verpassen
 Verb

χάνω Verb
(31)
τραβώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Das will ich nicht verpassen.Δεν το χάνω αυτό.

Übersetzung nicht bestätigt

Das würde ich um nichts auf der Welt verpassen.Για τίποτα στον κόσμο δεν το χάνω αυτό.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich werde es nicht verpassen.Δεν το χάνω με τίποτα.

Übersetzung nicht bestätigt

Wenn ihre Herzen frei sind, sind ihre Körper zu haben. Das kann ich nicht verpassen.Αν οι καρδιές τους είναι ελεύθερες, τα κορμιά τους μιλούν και δεν χάνω την ευκαιρία.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich werde nicht das Einkaufszentrum verpassen.Δεν χάνω τη βόλτα στο εμπορικό κέντρο σήμερα.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik





AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
χάνωχάνουμε, χάνομεχάνομαιχανόμαστε
χάνειςχάνετεχάνεσαιχάνεστε, χανόσαστε
χάνειχάνουν(ε)χάνεταιχάνονται
Imper
fekt
έχαναχάναμεχανόμουν(α)χανόμαστε, χανόμασταν
έχανεςχάνατεχανόσουν(α)χανόσαστε, χανόσασταν
έχανεέχαναν, χάναν(ε)χανόταν(ε)χάνονταν, χανόντανε, χανόντουσαν
Aoristέχασαχάσαμεχάθηκαχαθήκαμε
έχασεςχάσατεχάθηκεςχαθήκατε
έχασεέχασαν, χάσαν(ε)χάθηκεχάθηκαν, χαθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω χάσει
έχω χαμένο
έχουμε χάσει
έχουμε χαμένο
έχω χαθεί
είμαι χαμένος, -η
έχουμε χαθεί
είμαστε χαμένοι, -ες
έχεις χάσει
έχεις χαμένο
έχετε χάσει
έχετε χαμένο
έχεις χαθεί
είσαι χαμένος, -η
έχετε χαθεί
είστε χαμένοι, -ες
έχει χάσει
έχει χαμένο
έχουν χάσει
έχουν χαμένο
έχει χαθεί
είναι χαμένος, -η, -ο
έχουν χαθεί
είναι χαμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα χάσει
είχα χαμένο
είχαμε χάσει
είχαμε χαμένο
είχα χαθεί
ήμουν χαμένος, -η
είχαμε χαθεί
ήμαστε χαμένοι, -ες
είχες χάσει
είχες χαμένο
είχατε χάσει
είχατε χαμένο
είχες χαθεί
ήσουν χαμένος, -η
είχατε χαθεί
ήσαστε χαμένοι, -ες
είχε χάσει
είχε χαμένο
είχαν χάσει
είχαν χαμένο
είχε χαθεί
ήταν χαμένος, -η, -ο
είχαν χαθεί
ήταν χαμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα χάνωθα χάνουμεθα χάνομαιθα χανόμαστε
θα χάνειςθα χάνετεθα χάνεσαιθα χάνεστε, θα χανόσαστε
θα χάνειθα χάνουνθα χάνεταιθα χάνονται
Fut
ur
θα χάσωθα χάσουμεθα χαθώθα χαθούμε
θα χάσειςθα χάσετεθα χαθείςθα χαθείτε
θα χάσειθα χάσουνθα χαθείθα χαθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω χάσει
θα έχω χαμένο
θα έχουμε χάσει
θα έχουμε χαμένο
θα έχω χαθεί
θα είμαι χαμένος, -η
θα έχουμε χαθεί
θα είμαστε χαμένοι, -ες
θα έχεις χάσει
θα έχεις χαμένο
θα έχετε χάσει
θα έχετε χαμένο
θα έχεις χαθεί
θα είσαι χαμένος, -η
θα έχετε χαθεί
θα είστε χαμένοι, -ες
θα έχει χάσει
θα έχει χαμένο
θα έχουν χάσει
θα έχουν χαμένο
θα έχει χαθεί
θα είναι χαμένος, -η, -ο
θα έχουν χαθεί
θα είναι χαμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να χάνωνα χάνουμενα χάνομαινα χανόμαστε
να χάνειςνα χάνετενα χάνεσαινα χάνεστε, να χανόσαστε
να χάνεινα χάνουννα χάνεταινα χάνονται
Aoristνα χάσωνα χάσουμενα χαθώνα χαθούμε
να χάσειςνα χάσετενα χαθείςνα χαθείτε
να χάσεινα χάσουννα χαθείνα χαθούν(ε)
Perfνα έχω χάσει
να έχω χαμένο
να έχουμε χάσει
να έχουμε χαμένο
να έχω χαθεί
να είμαι χαμένος, -η
να έχουμε χαθεί
να είμαστε χαμένοι, -ες
να έχεις χάσει
να έχεις χαμένο
να έχετε χάσει
να έχετε χαμένο
να έχεις χαθεί
να είσαι χαμένος, -η
να έχετε χαθεί
να είστε χαμένοι, -ες
να έχει χάσει
να έχει χαμένο
να έχουν χάσει
να έχουν χαμένο
να έχει χαθεί
να είναι χαμένος, -η, -ο
να έχουν χαθεί
να είναι χαμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presχάνεχάνετεχάνεστε
Aoristχάσεχάσετε, χάστεχάσουχαθείτε
Part
izip
Presχάνοντας
Perfέχοντας χάσει, έχοντας χαμένοχαμένος, -η, -οχαμένοι, -ες, -α
InfinAoristχάσειχαθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
τραβάω, τραβώτραβάμε, τραβούμετραβιέμαιτραβιόμαστε
τραβάςτραβάτετραβιέσαιτραβιέστε, τραβιόσαστε
τραβάει, τραβάτραβάν(ε), τραβούν(ε)τραβιέταιτραβιούνται, τραβιόνται
Imper
fekt
τραβούσα, τράβαγατραβούσαμε, τραβάγαμετραβιόμουν(α)τραβιόμαστε, τραβιόμασταν
τραβούσες, τράβαγεςτραβούσατε, τραβάγατετραβιόσουν(α)τραβιόσαστε, τραβιόσασταν
τραβούσε, τράβαγετραβούσαν(ε), τράβαγαν, τραβάγανετραβιόταν(ε)τραβιόνταν(ε), τραβιούνταν, τραβιόντουσαν
Aoristτράβηξατραβήξαμετραβήχτηκατραβηχτήκαμε
τράβηξεςτραβήξατετραβήχτηκεςτραβηχτήκατε
τράβηξετράβηξαν, τραβήξαν(ε)τραβήχτηκετραβήχτηκαν, τραβηχτήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω τραβήξει
έχω τραβηγμένο
έχουμε τραβήξει
έχουμε τραβηγμένο
έχω τραβηχτεί
είμαι τραβηγμένος, -η
έχουμε τραβηχτεί
είμαστε τραβηγμένοι, -ες
έχεις τραβήξει
έχεις τραβηγμένο
έχετε τραβήξει
έχετε τραβηγμένο
έχεις τραβηχτεί
είσαι τραβηγμένος, -η
έχετε τραβηχτεί
είστε τραβηγμένοι, -ες
έχει τραβήξει
έχει τραβηγμένο
έχουν τραβήξει
έχουν τραβηγμένο
έχει τραβηχτεί
είναι τραβηγμένος, -η, -ο
έχουν τραβηχτεί
είναι τραβηγμένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα τραβήξει
είχα τραβηγμένο
είχαμε τραβήξει
είχαμε τραβηγμένο
είχα τραβηχτεί
ήμουν τραβηγμένος, -η
είχαμε τραβηχτεί
ήμαστε τραβηγμένοι, -ες
είχες τραβήξει
είχες τραβηγμένο
είχατε τραβήξει
είχατε τραβηγμένο
είχες τραβηχτεί
ήσουν τραβηγμένος, -η
είχατε τραβηχτεί
ήσαστε τραβηγμένοι, -ες
είχε τραβήξει
είχε τραβηγμένο
είχαν τραβήξει
είχαν τραβηγμένο
είχε τραβηχτεί
ήταν τραβηγμένος, -η, -ο
είχαν τραβηχτεί
ήταν τραβηγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα τραβάω, θα τραβώθα τραβάμε, θα τραβούμεθα τραβιέμαιθα τραβιόμαστε
θα τραβάςθα τραβάτεθα τραβιέσαιθα τραβιέστε, θα τραβιόσαστε
θα τραβάει, θα τραβάθα τραβάν(ε), θα τραβούν(ε)θα τραβιέταιθα τραβιούνται, θα τραβιόνται
Fut
ur
θα τραβήξωθα τραβήξουμε, θα τραβήξομεθα τραβηχτώθα τραβηχτούμε
θα τραβήξειςθα τραβήξετεθα τραβηχτείςθα τραβηχτείτε
θα τραβήξειθα τραβήξουν(ε)θα τραβηχτείθα τραβηχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω τραβήξει
θα έχω τραβηγμένο
θα έχουμε τραβήξει
θα έχουμε τραβηγμένο
θα έχω τραβηχτεί
θα είμαι τραβηγμένος, -η
θα έχουμε τραβηχτεί
θα είμαστε τραβηγμένοι, -ες
θα έχεις τραβήξει
θα έχεις τραβηγμένο
θα έχετε τραβήξει
θα έχετε τραβηγμένο
θα έχεις τραβηχτεί
θα είσαι τραβηγμένος, -η
θα έχετε τραβηχτεί
θα είστε τραβηγμένοι, -ες
θα έχει τραβήξει
θα έχει τραβηγμένο
θα έχουν τραβήξει
θα έχουν τραβηγμένο
θα έχει τραβηχτεί
θα είναι τραβηγμένος, -η, -ο
θα έχουν τραβηχτεί
θα είναι τραβηγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να τραβάω, να τραβώνα τραβάμε, να τραβούμενα τραβιέμαινα τραβιόμαστε
να τραβάςνα τραβάτενα τραβιέσαινα τραβιέστε, να τραβιόσαστε
να τραβάει, να τραβάνα τραβάν(ε), να τραβούν(ε)να τραβιέταινα τραβιούνται, να τραβιόνται
Aoristνα τραβήξωνα τραβήξουμε, να τραβήξομενα τραβηχτώνα τραβηχτούμε
να τραβήξειςνα τραβήξετενα τραβηχτείςνα τραβηχτείτε
να τραβήξεινα τραβήξουν(ε)να τραβηχτείνα τραβηχτούν(ε)
Perfνα έχω τραβήξει
να έχω τραβηγμένο
να έχουμε τραβήξει
να έχουμε τραβηγμένο
να έχω τραβηχτεί
να είμαι τραβηγμένος, -η
να έχουμε τραβηχτεί
να είμαστε τραβηγμένοι, -ες
να έχεις τραβήξει
να έχεις τραβηγμένο
να έχετε τραβήξει
να έχετε τραβηγμένο
να έχεις τραβηχτεί
να είσαι τραβηγμένος, -η
να έχετε τραβηχτεί
να είστε τραβηγμένοι, -η
να έχει τραβήξει
να έχει τραβηγμένο
να έχουν τραβήξει
να έχουν τραβηγμένο
να έχει τραβηχτεί
να είναι τραβηγμένος, -η, -ο
να έχουν τραβηχτεί
να είναι τραβηγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presτράβα, τράβαγετραβάτετραβιέστε
Aoristτράβηξε, τράβατραβήξτε, τραβήχτετραβήξουτραβηχτείτε
Part
izip
Presτραβώντας
Perfέχοντας τραβήξει, έχοντας τραβηγμένοτραβηγμένος, -η, -οτραβηγμένοι, -ες, -α
InfinAoristτραβήξειτραβηχτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback