εκπαίδευση εκπαιδεύω + -ση altgriechisch ἐκπαιδεύω παιδεύω παῖς
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Οχήματα κατηγορίας Ν3 τροποποιημένα ειδικά για την εκπαίδευση οδηγών· | speziell für die Ausbildung von Fahrern umgebaute Kraftfahrzeuge der Klasse N3; Übersetzung bestätigt |
παροχή επακριβών και πλήρως ενημερωμένων πληροφοριών για την εκπαίδευση και την έγκριση επιθεωρητών πριν αναλάβουν καθήκοντα· | Lieferung genauer und aktueller Informationen über die Ausbildung und Qualifikation der Besichtiger vor Auftragserteilung, Übersetzung bestätigt |
Έως την 1η Ιουλίου 2009, ο τίτλος του επιθεωρητή θα χορηγείται με βάση μόνον τα πιστοποιητικά που θα εκδίδουν οι εξωτερικοί πραγματογνώμονες, τα οποία θα βεβαιώνουν ότι ο ενδιαφερόμενος επιθεωρητής ολοκλήρωσε με επιτυχία την αναγκαία εκπαίδευση. | Bis zum 1. Juli 2009 erhalten die Besichtiger Qualifikationen, die sich ausschließlich auf Zeugnisse stützen, die von diesen externen Experten erteilt wurden und in denen dem betreffenden Besichtiger bescheinigt wird, dass er die erforderliche Ausbildung erfolgreich abgeschlossen hat. Übersetzung bestätigt |
Ο οργανισμός θα επικουρείται από δεόντως ειδικευμένους εξωτερικούς πραγματογνώμονες στην εκπαίδευση επιθεωρητών. | Die Organisation wird von entsprechend qualifizierten externen Experten bei der Ausbildung von Besichtigern unterstützt. Übersetzung bestätigt |
Ακολούθησε στρατιωτική εκπαίδευση στην Αίγυπτο. | Hat eine militärische Ausbildung in Ägypten erhalten. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Ausbildung | die Ausbildungen |
Genitiv | der Ausbildung | der Ausbildungen |
Dativ | der Ausbildung | den Ausbildungen |
Akkusativ | die Ausbildung | die Ausbildungen |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Schulung | die Schulungen |
Genitiv | der Schulung | der Schulungen |
Dativ | der Schulung | den Schulungen |
Akkusativ | die Schulung | die Schulungen |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | der Unterricht | die Unterrichte |
Genitiv | des Unterrichts des Unterrichtes | der Unterrichte |
Dativ | dem Unterricht | den Unterrichten |
Akkusativ | den Unterricht | die Unterrichte |
εκπαίδευση η [ekpéδefsi] : η καλλιέργεια, με συστηματική διδασκαλία και άσκηση σε ειδικά ιδρύματα (σχολεία κ.ά.), των διανοητικών και σωματικών ικανοτήτων και δεξιοτήτων των ατόμων, κυρίως των παιδιών και των νέων, για να μπορέσουν να ασκήσουν κάποιες επαγγελματικές ή άλλες δραστηριότητες: Γενική / ειδική / θεωρητική / πρακτική / δημόσια / ιδιωτική εκπαίδευση. Στοιχειώδης / μέση / ανώτερη / ανώτατη εκπαίδευση. Bαθμίδες της εκπαίδευσης. Πρωτοβάθμια / δευτεροβάθμια / τριτοβάθμια εκπαίδευση. Προσχολική εκπαίδευση, των νηπίων. Άρτια / ταχύρρυθμη / διαρκής εκπαίδευση. εκπαίδευση υψηλού επιπέδου. Ο εκδημοκρατισμός της εκπαίδευσης. Ίση και δωρεάν εκπαίδευση για όλους. Επαγγελματική / τεχνική εκπαίδευση. || H εκπαίδευση των υπαλλήλων στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές θα κρατήσει τρεις μήνες. || (στρατ.): Στρατιωτική εκπαίδευση. Bασική εκπαίδευση, η εκπαίδευση των νεοσυλλέκτων. Kέντρο* Εκπαίδευσης (νεοσυλλέκτων). Στρατιωτικές μονάδες πρώτου / δεύτερου / τρίτου κύκλου εκπαιδεύσεως.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.