Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



νυφικός


μεταγενέστερος

μεταγενέστερος συγκριτικός βαθμός του ελληνιστικού επιθέτου μεταγενής


κληματαριά

κληματαριά κλήμα + -αριά altgriechisch κλῆμα κλάω / κλῶ indoeuropäisch (Wurzel) *kelh₂- (χτυπώ, σπάζω)


καραβάνι

καραβάνι mittelgriechisch καραβάνι persisch کاروان (kârvân)


εξαπατώ

εξαπατώ altgriechisch ἐξαπατάω / ἐξαπατῶ


δημοσιεύω

δημοσιεύω (λόγιο) altgriechisch δημοσιεύω δημόσιος δῆμος proto-indogermanisch *deh₂mos *deh₂- (διαιρώ)


γεννητικός

γεννητικός altgriechisch γεννητικός


άφαντα


ασυνέπεια

ασυνέπεια α- + συνέπεια Koine-Griechisch συνέπεια σύν + altgriechisch ἔπος ϝέπος ‎ proto-griechisch *wékʷos indoeuropäisch (Wurzel) *wékʷos *wekʷ- ‎(μιλώ) ((Lehnübersetzung) französisch inconséquence)


ανθρωποκυνηγητό

ανθρωποκυνηγητό άνθρωπος + -ο- + κυνηγητό ((Lehnübersetzung) englisch manhunt)


αλιά

αλιά αλί


ψοφίμι

ψοφίμι ψοφίμιο ψοφιμαίον altgriechisch ψοφῶ


σεντούκι

σεντούκι mittelgriechisch σεντούκιν arabisch صُنْدُوْق (ʂundūq, κουτί) [1] (βλέπε και τουρκικό sandık, σερβοκροατικό sanduk)


πρίμα

πρίμα Etymologie fehlt


περιπλανιέμαι

περιπλανιέμαι (λόγιο) altgriechisch περιπλανάομαι / περιπλανῶμαι + -ιέμαι. Συγχρονικά αναλύεται σε περι- + πλανιέμαι


παραλείπω

παραλείπω altgriechisch παραλείπω


καψούρα

καψούρα κάψα + -ούρα


καρτερικότητα

καρτερικότητα Etymologie fehlt


επιστύλιο

επιστύλιο Koine-Griechisch ἐπιστύλιον ἐπί + στῦλος


επικοινωνώ

επικοινωνώ altgriechisch ἐπικοινωνέω / ἐπικοινωνῶ


επικαρπία

επικαρπία altgriechisch ἐπικαρπία ἐπί + καρπός


έπαρχος

έπαρχος (λόγιο) Koine-Griechisch ἔπαρχος (διοικητής ρωμαϊκής επαρχίας) lateinisch praefectus.[1] Αρχαία σημασία: αρχηγός ἐπάρχω ἐπί + ἄρχω. Συγχρονικά αναλύεται σε έπ- + -αρχος


διό

διό altgriechisch διό διά + ὅ, Maskulinum von ὅς


γνώριμος

γνώριμος altgriechisch γνώριμος γνωρίζω


γεύσις

γεύσις altgriechisch γεῦσις


αμφικτιονία

αμφικτιονία altgriechisch Ἀμφικτυονία / Ἀμφικτυονεία ἀμφικτίονες ἀμφί + κτίζω


αλκοόλη

αλκοόλη Etymologie fehlt


αδιόρθωτος

αδιόρθωτος Etymologie fehlt


αδελφοκτονία

αδελφοκτονία αδελφός + -κτονία κτείνω (=σκοτώνω)


αγροφύλακας

αγροφύλακας : λόγια λέξη altgriechisch ἀγροφύλαξ


αγριότητα

αγριότητα altgriechisch ἀγριότης


φρύδι

φρύδι mittelgriechisch φρύδι Koine-Griechisch ὀφρύδιον, υποκοριστικό τού (altgriechisch ) ὀφρῦς / ὀφρύς indoeuropäisch (Wurzel) *h₃bʰrúHs, *bʰruH


συνεργάζομαι

συνεργάζομαι altgriechisch συνεργάζομαι


σκοτώνω

σκοτώνω von σκότος. Σκοτώνω σημαίνει λοιπόν ρίχνω κάποιον στο σκότος, σε μιά κατάσταση δηλαδή όπου δεν υπάρχει φως.


σημαιοφόρος

σημαιοφόρος Koine-Griechisch σημαιοφόρος. Συγχρονικά αναλύεται σε σημαί(α) + -ο- + -φόρος


ρουκέτα

ρουκέτα italienisch rocchetta υποκοριστικό του rocca, ("ηλακάτη")


πιστόνι

πιστόνι französisch piston


μικροχειρουργική

μικροχειρουργική μικρός + χειρουργική


μαλαγάνας

μαλαγάνας μαλαγάνα + -ας


κερατάς

κερατάς κέρατο + -άς[1]


διαιρώ

διαιρώ altgriechisch διαιρέω / διαιρῶ διά + αἱρέω / αἱρῶ


δημογραφία

δημογραφία (αντιδάνειο) demography demo- +‎ -graphy δήμος (λαός) + γράφω


βεντάλια

βεντάλια lateinisch ventus (αέρας)


αναίδεια

αναίδεια altgriechisch ἀναίδεια α στερητικό και αἰδώς


αλληλούια

αλληλούια Koine-Griechisch ἀλληλούϊα hebräisch הללויה (hal'lúyah) הללו (hal'lú, υμνώ) + יה (yah, Ιεχωβά)


Ακαρνανία

Ακαρνανία Etymologie fehlt


ωτορινολαρυγγολογία

ωτορινολαρυγγολογία (entlehnt aus) französisch oto-rhino-laryngologie altgriechisch ὠτο- ( οὖς) + ῥιν- (ῥίς) + λάρυγξ + -λογία


συμπύκνωση

συμπύκνωση συμπυκνώνω


ραδιοεπικοινωνία

ραδιοεπικοινωνία Etymologie fehlt


πλεονέκτης

πλεονέκτης altgriechisch πλεονέκτης (ὁ πλέον ἔχων, αυτός που έχει ή επιζητεί να έχει περισσότερα)


πατρότητα

πατρότητα Koine-Griechisch πατρότης


μάστορης


κολοβακτηρίδιο

κολοβακτηρίδιο Etymologie fehlt


θωράκιο

θωράκιο Koine-Griechisch θωράκιον altgriechisch θώραξ


ευπιστία

ευπιστία Koine-Griechisch εὐπιστία altgriechisch εὔπιστος εὖ + πίστις


ελκυστικός

ελκυστικός Koine-Griechisch ἑλκυστικός


έι


δήμευση

δήμευση Etymologie fehlt


βλασφημία

βλασφημία altgriechisch βλασφημία


αγιοδημητριάτικα

αγιοδημητριάτικα αγιοδημητριάτικος + -α


αβουλία

αβουλία altgriechisch ἀβουλία


φυγάδευση

φυγάδευση φυγαδεύω


ρυζάλευρο

ρυζάλευρο Etymologie fehlt


οχλαγωγία

οχλαγωγία mittelgriechisch οχλαγωγία Koine-Griechisch ὀχλαγωγία altgriechisch ὄχλος + ἄγω


οικοδέσποινα

οικοδέσποινα Koine-Griechisch οἰκοδέσποινα οἶκος + δέσποινα


οδοντογιατρός

οδοντογιατρός Etymologie fehlt


ξεκλειδώνω

ξεκλειδώνω ξε- + κλειδώνω


νεκρικά


λαχειοπώλης

λαχειοπώλης λαχείο + -πώλης


κατάδειξη

κατάδειξη καταδεικνύω + -ση


εύστροφος

εύστροφος altgriechisch εὔστροφος


αυτοσχέδιο


αντωνυμία

αντωνυμία spätgriechisch ἀντωνυμία ἀντί + ὄνυμα


ανάλεκτα

ανάλεκτα Etymologie fehlt


φτύσιμο

φτύσιμο φτύνω (θέμα αορίστου φτυσ-) + -ιμο


φαντασμαγορία

φαντασμαγορία (entlehnt aus) französisch fantasmagorie altgriechisch φάντασμα ( φαντάζω φαίνω) + allégorie ( altgriechisch ἀλληγορία)


υμνογράφος

υμνογράφος (λόγιο) Koine-Griechisch ὑμνογράφος. Συγχρονικά αναλύεται σε (ὕμνος) ύμν(ος) + -ο- + -γράφος


τραυματίζω

τραυματίζω altgriechisch τραυματίζω


συρμός

συρμός Etymologie fehlt


συγύρισμα

συγύρισμα Etymologie fehlt


προσεγγίζω

προσεγγίζω Koine-Griechisch προσεγγίζω πρός + altgriechisch ἐγγίζω ἐγγύς ((Lehnbedeutung) französisch rapprocher & (Lehnbedeutung) englisch approach)


πιτζάμα

πιτζάμα italienisch pigiama englisch pyjamas ούρντου پایجامه (pāyjāma) / χίντι पैजामा (payjāmā) persisch پاجامه (pāyjāma) / پایجامه (pājāma)


οικονόμος

οικονόμος altgriechisch οἰκονόμος οἶκος + νέμω (οικο- + -νόμος)


οδοντοφυΐα

οδοντοφυΐα altgriechisch ὀδοντοφυΐα ( οδοντοφυώ /-έω οδοντο- + -φυώ φυής φύω / -ομαι)


ξανοίγω

ξανοίγω mittelgriechisch ξανοίγω altgriechisch ἐξανοίγω (ανοίγω, εκτίθεμαι στην ανοιχτοσύνη)


μπαρδόν

μπαρδόν französisch pardon


μαρτυρολόγιο

μαρτυρολόγιο μαρτυρ(ας) + -ο- + -λόγιο


καταστάλαγμα

καταστάλαγμα Etymologie fehlt


ζαχαρίνη

ζαχαρίνη σακχαρίνη (με επίδραση της λέξης ζάχαρη) französisch saccharine mittellateinisch saccharum (ζάχαρη) + -ine (-ίνη)


ζαμπονοτυρόπιτα

ζαμπονοτυρόπιτα ζαμπόν + τυρόπιτα ζαμπόν + -ο- + τυρ(ί) + -ό- + πίτα


επισμηνίας

επισμηνίας Etymologie fehlt


ενισχύω

ενισχύω altgriechisch ἐνισχύω ἐν + ἰσχύω ἰσχύς


βλαβερός

βλαβερός altgriechisch


αυτοματισμός

αυτοματισμός (entlehnt aus) englisch automatism altgriechisch αὐτόματος


αντιτρομοκρατία

αντιτρομοκρατία αντι- + τρομοκρατία ((Lehnübersetzung) englisch counter-terrorism)


ανεμοβλογιά

ανεμοβλογιά άνεμος + βλογιά


αγωνιώ

αγωνιώ altgriechisch ἀγωνιάω, -ῶ


χνάρι

χνάρι mittelgriechisch ἰχνάριον (υποκοριστικό του ἴχνος)


υπόκρουση

υπόκρουση Etymologie fehlt


ταραντέλα

ταραντέλα italienisch tarantella, υποκοριστικό του Taranto lateinisch Tarentum altgriechisch Τάρας (αντιδάνειο)



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback