weglassen
 Verb

παραλείπω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Vielleicht sollten wir den "Kapitän" weglassen, unter diesen Umständen.Ισως καλυτερα να αφησουμε στην ακρη το "καπετανιε".... Κατω απο αυτες τις συνθηκες.

Übersetzung nicht bestätigt

Selah. 7. Du sollst die Nummer weglassen! Du bist mein Schirm.Όταν εγκατέλειψε το ράντσο, μετά τη γέννησή σας... άκουσα ότι πήγε ανατολικά.

Übersetzung nicht bestätigt

Und wenn sie mich nicht weglassen?Κι αν δε μ' αφήσουν να φύγω;

Übersetzung nicht bestätigt

Ich wäre dir dankbar, wenn du die Schnörkel weglassen könntest.Αν μπορουσες να αφησεις τους στολισμους, θα το εκτιμουσα.

Übersetzung nicht bestätigt

Hätte ich gewusst, dass sie wieder auftaucht und von mir Schadenersatz verlangt, hätte ich das Kapitel weglassen können.Αν ήξερα ότι θα βασιζόταν στο παρελθόν... για να ζητήσει αποζημίωση... ίσως να παρέλειπα το κεφάλαιο. Όμως το γεγονός συνέβη. Υποστηρίζω όσα είπα.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
παραλείπωπαραλείπουμε, παραλείπομεπαραλείπομαιπαραλειπόμαστε
παραλείπειςπαραλείπετεπαραλείπεσαιπαραλείπεστε, παραλειπόσαστε
παραλείπειπαραλείπουν(ε)παραλείπεταιπαραλείπονται
Imper
fekt
παρέλειπαπαραλείπαμεπαραλειπόμουν(α)παραλειπόμαστε, παραλειπόμασταν
παρέλειπεςπαραλείπατεπαραλειπόσουν(α)παραλειπόσαστε, παραλειπόσασταν
παρέλειπεπαρέλειπαν, παραλείπαν(ε)παραλειπόταν(ε)παραλείπονταν, παραλειπόντανε, παραλειπόντουσαν
Aoristπαρέλειψαπαραλείψαμεπαραλείφθηκα, παραλείφτηκαπαραλειφθήκαμε, παραλειφτήκαμε
παρέλειψεςπαραλείψατεπαραλείφθηκες, παραλείφτηκεςπαραλειφθήκατε, παραλειφτήκατε
παρέλειψεπαρέλειψαν, παραλείψαν(ε)παραλείφθηκε, παραλείφτηκεπαραλείφθηκαν, παραλειφθήκαν(ε), παραλείφτηκαν, παραλειφτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω παραλείψειέχουμε παραλείψειέχω παραλειφθεί/παραλειφτείέχουμε παραλειφθεί/παραλειφτεί
έχεις παραλείψειέχετε παραλείψειέχεις παραλειφθεί/παραλειφτείέχετε παραλειφθεί/παραλειφτεί
έχει παραλείψειέχουν παραλείψειέχει παραλειφθεί/παραλειφτείέχουν παραλειφθεί/παραλειφτεί
Plu
per
fekt
είχα παραλείψειείχαμε παραλείψειείχα παραλειφθεί/παραλειφτείείχαμε παραλειφθεί/παραλειφτεί
είχες παραλείψειείχατε παραλείψειείχες παραλειφθεί/παραλειφτείείχατε παραλειφθεί/παραλειφτεί
είχε παραλείψειείχαν παραλείψειείχε παραλειφθεί/παραλειφτείείχαν παραλειφθεί/παραλειφτεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα παραλείπωθα παραλείπουμε, θα παραλείπομεθα παραλείπομαιθα παραλειπόμαστε
θα παραλείπειςθα παραλείπετεθα παραλείπεσαιθα παραλείπεστε, θα παραλειπόσαστε
θα παραλείπειθα παραλείπουν(ε)θα παραλείπεταιθα παραλείπονται
Fut
ur
θα παραλείψωθα παραλείψουμε, θα παραλείψομεθα παραλειφθώ, θα παραλειφτώθα παραλειφθούμε, θα παραλειφτούμε
θα παραλείψειςθα παραλείψετεθα παραλειφθείς, θα παραλειφτείςθα παραλειφθείτε, θα παραλειφτείτε
θα παραλείψειθα παραλείψουν(ε)θα παραλειφθεί, θα παραλειφτείθα παραλειφθούν(ε), θα παραλειφτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω παραλείψειθα έχουμε παραλείψειθα έχω παραλειφθεί/παραλειφτείθα έχουμε παραλειφθεί/παραλειφτεί
θα έχεις παραλείψειθα έχετε παραλείψειθα έχεις παραλειφθεί/παραλειφτείθα έχετε παραλειφθεί/παραλειφτεί
θα έχει παραλείψειθα έχουν παραλείψειθα έχει παραλειφθεί/παραλειφτείθα έχουν παραλειφθεί/παραλειφτεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να παραλείπωνα παραλείπουμε, να παραλείπομενα παραλείπομαινα παραλειπόμαστε
να παραλείπειςνα παραλείπετενα παραλείπεσαινα παραλείπεστε, να παραλειπόσαστε
να παραλείπεινα παραλείπουν(ε)να παραλείπεταινα παραλείπονται
Aoristνα παραλείψωνα παραλείψουμε, να παραλείψομενα παραλειφθώ, να παραλειφτώνα παραλειφθούμε, να παραλειφτούμε
να παραλείψειςνα παραλείψετενα παραλειφθείς, να παραλειφτείςνα παραλειφθείτε, να παραλειφτείτε
να παραλείψεινα παραλείψουν(ε)να παραλειφθεί, να παραλειφτείνα παραλειφθούν(ε), να παραλειφτούν(ε)
Perfνα έχω παραλείψεινα έχουμε παραλείψεινα έχω παραλειφθεί/παραλειφτείνα έχουμε παραλειφθεί/παραλειφτεί
να έχεις παραλείψεινα έχετε παραλείψεινα έχεις παραλειφθεί/παραλειφτείνα έχετε παραλειφθεί/παραλειφτεί
να έχει παραλείψεινα έχουν παραλείψεινα έχει παραλειφθεί/παραλειφτείνα έχουν παραλειφθεί/παραλειφτεί
Imper
ativ
Presπαράλειπεπαραλείπετεπαραλείπεστε
Aoristπαράλειψεπαραλείψτε, παραλείψετεπαραλείψουπαραλειφθείτε, παραλειφτείτε
Part
izip
Presπαραλείπονταςπαραλειπόμενος
Perfέχοντας παραλείψει
InfinAoristπαραλείψειπαραλειφθεί, παραλειφτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback