έξοδος (λόγιο) altgriechisch ἔξοδος
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Η έξοδος από … υπόκειται σε περιορισμούς ή σε επιβαρύνσεις βάσει του κανονισμού/της οδηγίας/της απόφασης αριθ. … — 99204 | Ausgang aus … — gemäß Nr. ... Beschränkungen oder Abgaben unterworfen — 99204 Übersetzung bestätigt |
Η έξοδος από την Κοινότητα υπόκειται σε περιορισμούς ή επιβαρύνσεις σύμφωνα με τον κανονισμό/την οδηγία/την απόφαση αριθ. ... — 99204. | Ausgang aus — gemäß Nr. ... Beschränkungen oder Abgaben unterworfen — 99204 Übersetzung bestätigt |
Στην περίπτωση κατά την οποία έχουν τελειώσει οριστικά οι είσοδοι, έξοδοι και μεταποιήσεις για μία περίοδο εμπορίας, ο πρώτος εγκεκριμένος μεταποιητής και ο εξομοιούμενος μεταποιητής μπορούν να παύσουν να αποστέλλουν τις δηλώσεις που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο, αφού ειδοποιήσει σχετικά το κράτος μέλος. | Sind die Eingänge, Ausgänge und Verarbeitungen für ein bestimmtes Wirtschaftsjahr endgültig abgeschlossen, so können der zugelassene Erstverarbeiter und der gleichgestellte Verarbeiter die Mitteilung der in diesem Absatz genannten Erklärungen nach Unterrichtung des Mitgliedstaats einstellen. Übersetzung bestätigt |
Κράτος(-η) διαμετακόμισης (είσοδος και έξοδος) | Durchfuhrstaat(en) (Einund Ausgang) Übersetzung bestätigt |
Η τελωνειακή αρχή αποδέχεται τις δηλώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1, εφόσον διαπιστώσει ότι η εργασία για την οποία έγινε η δήλωση έχει καταχωριστεί στη βάση δεδομένων ως «είσοδος» ή «έξοδος». | Vor Annahme der Erklärung/Anmeldung gemäß Absatz 1 muss die Zollbehörde feststellen, ob der Vorgang, für den die Erklärung/Anmeldung ausgestellt wurde, in der Datenbank als „Eingang“ bzw. „Ausgang“ eingetragen ist. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Ausfahrt | die Ausfahrten |
Genitiv | der Ausfahrt | der Ausfahrten |
Dativ | der Ausfahrt | den Ausfahrten |
Akkusativ | die Ausfahrt | die Ausfahrten |
έξοδος η [éksoδos] : ANT είσοδος. 1α. μετακίνηση κάποιου έξω από ορισμένο κλειστό χώρο: H έξοδος των μαθητών από το σχολείο / των εργατών από το εργοστάσιο / των στρατιωτών από το στρατόπεδο. || (γυμν.) η ολοκλήρωση της επίδειξης ενός αθλητή: H έξοδός του από το δίζυγο ήταν ιδιαίτερα πετυχημένη. || (ποδ.) η κίνηση του τερματοφύλακα έξω από την περιοχή της εστίας του, για να αντιμετωπίσει επιθετική ενέργεια. β. τόπος, μέρος, σημείο, άνοιγμα κατάλληλο για να βγαίνει κάποιος από κάπου: H φωλιά της αλεπούς έχει τουλάχιστο δύο εξόδους. H έξοδος του τούνελ. Συναντηθήκαμε στην έξοδο του θεάτρου, στην πόρτα, την ώρα που βγαίναμε. έξοδος κινδύνου*. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.