αυτοχρηματοδοτούμενα και το ίδιο απαιτώ και σε αυτή την περίπτωση.Bei allen anderen Altersversorgungen verlangen wir, daß sie eigenfinanziert sind.

Übersetzung bestätigt

Μου είναι προσωπικά πολύ δύσκολο να απαιτώ κάτι από μια χώρα, να εγείρω απαιτήσεις απευθυνόμενος σε μια χώρα, στην οποία έχουμε δώσει ορισμένες υποσχέσεις που δεν έχουμε τηρήσει.Mir fällt es immer sehr schwer, von einem Land etwas zu verlangen, Forderungen an ein Land zu richten, dem wir Zusagen gemacht haben, die wir nicht eingehalten haben.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu απαιτώ

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
απαιτώαπαιτούμεαπαιτούμαιαπαιτούμαστε
απαιτείςαπαιτείτεαπαιτείσαιαπαιτείστε
απαιτείαπαιτούν(ε)απαιτείταιαπαιτούνται
Imper
fekt
απαιτούσααπαιτούσαμεαπαιτούμουναπαιτούμαστε
απαιτούσεςαπαιτούσατε
απαιτούσεαπαιτούσαν(ε)απαιτούνταν, απαιτείτοαπαιτούνταν, απαιτούντο
Aoristαπαίτησααπαιτήσαμεαπαιτήθηκααπαιτηθήκαμε
απαίτησεςαπαιτήσατεαπαιτήθηκεςαπαιτηθήκατε
απαίτησεαπαίτησαν, απαιτήσαν(ε)απαιτήθηκεαπαιτήθηκαν, απαιτηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω απαιτήσειέχουμε απαιτήσειέχω απαιτηθείέχουμε απαιτηθεί
έχεις απαιτήσειέχετε απαιτήσειέχεις απαιτηθείέχετε απαιτηθεί
έχει απαιτήσειέχουν απαιτήσειέχει απαιτηθείέχουν απαιτηθεί
Plu
perf
ekt
είχα απαιτήσειείχαμε απαιτήσειείχα απαιτηθείείχαμε απαιτηθεί
είχες απαιτήσειείχατε απαιτήσειείχες απαιτηθείείχατε απαιτηθεί
είχε απαιτήσειείχαν απαιτήσειείχε απαιτηθείείχαν απαιτηθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα απαιτώθα απαιτούμεθα απαιτούμαιθα απαιτούμαστε
θα απαιτείςθα απαιτείτεθα απαιτείσαιθα απαιτείστε
θα απαιτείθα απαιτούν(ε)θα απαιτείταιθα απαιτούνται
Fut
ur
θα απαιτήσωθα απαιτήσουμεθα απαιτηθώθα απαιτηθούμε
θα απαιτήσειςθα απαιτήσετεθα απαιτηθείςθα απαιτηθείτε
θα απαιτήσειθα απαιτήσουν(ε)θα απαιτηθείθα απαιτηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω απαιτήσειθα έχουμε απαιτήσει θα έχω απαιτηθείθα έχουμε απαιτηθεί
θα έχεις απαιτήσειθα έχετε απαιτήσειθα έχεις απαιτηθείθα έχετε απαιτηθεί
θα έχει απαιτήσειθα έχουν απαιτήσειθα έχει απαιτηθείθα έχουν απαιτηθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να απαιτώνα απαιτούμενα απαιτούμαινα απαιτούμαστε
να απαιτείςνα απαιτείτενα απαιτείσαινα απαιτείστε
να απαιτείνα απαιτούν(ε)να απαιτείταινα απαιτούνται
Aoristνα απαιτήσωνα απαιτήσουμε, να απαιτήσομενα απαιτηθώνα απαιτηθούμε
να απαιτήσειςνα απαιτήσετενα απαιτηθείςνα απαιτηθείτε
να απαιτήσεινα απαιτήσουν(ε)να απαιτηθείνα απαιτηθούν(ε)
Perfνα έχω απαιτήσεινα έχουμε απαιτήσεινα έχω απαιτηθείνα έχουμε απαιτηθεί
να έχεις απαιτήσεινα έχετε απαιτήσεινα έχεις απαιτηθείνα έχετε απαιτηθεί
να έχει απαιτήσεινα έχουν απαιτήσεινα έχει απαιτηθείνα έχουν απαιτηθεί
Imper
ativ
Presαπαιτείτεαπαιτείστε
Aoristαπαίτησεαπαιτήστε, απαιτήσετεαπαιτήσουαπαιτηθείτε
Part
izip
Presαπαιτώνταςαπαιτούμενος
Perfέχοντας απαιτήσει
InfinAoristαπαιτήσειαπαιτηθεί



















Griechische Definition zu απαιτώ

απαιτώ [apetó] -ούμαι μπε. απαιτούμενος* : 1.ζητώ επίμονα, φορτικά: α. κτ. το οποίο θεωρώ ότι μου ανήκει δικαιωματικά: απαιτώ αποζημίωση / το μισθό μου. β. κτ. που θεωρώ σωστό: απαιτώ ησυχία / προσοχή. απαιτώ να με ακούσεις. Aπαιτούσε επίμονα να μάθει την αλήθεια. || Tο δίκαιο / η λογική απαιτεί… [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback