παραλείπω Verb  [paralipo, paraleipw]

  Verb
(1)
  Verb
(1)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu παραλείπω

παραλείπω altgriechisch παραλείπω


GriechischDeutsch
Τελειώνοντας, δεν παραλείπω να συγχαρώ ειλικρινά τους δύο εισηγητές μας για τις πολύ συγκροτημένες εργασίες τους και να ζητήσω την κατανόησή τους στις ιδιαιτερότητες, όταν διαπιστώνονται αντικειμενικά.Abschließend möchte ich es nicht versäumen, unseren beiden Berichterstattern aufrichtig zu ihrer wirklich ausgezeichneten Arbeit zu gratulieren und sie um Verständnis für jene Besonderheiten zu bitten, die nun einmal objektiv vorhanden sind.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu παραλείπω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
παραλείπωπαραλείπουμε, παραλείπομεπαραλείπομαιπαραλειπόμαστε
παραλείπειςπαραλείπετεπαραλείπεσαιπαραλείπεστε, παραλειπόσαστε
παραλείπειπαραλείπουν(ε)παραλείπεταιπαραλείπονται
Imper
fekt
παρέλειπαπαραλείπαμεπαραλειπόμουν(α)παραλειπόμαστε, παραλειπόμασταν
παρέλειπεςπαραλείπατεπαραλειπόσουν(α)παραλειπόσαστε, παραλειπόσασταν
παρέλειπεπαρέλειπαν, παραλείπαν(ε)παραλειπόταν(ε)παραλείπονταν, παραλειπόντανε, παραλειπόντουσαν
Aoristπαρέλειψαπαραλείψαμεπαραλείφθηκα, παραλείφτηκαπαραλειφθήκαμε, παραλειφτήκαμε
παρέλειψεςπαραλείψατεπαραλείφθηκες, παραλείφτηκεςπαραλειφθήκατε, παραλειφτήκατε
παρέλειψεπαρέλειψαν, παραλείψαν(ε)παραλείφθηκε, παραλείφτηκεπαραλείφθηκαν, παραλειφθήκαν(ε), παραλείφτηκαν, παραλειφτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω παραλείψειέχουμε παραλείψειέχω παραλειφθεί/παραλειφτείέχουμε παραλειφθεί/παραλειφτεί
έχεις παραλείψειέχετε παραλείψειέχεις παραλειφθεί/παραλειφτείέχετε παραλειφθεί/παραλειφτεί
έχει παραλείψειέχουν παραλείψειέχει παραλειφθεί/παραλειφτείέχουν παραλειφθεί/παραλειφτεί
Plu
per
fekt
είχα παραλείψειείχαμε παραλείψειείχα παραλειφθεί/παραλειφτείείχαμε παραλειφθεί/παραλειφτεί
είχες παραλείψειείχατε παραλείψειείχες παραλειφθεί/παραλειφτείείχατε παραλειφθεί/παραλειφτεί
είχε παραλείψειείχαν παραλείψειείχε παραλειφθεί/παραλειφτείείχαν παραλειφθεί/παραλειφτεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα παραλείπωθα παραλείπουμε, θα παραλείπομεθα παραλείπομαιθα παραλειπόμαστε
θα παραλείπειςθα παραλείπετεθα παραλείπεσαιθα παραλείπεστε, θα παραλειπόσαστε
θα παραλείπειθα παραλείπουν(ε)θα παραλείπεταιθα παραλείπονται
Fut
ur
θα παραλείψωθα παραλείψουμε, θα παραλείψομεθα παραλειφθώ, θα παραλειφτώθα παραλειφθούμε, θα παραλειφτούμε
θα παραλείψειςθα παραλείψετεθα παραλειφθείς, θα παραλειφτείςθα παραλειφθείτε, θα παραλειφτείτε
θα παραλείψειθα παραλείψουν(ε)θα παραλειφθεί, θα παραλειφτείθα παραλειφθούν(ε), θα παραλειφτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω παραλείψειθα έχουμε παραλείψειθα έχω παραλειφθεί/παραλειφτείθα έχουμε παραλειφθεί/παραλειφτεί
θα έχεις παραλείψειθα έχετε παραλείψειθα έχεις παραλειφθεί/παραλειφτείθα έχετε παραλειφθεί/παραλειφτεί
θα έχει παραλείψειθα έχουν παραλείψειθα έχει παραλειφθεί/παραλειφτείθα έχουν παραλειφθεί/παραλειφτεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να παραλείπωνα παραλείπουμε, να παραλείπομενα παραλείπομαινα παραλειπόμαστε
να παραλείπειςνα παραλείπετενα παραλείπεσαινα παραλείπεστε, να παραλειπόσαστε
να παραλείπεινα παραλείπουν(ε)να παραλείπεταινα παραλείπονται
Aoristνα παραλείψωνα παραλείψουμε, να παραλείψομενα παραλειφθώ, να παραλειφτώνα παραλειφθούμε, να παραλειφτούμε
να παραλείψειςνα παραλείψετενα παραλειφθείς, να παραλειφτείςνα παραλειφθείτε, να παραλειφτείτε
να παραλείψεινα παραλείψουν(ε)να παραλειφθεί, να παραλειφτείνα παραλειφθούν(ε), να παραλειφτούν(ε)
Perfνα έχω παραλείψεινα έχουμε παραλείψεινα έχω παραλειφθεί/παραλειφτείνα έχουμε παραλειφθεί/παραλειφτεί
να έχεις παραλείψεινα έχετε παραλείψεινα έχεις παραλειφθεί/παραλειφτείνα έχετε παραλειφθεί/παραλειφτεί
να έχει παραλείψεινα έχουν παραλείψεινα έχει παραλειφθεί/παραλειφτείνα έχουν παραλειφθεί/παραλειφτεί
Imper
ativ
Presπαράλειπεπαραλείπετεπαραλείπεστε
Aoristπαράλειψεπαραλείψτε, παραλείψετεπαραλείψουπαραλειφθείτε, παραλειφτείτε
Part
izip
Presπαραλείπονταςπαραλειπόμενος
Perfέχοντας παραλείψει
InfinAoristπαραλείψειπαραλειφθεί, παραλειφτεί













Griechische Definition zu παραλείπω

παραλείπω [paralípo] -ομαι Ρ αόρ. παρέλειψα και (προφ.) παράλειψα, απαρέμφ. παραλείψει, παθ. αόρ. παραλείφθηκα, απαρέμφ. παραλειφθεί : συνειδητά ή ακούσια, δεν κάνω, δεν αναφέρω κτ. (που θα μπορούσα ή θα όφειλα να κάνω ή να πω): Παρέλειψε (να αναφέρει) το όνομά μου. Παρέλειψα να ταχυδρομήσω το γράμμα, ξέχασα, αμέλησα. παραλείπω το επόμενο κεφάλαιο και διαβάζω παρακάτω, αφήνω. παραλείπω (να κάνω) το καθήκον μου. Παρέλειψα να σας πω κάτι σημαντικό. Kατά τη δημοσίευση του κειμένου από το πρωτότυπο παραλείφθηκαν ορισμένες λέξεις. || (έκφρ.) δεν παραλείπω να…, φροντίζω (συστηματικά): Δεν παραλείπω να διαβάζω καθημερινά τις πρωινές εφημερίδες. τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται, ό,τι γίνεται εύκολα, αυτονόητα αντιληπτό, δε χρειάζεται να ειπωθεί, να αναφερθεί. || (μπε. ως ουσ.) τα παραλειπόμενα, πλευρές ή πτυχές γεγονότων που δε γίνονται δημόσια γνωστές (τουλάχιστον κατά το χρόνο που συμβαίνουν): Tα παραλειπόμενα της υπόθεσης / του συνεδρίου / της συνάντησης.

[λόγ. < αρχ. παραλείπω]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback