λησμονώ Verb  [lismono, lhsmonw]

  Verb
(6)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu λησμονώ

λησμονώ Koine-Griechisch (απαντά ο τύπος μετοχής λησμονηθέντες), συγγενές με το αρχαιοελληνικό λησμοσύνη και το λήθω / λανθάνω


GriechischDeutsch
Το κάνουμε όμως παραμένοντας επίσης πιστοί, κύριε Πρόεδρε, στο γράμμα και στο πνεύμα των Συνθηκών, και ιδίως σε ένα άρθρο το οποίο έχω βάσιμους λόγους να μην λησμονώ, το άρθρο που εγγυάται την ιδιαιτερότητα των αποστολών δημοσίου συμφέροντος.Doch wir tun dies auch, indem wir uns an den Buchstaben und den Geist der Verträge und insbesondere eines Artikels des Vertrags halten, den ich aus guten Gründen nicht vergessen werde, nämlich den Artikel, der die Besonderheit von Dienstleistungen von allgemeinem wirtschaftlichem Interesse herausstellt.

Übersetzung bestätigt

Δεν λησμονώ, επίσης, όπως κι εσείς δεν πρέπει να λησμονείτε, ότι οι εργασίες του Αμστερνταμ και του Τάμπερε προβλέπουν επίσης έλεγχο της παράνομης μετανάστευσης.Ich vergesse ebenfalls nicht und Sie dürfen dies auch nicht vergessen -, dass diese Arbeit im Sinne von Amsterdam und Tampere auch einen Aspekt der Steuerung der illegalen Migrantenströme beinhaltet.

Übersetzung bestätigt

Επομένως, εσείς είσαστε αυτή που έδειξε -δικαιώνοντας τον κ. Poignantότι λησμονώ πόσο υπερεκτιμημένη είναι η φήμη μου.Und schließlich zeigt sich daran, dass ich Sie vergessen habe und das gibt Herrn Poignant Recht dass mein Ruf überschätzt wird.

Übersetzung bestätigt

Δεν λησμονώ την προέλευσή μου, όμως ο χρόνος κυλά πολύ γρήγορα. " ολοκλήρωση απαιτεί να αισθανόμαστε αμοιβαία ευθύνη, και αυτήν την ευθύνη να τη συμμερίζονται και τα νέα κράτη μέλη αυτά που αποκαλούμε "νέα", αν και, όπως είπα, δεν υπάρχουν "νέα" και παλαιά.Ich habe meine Herkunft keineswegs vergessen, aber die Zeit vergeht so rasch. Wenn die Integration gelingen soll, müssen wir eine gegenseitige Verantwortung empfinden, die auch von den neuen Mitgliedstaaten getragen wird, bzw. von jenen Mitgliedstaaten, die wir als neu bezeichnen, obwohl es, wie ich bereits sagte, keine "neuen" und "alten" gibt.

Übersetzung bestätigt

Για τον λόγο αυτόν, υποστηρίζω αυτήν την ενεργητική προσέγγιση, χωρίς να λησμονώ ότι το Ίντερνετ των πραγμάτων έχει ως πρώτιστο στόχο την ωφέλεια των πολιτών.Aus diesem Grund befürworte ich diesen proaktiven Ansatz, ohne dabei zu vergessen, dass mit dem Internet der Dinge in erster Linie das Ziel verfolgt wird, den Menschen einen Nutzen zu bringen.

Übersetzung bestätigt



Grammatik

Grammatik zu λησμονώ

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
λησμονάω, lismono">λησμονώλησμονάμε, λησμονούμελησμονιέμαιλησμονιόμαστε
λησμονάςλησμονάτελησμονιέσαιλησμονιέστε, λησμονιόσαστε
λησμονάει, λησμονάλησμονάν(ε), λησμονούν(ε)λησμονιέταιλησμονιούνται, λησμονιόνται
Imper
fekt
λησμονούσα, λησμόναγαλησμονούσαμε, λησμονάγαμελησμονιόμουν(α)λησμονιόμαστε, λησμονιόμασταν
λησμονούσες, λησμόναγεςλησμονούσατε, λησμονάγατελησμονιόσουν(α)λησμονιόσαστε, λησμονιόσασταν
λησμονούσε, λησμόναγελησμονούσαν(ε), λησμόναγαν, λησμονάγανελησμονιόταν(ε)λησμονιόνταν(ε), λησμονιούνταν, λησμονιόντουσαν
Aoristλησμόνησαλησμονήσαμελησμονήθηκαλησμονηθήκαμε
λησμόνησεςλησμονήσατελησμονήθηκεςλησμονηθήκατε
λησμόνησελησμόνησαν, λησμονήσαν(ε)λησμονήθηκελησμονήθηκαν, λησμονηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω λησμονήσει
έχω λησμονημένο
έχουμε λησμονήσει
έχουμε λησμονημένο
έχω λησμονηθεί
είμαι λησμονημένος, -η
έχουμε λησμονηθεί
είμαστε λησμονημένοι, -ες
έχεις λησμονήσει
έχεις λησμονημένο
έχετε λησμονήσει
έχετε λησμονημένο
έχεις λησμονηθεί
είσαι λησμονημένος, -η
έχετε λησμονηθεί
είστε λησμονημένοι, -ες
έχει λησμονήσει
έχει λησμονημένο
έχουν λησμονήσει
έχουν λησμονημένο
έχει λησμονηθεί
είναι λησμονημένος, -η, -ο
έχουν λησμονηθεί
είναι λησμονημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα λησμονήσει
είχα λησμονημένο
είχαμε λησμονήσει
είχαμε λησμονημένο
είχα λησμονηθεί
ήμουν λησμονημένος, -η
είχαμε λησμονηθεί
ήμαστε λησμονημένοι, -ες
είχες λησμονήσει
είχες λησμονημένο
είχατε λησμονήσει
είχατε λησμονημένο
είχες λησμονηθεί
ήσουν λησμονημένος, -η
είχατε λησμονηθεί
ήσαστε λησμονημένοι, -ες
είχε λησμονήσει
είχε λησμονημένο
είχαν λησμονήσει
είχαν λησμονημένο
είχε λησμονηθεί
ήταν λησμονημένος, -η, -ο
είχαν λησμονηθεί
ήταν λησμονημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα λησμονάω, θα λησμονώθα λησμονάμε, θα λησμονούμεθα λησμονιέμαιθα λησμονιόμαστε
θα λησμονάςθα λησμονάτεθα λησμονιέσαιθα λησμονιέστε, θα λησμονιόσαστε
θα λησμονάει, θα λησμονάθα λησμονάν(ε), θα λησμονούν(ε)θα λησμονιέταιθα λησμονιούνται, θα λησμονιόνται
Fut
ur
θα λησμονήσωθα λησμονήσουμε, θα λησμονήσομεθα λησμονηθώθα λησμονηθούμε
θα λησμονήσειςθα λησμονήσετεθα λησμονηθείςθα λησμονηθείτε
θα λησμονήσειθα λησμονήσουν(ε)θα λησμονηθείθα λησμονηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω λησμονήσει
θα έχω λησμονημένο
θα έχουμε λησμονήσει
θα έχουμε λησμονημένο
θα έχω λησμονηθεί
θα είμαι λησμονημένος, -η
θα έχουμε λησμονηθεί
θα είμαστε λησμονημένοι, -ες
θα έχεις λησμονήσει
θα έχεις λησμονημένο
θα έχετε λησμονήσει
θα έχετε λησμονημένο
θα έχεις λησμονηθεί
θα είσαι λησμονημένος, -η
θα έχετε λησμονηθεί
θα είστε λησμονημένοι, -ες
θα έχει λησμονήσει
θα έχει λησμονημένο
θα έχουν λησμονήσει
θα έχουν λησμονημένο
θα έχει λησμονηθεί
θα είναι λησμονημένος, -η, -ο
θα έχουν λησμονηθεί
θα είναι λησμονημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να λησμονάω, να λησμονώνα λησμονάμε, να λησμονούμενα λησμονιέμαινα λησμονιόμαστε
να λησμονάςνα λησμονάτενα λησμονιέσαινα λησμονιέστε, να λησμονιόσαστε
να λησμονάει, να λησμονάνα λησμονάν(ε), να λησμονούν(ε)να λησμονιέταινα λησμονιούνται, να λησμονιόνται
Aoristνα λησμονήσωνα λησμονήσουμε, να λησμονήσομενα λησμονηθώνα λησμονηθούμε
να λησμονήσειςνα λησμονήσετενα λησμονηθείςνα λησμονηθείτε
να λησμονήσεινα λησμονήσουν(ε)να λησμονηθείνα λησμονηθούν(ε)
Perfνα έχω λησμονήσει
να έχω λησμονημένο
να έχουμε λησμονήσει
να έχουμε λησμονημένο
να έχω λησμονηθεί
να είμαι λησμονημένος, -η
να έχουμε λησμονηθεί
να είμαστε λησμονημένοι, -ες
να έχεις λησμονήσει
να έχεις λησμονημένο
να έχετε λησμονήσει
να έχετε λησμονημένο
να έχεις λησμονηθεί
να είσαι λησμονημένος, -η
να έχετε λησμονηθεί
να είστε λησμονημένοι, -η
να έχει λησμονήσει
να έχει λησμονημένο
να έχουν λησμονήσει
να έχουν λησμονημένο
να έχει λησμονηθεί
να είναι λησμονημένος, -η, -ο
να έχουν λησμονηθεί
να είναι λησμονημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presλησμόνα, λησμόναγελησμονάτελησμονιέστε
Aoristλησμόνησε, λησμόναλησμονήστελησμονήσουλησμονηθείτε
Part
izip
Presλησμονώντας
Perfέχοντας λησμονήσει, έχοντας λησμονημένολησμονημένος, -η, -ολησμονημένοι, -ες, -α
InfinAoristλησμονήσειλησμονηθεί











Griechische Definition zu λησμονώ

λησμονώ [divzmonó] -ιέμαι : (συναισθ.) ξεχνώ. ΠAΡ Mάτια που δε βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται, ξεχνάει κανείς εύκολα αυτόν με τον οποίο δεν έχει συχνή επαφή. Ο Θεός* αργεί, μα δε λησμονεί.

[ελνστ. λησμονῶ]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback