Deutsch | Griechisch |
---|---|
Wir sollten auch nicht vergessen, daß sich François Mitterrand bereits für Europa engagierte, lange bevor er Präsident der Französischen Republik wurde. | Δεν ξεχνώ ότι ο Φρανσουά Μιτεράν ήταν υπέρμαχος της ευρωπαϊκής ιδέας πριν γίνει Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας. Übersetzung bestätigt |
Denn heute sind vor allem die großen NRO in der Lage, sich an einer Reihe von Ausschreibungen zu beteiligen, wie Médecins du monde, Ärzte ohne Grenzen, das Rote Kreuz usw. Ich habe sicher einige vergessen, aber das ist die erste Anmerkung, die ich machen wollte. | Γιατί, σήμερα, είναι οι μεγάλες ΜΚΟ αυτές που έχουν τη δυνατότητα να ανταποκριθούν σε μια σειρά προσκλήσεων για υποβολή προσφορών: Γιατροί του κόσμου, Γιατροί χωρίς Σύνορα, Ερυθρός Σταυρός, κλπ., και ξεχνώ να αναφέρω και άλλους, όμως αυτή είναι η πρώτη παρατήρηση που θα ήθελα να κάνω. Übersetzung bestätigt |
Ich habe die mutigen Vorschläge nicht vergessen, die uns der Präsident der Knesset und sein palästinensischer Amtskollege in Straßburg vorgetragen haben. | Δεν ξεχνώ ότι στο Στρασβούργο ακούσαμε τις θαρραλέες προτάσεις του προέδρου της Kνεσέτ και του Παλαιστίνιου ομολόγου του. Übersetzung bestätigt |
Ich habe das Gefühl und Kommissar Patten hat mich darin bestärkt dass die Anstrengungen der Union in diese Richtung gehen, und das begrüße ich, ohne jedoch die dramatische humanitäre Situation zu vergessen, die in der ganzen Region herrscht. | Έχω την αίσθηση και ο Επίτροπος Patten την ενίσχυσε ότι αυτή θα είναι η κατεύθυνση των προσπαθειών της Ένωσης και εκφράζω την ικανοποίησή μου· δεν ξεχνώ όμως τη δραματική ανθρωπιστική κατάσταση που επικρατεί σε ολόκληρη την περιοχή. Übersetzung bestätigt |
Meine zweite persönliche Anmerkung: Ich werde nicht so schnell die Loblieder vergessen, mit denen in den 70er Jahren die Politik des Deficit Spending bedacht wurde. Seinerzeit war es in meinem Land zu einem Konjunkturabschwung gekommen, und die damaligen Verantwortlichen lobten das Deficit Spending über den grünen Klee. | Η δεύτερη προσωπική παρατήρηση που θα ήθελα να κάνω είναι ότι δεν ξεχνώ τους ύμνους που ακούστηκαν κάποια ημέρα, τη δεκαετία του 1970, υπέρ μιας πολιτικής χρηματοδότησης των δαπανών από το έλλειμμα, ήταν μια εποχή όπου η χώρα μου αντιμετώπιζε οικονομική επιβράδυνση και οι τότε ιθύνοντες έπλεκαν το εγκώμιο της χρηματοδότησης των δαπανών από το έλλειμμα. Übersetzung bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
vergessen |
verpennen |
verpassen |
verfehlen |
versäumen |
verschwitzen |
verabsäumen |
Ähnliche Wörter |
---|
vergessen werden |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | vergesse | ||
du | vergisst | |||
er, sie, es | vergisst | |||
Präteritum | ich | vergaß | ||
Konjunktiv II | ich | vergäße | ||
Imperativ | Singular | vergiss! | ||
Plural | vergesst! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
vergessen | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:vergessen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ξεχνάω, ξεχνώ | ξεχνάμε, ξεχνούμε | ξεχνιέμαι | ξεχνιόμαστε |
ξεχνάς | ξεχνάτε | ξεχνιέσαι | ξεχνιέστε, ξεχνιόσαστε | ||
ξεχνάει, ξεχνά | ξεχνάν(ε), ξεχνούν(ε) | ξεχνιέται | ξεχνιούνται, ξεχνιόνται | ||
Imper fekt | ξεχνούσα, ξέχναγα | ξεχνούσαμε, ξεχνάγαμε | ξεχνιόμουν(α) | ξεχνιόμαστε, ξεχνιόμασταν | |
ξεχνούσες, ξέχναγες | ξεχνούσατε, ξεχνάγατε | ξεχνιόσουν(α) | ξεχνιόσαστε, ξεχνιόσασταν | ||
ξεχνούσε, ξέχναγε | ξεχνούσαν(ε), ξέχναγαν, ξεχνάγανε | ξεχνιόταν(ε) | ξεχνιόνταν(ε), ξεχνιούνταν, ξεχνιόντουσαν | ||
Aorist | ξέχασα | ξεχάσαμε | ξεχάστηκα | ξεχαστήκαμε | |
ξέχασες | ξεχάσατε | ξεχάστηκες | ξεχαστήκατε | ||
ξέχασε | ξέχασαν, ξεχάσαν(ε) | ξεχάστηκε | ξεχάστηκαν, ξεχαστήκαν(ε) | ||
Perf ekt | |||||
Plu perf ekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | |||||
Fut ur | |||||
θα ξεχάσεις | θα ξεχάσετε | θα ξεχαστείς | θα ξεχαστείτε | ||
θα ξεχάσει | θα ξεχάσουν(ε) | θα ξεχαστεί | θα ξεχαστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ξεχνάω να ξεχνώ | να ξεχνάμε να ξεχνούμε | να ξεχνιέμαι | να ξεχνιόμαστε |
να ξεχνάς | να ξεχνάτε | να ξεχνιέσαι | να ξεχνιέστε | ||
να ξεχνάει να ξεχνά | να ξεχνάν(ε) να ξεχνούν(ε) | να ξεχνιέται | να ξεχνιούνται να ξεχνιόνται | ||
Aorist | να ξεχάσω | να ξεχάσουμε να ξεχάσομε | να ξεχαστώ | να ξεχαστούμε | |
να ξεχάσεις | να ξεχάσετε | να ξεχαστείς | να ξεχαστείτε | ||
να ξεχάσει | να ξεχάσουν(ε) | να ξεχαστεί | να ξεχαστούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | ξέχνα, ξέχναγε | ξεχνάτε | ξεχνιέστε | |
Aorist | ξέχασε, ξέχνα | ξεχάστε | ξεχάσου | ξεχαστείτε | |
Part izip | Pres | ξεχνώντας | |||
Perf | έχοντας ξεχάσει, έχοντας ξεχασμένο | ξεχασμένος, -η, -ο | ξεχασμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | ξεχάσει | ξεχαστεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | λησμονάω, lismono">λησμονώ | λησμονάμε, λησμονούμε | λησμονιέμαι | λησμονιόμαστε |
λησμονάς | λησμονάτε | λησμονιέσαι | λησμονιέστε, λησμονιόσαστε | ||
λησμονάει, λησμονά | λησμονάν(ε), λησμονούν(ε) | λησμονιέται | λησμονιούνται, λησμονιόνται | ||
Imper fekt | λησμονούσα, λησμόναγα | λησμονούσαμε, λησμονάγαμε | λησμονιόμουν(α) | λησμονιόμαστε, λησμονιόμασταν | |
λησμονούσες, λησμόναγες | λησμονούσατε, λησμονάγατε | λησμονιόσουν(α) | λησμονιόσαστε, λησμονιόσασταν | ||
λησμονούσε, λησμόναγε | λησμονούσαν(ε), λησμόναγαν, λησμονάγανε | λησμονιόταν(ε) | λησμονιόνταν(ε), λησμονιούνταν, λησμονιόντουσαν | ||
Aorist | λησμόνησα | λησμονήσαμε | λησμονήθηκα | λησμονηθήκαμε | |
λησμόνησες | λησμονήσατε | λησμονήθηκες | λησμονηθήκατε | ||
λησμόνησε | λησμόνησαν, λησμονήσαν(ε) | λησμονήθηκε | λησμονήθηκαν, λησμονηθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | |||||
Plu perf ekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα λησμονάω, | θα λησμονάμε, | |||
θα λησμονάς | θα λησμονάτε | θα λησμονιέσαι | θα λησμονιέστε, | ||
θα λησμονάει, | θα λησμονάν(ε), | θα λησμονιέται | θα λησμονιούνται, | ||
Fut ur | θα λησμονήσω | θα λησμονήσουμε, | θα λησμονηθώ | θα λησμονηθούμε | |
θα λησμονήσεις | θα λησμονήσετε | θα λησμονηθείς | θα λησμονηθείτε | ||
θα λησμονήσει | θα λησμονήσουν(ε) | θα λησμονηθεί | θα λησμονηθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να λησμονάω, | να λησμονάμε, | να λησμονιέμαι | να λησμονιόμαστε |
να λησμονάς | να λησμονάτε | να λησμονιέσαι | να λησμονιέστε, | ||
να λησμονάει, | να λησμονάν(ε), | να λησμονιέται | να λησμονιούνται, | ||
Aorist | να λησμονήσω | να λησμονήσουμε, | να λησμονηθώ | να λησμονηθούμε | |
να λησμονήσεις | να λησμονήσετε | να λησμονηθείς | να λησμονηθείτε | ||
να λησμονήσει | να λησμονήσουν(ε) | να λησμονηθεί | να λησμονηθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | λησμόνα, λησμόναγε | λησμονάτε | λησμονιέστε | |
Aorist | λησμόνησε, λησμόνα | λησμονήστε | λησμονήσου | λησμονηθείτε | |
Part izip | Pres | λησμονώντας | |||
Perf | έχοντας λησμονήσει, | λησμονημένος, -η, -ο | λησμονημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | λησμονήσει | λησμονηθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.