vergessen
 Verb

ξεχνώ Verb
(66)
λησμονώ Verb
(6)
DeutschGriechisch
Wir sollten auch nicht vergessen, daß sich François Mitterrand bereits für Europa engagierte, lange bevor er Präsident der Französischen Republik wurde.Δεν ξεχνώ ότι ο Φρανσουά Μιτεράν ήταν υπέρμαχος της ευρωπαϊκής ιδέας πριν γίνει Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας.

Übersetzung bestätigt

Denn heute sind vor allem die großen NRO in der Lage, sich an einer Reihe von Ausschreibungen zu beteiligen, wie Médecins du monde, Ärzte ohne Grenzen, das Rote Kreuz usw. Ich habe sicher einige vergessen, aber das ist die erste Anmerkung, die ich machen wollte.Γιατί, σήμερα, είναι οι μεγάλες ΜΚΟ αυτές που έχουν τη δυνατότητα να ανταποκριθούν σε μια σειρά προσκλήσεων για υποβολή προσφορών: Γιατροί του κόσμου, Γιατροί χωρίς Σύνορα, Ερυθρός Σταυρός, κλπ., και ξεχνώ να αναφέρω και άλλους, όμως αυτή είναι η πρώτη παρατήρηση που θα ήθελα να κάνω.

Übersetzung bestätigt

Ich habe die mutigen Vorschläge nicht vergessen, die uns der Präsident der Knesset und sein palästinensischer Amtskollege in Straßburg vorgetragen haben.Δεν ξεχνώ ότι στο Στρασβούργο ακούσαμε τις θαρραλέες προτάσεις του προέδρου της Kνεσέτ και του Παλαιστίνιου ομολόγου του.

Übersetzung bestätigt

Ich habe das Gefühl und Kommissar Patten hat mich darin bestärkt dass die Anstrengungen der Union in diese Richtung gehen, und das begrüße ich, ohne jedoch die dramatische humanitäre Situation zu vergessen, die in der ganzen Region herrscht.Έχω την αίσθηση και ο Επίτροπος Patten την ενίσχυσε ότι αυτή θα είναι η κατεύθυνση των προσπαθειών της Ένωσης και εκφράζω την ικανοποίησή μου· δεν ξεχνώ όμως τη δραματική ανθρωπιστική κατάσταση που επικρατεί σε ολόκληρη την περιοχή.

Übersetzung bestätigt

Meine zweite persönliche Anmerkung: Ich werde nicht so schnell die Loblieder vergessen, mit denen in den 70er Jahren die Politik des Deficit Spending bedacht wurde. Seinerzeit war es in meinem Land zu einem Konjunkturabschwung gekommen, und die damaligen Verantwortlichen lobten das Deficit Spending über den grünen Klee.Η δεύτερη προσωπική παρατήρηση που θα ήθελα να κάνω είναι ότι δεν ξεχνώ τους ύμνους που ακούστηκαν κάποια ημέρα, τη δεκαετία του 1970, υπέρ μιας πολιτικής χρηματοδότησης των δαπανών από το έλλειμμα, ήταν μια εποχή όπου η χώρα μου αντιμετώπιζε οικονομική επιβράδυνση και οι τότε ιθύνοντες έπλεκαν το εγκώμιο της χρηματοδότησης των δαπανών από το έλλειμμα.

Übersetzung bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ξεχνάω, ξεχνώξεχνάμε, ξεχνούμεξεχνιέμαιξεχνιόμαστε
ξεχνάςξεχνάτεξεχνιέσαιξεχνιέστε, ξεχνιόσαστε
ξεχνάει, ξεχνάξεχνάν(ε), ξεχνούν(ε)ξεχνιέταιξεχνιούνται, ξεχνιόνται
Imper
fekt
ξεχνούσα, ξέχναγαξεχνούσαμε, ξεχνάγαμεξεχνιόμουν(α)ξεχνιόμαστε, ξεχνιόμασταν
ξεχνούσες, ξέχναγεςξεχνούσατε, ξεχνάγατεξεχνιόσουν(α)ξεχνιόσαστε, ξεχνιόσασταν
ξεχνούσε, ξέχναγεξεχνούσαν(ε), ξέχναγαν, ξεχνάγανεξεχνιόταν(ε)ξεχνιόνταν(ε), ξεχνιούνταν, ξεχνιόντουσαν
Aoristξέχασαξεχάσαμεξεχάστηκαξεχαστήκαμε
ξέχασεςξεχάσατεξεχάστηκεςξεχαστήκατε
ξέχασεξέχασαν, ξεχάσαν(ε)ξεχάστηκεξεχάστηκαν, ξεχαστήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω ξεχάσει
έχω ξεχασμένο
έχουμε ξεχάσει
έχουμε ξεχασμένο
έχω ξεχαστεί
είμαι ξεχασμένος, -η
έχουμε ξεχαστεί
είμαστε ξεχασμένοι, -ες
έχεις ξεχάσει
έχεις ξεχασμένο
έχετε ξεχάσει
έχετε ξεχασμένο
έχεις ξεχαστεί
είσαι ξεχασμένος, -η
έχετε ξεχαστεί
είστε ξεχασμένοι, -ες
έχει ξεχάσει
έχει ξεχασμένο
έχουν ξεχάσει
έχουν ξεχασμένο
έχει ξεχαστεί
είναι ξεχασμένος, -η, -ο
έχουν ξεχαστεί
είναι ξεχασμένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα ξεχάσει
είχα ξεχασμένο
είχαμε ξεχάσει
είχαμε ξεχασμένο
είχα ξεχαστεί
ήμουν ξεχασμένος, -η
είχαμε ξεχαστεί
ήμαστε ξεχασμένοι, -ες
είχες ξεχάσει
είχες ξεχασμένο
είχατε ξεχάσει
είχατε ξεχασμένο
είχες ξεχαστεί
ήσουν ξεχασμένος, -η
είχατε ξεχαστεί
ήσαστε ξεχασμένοι, -ες
είχε ξεχάσει
είχε ξεχασμένο
είχαν ξεχάσει
είχαν ξεχασμένο
είχε ξεχαστεί
ήταν ξεχνημενος, -η, -ο
είχαν ξεχαστεί
ήταν ξεχασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ξεχνάω
θα ξεχνώ
θα ξεχνάμε
θα ξεχνούμε
θα ξεχνιέμαιθα ξεχνιόμαστε
θα ξεχνάςθα ξεχνάτεθα ξεχνιέσαιθα ξεχνιέστε
θα ξεχνιόσαστε
θα ξεχνάει
θα ξεχνά
θα ξεχνάν(ε)
θα ξεχνούν(ε)
θα ξεχνιέταιθα ξεχνιούνται
θα ξεχνιόνται
Fut
ur
θα ξεχάσωθα ξεχάσουμε
θα ξεχάσομε (rare)
θα ξεχαστώθα ξεχαστούμε
θα ξεχάσειςθα ξεχάσετεθα ξεχαστείςθα ξεχαστείτε
θα ξεχάσειθα ξεχάσουν(ε)θα ξεχαστείθα ξεχαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ξεχάσει
θα έχω ξεχασμένο
θα έχουμε ξεχάσει
θα έχουμε ξεχασμένο
θα έχω ξεχαστεί
θα είμαι ξεχασμένος, -η
θα έχουμε ξεχαστεί
θα είμαστε ξεχασμένοι, -ες
θα έχεις ξεχάσει
θα έχεις ξεχασμένο
θα έχετε ξεχάσει
θα έχετε ξεχασμένο
θα έχεις ξεχαστεί
θα είσαι ξεχασμένος, -η
θα έχετε ξεχαστεί
θα είστε ξεχνημενοι, -ες
θα έχει ξεχάσει
θα έχει ξεχασμένο
θα έχουν ξεχάσει
θα έχουν ξεχασμένο
θα έχει ξεχαστεί
θα είναι ξεχνημένος, -η, -ο
θα έχουν ξεχαστεί
θα είναι ξεχασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ξεχνάω
να ξεχνώ
να ξεχνάμε
να ξεχνούμε
να ξεχνιέμαινα ξεχνιόμαστε
να ξεχνάςνα ξεχνάτενα ξεχνιέσαινα ξεχνιέστε
να ξεχνάει
να ξεχνά
να ξεχνάν(ε)
να ξεχνούν(ε)
να ξεχνιέταινα ξεχνιούνται
να ξεχνιόνται
Aoristνα ξεχάσωνα ξεχάσουμε
να ξεχάσομε
να ξεχαστώνα ξεχαστούμε
να ξεχάσειςνα ξεχάσετενα ξεχαστείςνα ξεχαστείτε
να ξεχάσεινα ξεχάσουν(ε)να ξεχαστείνα ξεχαστούν(ε)
Perfνα έχω ξεχάσει
να έχω ξεχασμένο
να έχουμε ξεχάσει
να έχουμε ξεχασμένο
να έχω ξεχαστεί
να είμαι ξεχασμένος, -η
να έχουμε ξεχαστεί
να είμαστε ξεχνημενοι, -ες
να έχεις ξεχάσει
να έχεις ξεχασμένο
να έχετε ξεχάσει
να έχετε ξεχασμένο
να έχεις ξεχαστεί
να είσαι ξεχασμένος, -η
να έχετε ξεχαστεί
να είστε ξεχασμένοι, -η
να έχει ξεχάσει
να έχει ξεχασμένο
να έχουν ξεχάσει
να έχουν ξεχασμένο
να έχει ξεχαστεί
να είναι ξεχνημένος, -η, -ο
να έχουν ξεχαστεί
να είναι ξεχασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presξέχνα, ξέχναγεξεχνάτεξεχνιέστε
Aoristξέχασε, ξέχναξεχάστεξεχάσουξεχαστείτε
Part
izip
Presξεχνώντας
Perfέχοντας ξεχάσει, έχοντας ξεχασμένοξεχασμένος, -η, -οξεχασμένοι, -ες, -α
InfinAoristξεχάσειξεχαστεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
λησμονάω, lismono">λησμονώλησμονάμε, λησμονούμελησμονιέμαιλησμονιόμαστε
λησμονάςλησμονάτελησμονιέσαιλησμονιέστε, λησμονιόσαστε
λησμονάει, λησμονάλησμονάν(ε), λησμονούν(ε)λησμονιέταιλησμονιούνται, λησμονιόνται
Imper
fekt
λησμονούσα, λησμόναγαλησμονούσαμε, λησμονάγαμελησμονιόμουν(α)λησμονιόμαστε, λησμονιόμασταν
λησμονούσες, λησμόναγεςλησμονούσατε, λησμονάγατελησμονιόσουν(α)λησμονιόσαστε, λησμονιόσασταν
λησμονούσε, λησμόναγελησμονούσαν(ε), λησμόναγαν, λησμονάγανελησμονιόταν(ε)λησμονιόνταν(ε), λησμονιούνταν, λησμονιόντουσαν
Aoristλησμόνησαλησμονήσαμελησμονήθηκαλησμονηθήκαμε
λησμόνησεςλησμονήσατελησμονήθηκεςλησμονηθήκατε
λησμόνησελησμόνησαν, λησμονήσαν(ε)λησμονήθηκελησμονήθηκαν, λησμονηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω λησμονήσει
έχω λησμονημένο
έχουμε λησμονήσει
έχουμε λησμονημένο
έχω λησμονηθεί
είμαι λησμονημένος, -η
έχουμε λησμονηθεί
είμαστε λησμονημένοι, -ες
έχεις λησμονήσει
έχεις λησμονημένο
έχετε λησμονήσει
έχετε λησμονημένο
έχεις λησμονηθεί
είσαι λησμονημένος, -η
έχετε λησμονηθεί
είστε λησμονημένοι, -ες
έχει λησμονήσει
έχει λησμονημένο
έχουν λησμονήσει
έχουν λησμονημένο
έχει λησμονηθεί
είναι λησμονημένος, -η, -ο
έχουν λησμονηθεί
είναι λησμονημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα λησμονήσει
είχα λησμονημένο
είχαμε λησμονήσει
είχαμε λησμονημένο
είχα λησμονηθεί
ήμουν λησμονημένος, -η
είχαμε λησμονηθεί
ήμαστε λησμονημένοι, -ες
είχες λησμονήσει
είχες λησμονημένο
είχατε λησμονήσει
είχατε λησμονημένο
είχες λησμονηθεί
ήσουν λησμονημένος, -η
είχατε λησμονηθεί
ήσαστε λησμονημένοι, -ες
είχε λησμονήσει
είχε λησμονημένο
είχαν λησμονήσει
είχαν λησμονημένο
είχε λησμονηθεί
ήταν λησμονημένος, -η, -ο
είχαν λησμονηθεί
ήταν λησμονημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα λησμονάω, θα λησμονώθα λησμονάμε, θα λησμονούμεθα λησμονιέμαιθα λησμονιόμαστε
θα λησμονάςθα λησμονάτεθα λησμονιέσαιθα λησμονιέστε, θα λησμονιόσαστε
θα λησμονάει, θα λησμονάθα λησμονάν(ε), θα λησμονούν(ε)θα λησμονιέταιθα λησμονιούνται, θα λησμονιόνται
Fut
ur
θα λησμονήσωθα λησμονήσουμε, θα λησμονήσομεθα λησμονηθώθα λησμονηθούμε
θα λησμονήσειςθα λησμονήσετεθα λησμονηθείςθα λησμονηθείτε
θα λησμονήσειθα λησμονήσουν(ε)θα λησμονηθείθα λησμονηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω λησμονήσει
θα έχω λησμονημένο
θα έχουμε λησμονήσει
θα έχουμε λησμονημένο
θα έχω λησμονηθεί
θα είμαι λησμονημένος, -η
θα έχουμε λησμονηθεί
θα είμαστε λησμονημένοι, -ες
θα έχεις λησμονήσει
θα έχεις λησμονημένο
θα έχετε λησμονήσει
θα έχετε λησμονημένο
θα έχεις λησμονηθεί
θα είσαι λησμονημένος, -η
θα έχετε λησμονηθεί
θα είστε λησμονημένοι, -ες
θα έχει λησμονήσει
θα έχει λησμονημένο
θα έχουν λησμονήσει
θα έχουν λησμονημένο
θα έχει λησμονηθεί
θα είναι λησμονημένος, -η, -ο
θα έχουν λησμονηθεί
θα είναι λησμονημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να λησμονάω, να λησμονώνα λησμονάμε, να λησμονούμενα λησμονιέμαινα λησμονιόμαστε
να λησμονάςνα λησμονάτενα λησμονιέσαινα λησμονιέστε, να λησμονιόσαστε
να λησμονάει, να λησμονάνα λησμονάν(ε), να λησμονούν(ε)να λησμονιέταινα λησμονιούνται, να λησμονιόνται
Aoristνα λησμονήσωνα λησμονήσουμε, να λησμονήσομενα λησμονηθώνα λησμονηθούμε
να λησμονήσειςνα λησμονήσετενα λησμονηθείςνα λησμονηθείτε
να λησμονήσεινα λησμονήσουν(ε)να λησμονηθείνα λησμονηθούν(ε)
Perfνα έχω λησμονήσει
να έχω λησμονημένο
να έχουμε λησμονήσει
να έχουμε λησμονημένο
να έχω λησμονηθεί
να είμαι λησμονημένος, -η
να έχουμε λησμονηθεί
να είμαστε λησμονημένοι, -ες
να έχεις λησμονήσει
να έχεις λησμονημένο
να έχετε λησμονήσει
να έχετε λησμονημένο
να έχεις λησμονηθεί
να είσαι λησμονημένος, -η
να έχετε λησμονηθεί
να είστε λησμονημένοι, -η
να έχει λησμονήσει
να έχει λησμονημένο
να έχουν λησμονήσει
να έχουν λησμονημένο
να έχει λησμονηθεί
να είναι λησμονημένος, -η, -ο
να έχουν λησμονηθεί
να είναι λησμονημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presλησμόνα, λησμόναγελησμονάτελησμονιέστε
Aoristλησμόνησε, λησμόναλησμονήστελησμονήσουλησμονηθείτε
Part
izip
Presλησμονώντας
Perfέχοντας λησμονήσει, έχοντας λησμονημένολησμονημένος, -η, -ολησμονημένοι, -ες, -α
InfinAoristλησμονήσειλησμονηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback