Deutsch | Griechisch |
---|---|
Ferner müssen selektive Fangmethoden angewandt werden, und zusammen mit meinem Kollegen Noël Mamère, selbst ehemaliger Europaabgeordneter, fordern wir ein Moratorium für die Verwendung des pelagischen Schleppnetzes in den Gemeinschaftsgewässern des Golfes von Biskaya südlich des 47o nördlicher Breite, denn wir sind es leid, immer wieder zu erleben, wie die Delphine an unseren Stränden verenden, gerade in dieser Zeit. | Θα πρέπει επίσης να χρησιμοποιούνται επιλεκτικές μέθοδοι αλιείας και επ' αυτού απαιτώ από κοινού με τον συνάδελφό μου, πρώην ευρωβουλευτή, κ. Noλl Mamθre, μια αναβλητική απόφαση όσον αφορά τη χρήση πελαγικών τρατών στα κοινοτικά ύδατα του κόλπου της Γασκώνης, νοτίως του 47ου βορείου παραλλήλου, γιατί αρκετά δελφίνια είδαμε πια να εξοκείλουν στις ακτές μας και να πεθαίνουν, κυρίως αυτή την περίοδο. Übersetzung bestätigt |
Ich werde mich auch künftig auf EU-Ebene in dieser Sache engagieren und die Bereitstellung der erforderlichen Mittel für Irisch als einer der Arbeitssprachen der EU fordern, und in meinem Wahlkreis unterstütze ich die Kampagne für ein Gesetz über die irische Sprache, eine Regelung, die in Nordirland zum Schutz der Rechte der Irisch sprechenden Bürger dringend erforderlich ist. | Συνεχίζω να εργάζομαι σε επίπεδο ΕΕ, να απαιτώ τους πόρους που είναι απαραίτητοι, ώστε η ιρλανδική γλώσσα να αποτελεί μία από τις γλώσσες εργασίας της ΕΕ, και σε επίπεδο εκλογικής περιφέρειας, να στηρίζω την εκστρατεία για μία νομοθετική πράξη για την ιρλανδική γλώσσα, μία νομοθεσία που απαιτείται επειγόντως στη Βόρειο Ιρλανδία για την προστασία των δικαιωμάτων των ιρλανδόφωνων. Übersetzung bestätigt |
Ich habe zugestimmt, weil ich dann aufgrund meiner Mitverantwortung für die Entscheidung legitimiert bin, weiterhin eine gerechte Steuerpolitik zu fordern, die den gesamten gemeinschaftlichen Besitzstand, insbesondere den ?Wohlfahrtsstaat ", sichert, und mich auch in der Zukunft für eine politische Union einzusetzen. | Ψηφίζω υπέρ της πρότασης διότι πιστεύω πως, επωμιζόμενη κοινές ευθύνες στη λήψη της συγκεκριμένης απόφασης, νομιμοποιούμαι ώστε να συνεχίσω να απαιτώ μια δίκαιη φορολογική πολιτική η οποία θα διαφυλάττει το κοινοτικό κεκτημένο στο σύνολό του, και ειδικότερα το κράτος πρόνοιας, και να συνεχίσω, από τώρα και στο εξής, να παλεύω για την Πολιτική Ένωση. Übersetzung bestätigt |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | fordere | ||
du | forderst | |||
er, sie, es | fordert | |||
Präteritum | ich | forderte | ||
Konjunktiv II | ich | forderte | ||
Imperativ | Singular | fordere! | ||
Plural | fordert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gefordert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:fordern |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | απαιτώ | απαιτούμε | απαιτούμαι | απαιτούμαστε |
απαιτείς | απαιτείτε | απαιτείσαι | απαιτείστε | ||
απαιτεί | απαιτούν(ε) | απαιτείται | απαιτούνται | ||
Imper fekt | απαιτούσα | απαιτούσαμε | απαιτούμουν | απαιτούμαστε | |
απαιτούσες | απαιτούσατε | ||||
απαιτούσε | απαιτούσαν(ε) | απαιτούνταν, απαιτείτο | απαιτούνταν, απαιτούντο | ||
Aorist | απαίτησα | απαιτήσαμε | απαιτήθηκα | απαιτηθήκαμε | |
απαίτησες | απαιτήσατε | απαιτήθηκες | απαιτηθήκατε | ||
απαίτησε | απαίτησαν, απαιτήσαν(ε) | απαιτήθηκε | απαιτήθηκαν, απαιτηθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | |||||
Plu perf ekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα απαιτώ | θα απαιτούμε | θα απαιτούμαι | θα απαιτούμαστε | |
θα απαιτείς | θα απαιτείτε | θα απαιτείσαι | θα απαιτείστε | ||
θα απαιτεί | θα απαιτούν(ε) | θα απαιτείται | θα απαιτούνται | ||
Fut ur | θα απαιτήσω | θα απαιτήσουμε | θα απαιτηθώ | θα απαιτηθούμε | |
θα απαιτήσεις | θα απαιτήσετε | θα απαιτηθείς | θα απαιτηθείτε | ||
θα απαιτήσει | θα απαιτήσουν(ε) | θα απαιτηθεί | θα απαιτηθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να απαιτώ | να απαιτούμε | να απαιτούμαι | να απαιτούμαστε |
να απαιτείς | να απαιτείτε | να απαιτείσαι | να απαιτείστε | ||
να απαιτεί | να απαιτούν(ε) | να απαιτείται | να απαιτούνται | ||
Aorist | να απαιτήσω | να απαιτηθώ | να απαιτηθούμε | ||
να απαιτήσεις | να απαιτήσετε | να απαιτηθείς | να απαιτηθείτε | ||
να απαιτήσει | να απαιτήσουν(ε) | να απαιτηθεί | να απαιτηθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | απαιτείτε | απαιτείστε | ||
Aorist | απαίτησε | απαιτήστε, απαιτήσετε | απαιτήσου | απαιτηθείτε | |
Part izip | Pres | απαιτώντας | απαιτούμενος | ||
Perf | έχοντας απαιτήσει | ||||
Infin | Aorist | απαιτήσει | απαιτηθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.