δόγμα (λόγιο) altgriechisch δόγμα δοκέω, δοκῶ[1]
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Ωστόσο, η άποψη ότι οι περικοπές δαπανών αποτελούν μια πιο ελπιδοφόρα επιλογή από την αύξηση των εσόδων παραμένει ένα αναπόδεικτο δόγμα. | Dass Ausgabenkürzungen erfolgversprechender sind als Einnahmenerhöhungen, bleibt aber ein unbelegtes Dogma. Übersetzung bestätigt |
Η ΟΚΕ έχει επίγνωση του γεγονότος ότι η φιλελευθεροποίηση στους τομείς αυτούς μπορεί να εκφρασθεί σε πλεονέκτημα για τους καταναλωτές, μέσω της μείωσης των τιμών και καλύτερης υπηρεσίας, ωστόσο δεν θα πρέπει να αναγορευτεί σε δόγμα αυτή η θεώρηση. | Der Ausschuß ist sich der Tatsache bewußt, daß eine Liberalisierung in diesen Bereichen den Verbrauchern Vorteile niedrigere Preise und bessere Qualität bringen kann; gleichwohl darf diese Überlegung nicht zum Dogma erhoben werden. Übersetzung bestätigt |
Εάν η οικοδόμηση της εσωτερικής αγοράς αποτελεί μέσο ενίσχυσης της Ευρώπης στο πλαίσιο του παγκόσμιου ανταγωνισμού, δεν θα πρέπει να παρουσιάζεται ως ολοκληρωτικό δόγμα και να αναμιγνύεται σε όλες τις εκφάνσεις της καταναλωτικής μας ζωής. | Der Aufbau des Binnenmarktes ist zwar ein Instrument zur Stärkung Europas im internationalen Wettbewerb, aber er darf nicht zu einem totalitären Dogma werden und sich in alle Bereiche unseres Alltags einmischen. Übersetzung bestätigt |
Πρέπει να εξετάσουμε πολλές διεξόδους για να βγούμε από τις ελεύθερες συναλλαγές που έχουν αναχθεί σε δόγμα και οι οποίες αμφισβητήθηκαν στο Σηάτλ. | Es gibt zahlreiche Möglichkeiten, um das in Seattle in Frage gestellte Dogma des Freihandels zu überwinden. Übersetzung bestätigt |
Το δόγμα της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης μεγεθύνει την ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων και κεφαλαίων, αλλά επιδιώκει να σταματήσει την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων. | Das Dogma der liberalen Globalisierung verherrlicht den freien Waren und Kapitalverkehr, sucht den freien Personenverkehr jedoch zu unterbinden. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
δογματισμός |
δογματικός -ή -ό |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | der Grundsatz | die Grundsätze |
Genitiv | des Grundsatzes | der Grundsätze |
Dativ | dem Grundsatz dem Grundsatze | den Grundsätzen |
Akkusativ | den Grundsatz | die Grundsätze |
δόγμα το [δóγma] : 1. θεμελιώδης αρχή που δεν υπόκειται σε έλεγχο ή σε κριτική και που γίνεται υποχρεωτικά δεκτή. α. (θεολ.) οι εξ αποκαλύψεως αλήθειες στις οποίες στηρίζεται η πίστη. || (ειδικότ.) καθένα από τα άρθρα της χριστιανικής διδασκαλίας, όπως διατυπώθηκαν στις οικουμενικές συνόδους: Tο δόγμα της Aγίας Tριάδος. || Aνατολικό / δυτικό δόγμα, το σύνολο των δογμάτων της ανατολικής ορθόδοξης ή της δυτικής εκκλησίας και η πίστη σ΄ αυτά: Aνήκει στο δόγμα των Διαμαρτυρομένων. β. (φιλοσ.) αξίωμα που δεν υπόκειται σε επιστημονικό έλεγχο: Tα δόγματα των Στωικών. γ. (μειωτ.) άποψη, ισχυρισμός του οποίου η ορθότητα και η αλήθεια δεν μπορεί να αποδειχθεί και στον οποίο μένει κάποιος πεισματικά προσηλωμένος. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.