verzichten
 Verb

παραιτούμαι Verb
(1)
λησμονώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich will jetzt auf die Frage verzichten, weil ich glaube, dass Sie an der Sache dran bleiben werden und dieses Problem möglichst vor 2007 gelöst wird.Τώρα παραιτούμαι από την ερώτησή μου διότι πιστεύω ότι θα συνεχίσετε να παρακολουθείτε το ζήτημα και ότι το πρόβλημα αυτό θα λυθεί, ει δυνατόν, πριν από το 2007.

Übersetzung bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
λησμονάω, lismono">λησμονώλησμονάμε, λησμονούμελησμονιέμαιλησμονιόμαστε
λησμονάςλησμονάτελησμονιέσαιλησμονιέστε, λησμονιόσαστε
λησμονάει, λησμονάλησμονάν(ε), λησμονούν(ε)λησμονιέταιλησμονιούνται, λησμονιόνται
Imper
fekt
λησμονούσα, λησμόναγαλησμονούσαμε, λησμονάγαμελησμονιόμουν(α)λησμονιόμαστε, λησμονιόμασταν
λησμονούσες, λησμόναγεςλησμονούσατε, λησμονάγατελησμονιόσουν(α)λησμονιόσαστε, λησμονιόσασταν
λησμονούσε, λησμόναγελησμονούσαν(ε), λησμόναγαν, λησμονάγανελησμονιόταν(ε)λησμονιόνταν(ε), λησμονιούνταν, λησμονιόντουσαν
Aoristλησμόνησαλησμονήσαμελησμονήθηκαλησμονηθήκαμε
λησμόνησεςλησμονήσατελησμονήθηκεςλησμονηθήκατε
λησμόνησελησμόνησαν, λησμονήσαν(ε)λησμονήθηκελησμονήθηκαν, λησμονηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω λησμονήσει
έχω λησμονημένο
έχουμε λησμονήσει
έχουμε λησμονημένο
έχω λησμονηθεί
είμαι λησμονημένος, -η
έχουμε λησμονηθεί
είμαστε λησμονημένοι, -ες
έχεις λησμονήσει
έχεις λησμονημένο
έχετε λησμονήσει
έχετε λησμονημένο
έχεις λησμονηθεί
είσαι λησμονημένος, -η
έχετε λησμονηθεί
είστε λησμονημένοι, -ες
έχει λησμονήσει
έχει λησμονημένο
έχουν λησμονήσει
έχουν λησμονημένο
έχει λησμονηθεί
είναι λησμονημένος, -η, -ο
έχουν λησμονηθεί
είναι λησμονημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα λησμονήσει
είχα λησμονημένο
είχαμε λησμονήσει
είχαμε λησμονημένο
είχα λησμονηθεί
ήμουν λησμονημένος, -η
είχαμε λησμονηθεί
ήμαστε λησμονημένοι, -ες
είχες λησμονήσει
είχες λησμονημένο
είχατε λησμονήσει
είχατε λησμονημένο
είχες λησμονηθεί
ήσουν λησμονημένος, -η
είχατε λησμονηθεί
ήσαστε λησμονημένοι, -ες
είχε λησμονήσει
είχε λησμονημένο
είχαν λησμονήσει
είχαν λησμονημένο
είχε λησμονηθεί
ήταν λησμονημένος, -η, -ο
είχαν λησμονηθεί
ήταν λησμονημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα λησμονάω, θα λησμονώθα λησμονάμε, θα λησμονούμεθα λησμονιέμαιθα λησμονιόμαστε
θα λησμονάςθα λησμονάτεθα λησμονιέσαιθα λησμονιέστε, θα λησμονιόσαστε
θα λησμονάει, θα λησμονάθα λησμονάν(ε), θα λησμονούν(ε)θα λησμονιέταιθα λησμονιούνται, θα λησμονιόνται
Fut
ur
θα λησμονήσωθα λησμονήσουμε, θα λησμονήσομεθα λησμονηθώθα λησμονηθούμε
θα λησμονήσειςθα λησμονήσετεθα λησμονηθείςθα λησμονηθείτε
θα λησμονήσειθα λησμονήσουν(ε)θα λησμονηθείθα λησμονηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω λησμονήσει
θα έχω λησμονημένο
θα έχουμε λησμονήσει
θα έχουμε λησμονημένο
θα έχω λησμονηθεί
θα είμαι λησμονημένος, -η
θα έχουμε λησμονηθεί
θα είμαστε λησμονημένοι, -ες
θα έχεις λησμονήσει
θα έχεις λησμονημένο
θα έχετε λησμονήσει
θα έχετε λησμονημένο
θα έχεις λησμονηθεί
θα είσαι λησμονημένος, -η
θα έχετε λησμονηθεί
θα είστε λησμονημένοι, -ες
θα έχει λησμονήσει
θα έχει λησμονημένο
θα έχουν λησμονήσει
θα έχουν λησμονημένο
θα έχει λησμονηθεί
θα είναι λησμονημένος, -η, -ο
θα έχουν λησμονηθεί
θα είναι λησμονημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να λησμονάω, να λησμονώνα λησμονάμε, να λησμονούμενα λησμονιέμαινα λησμονιόμαστε
να λησμονάςνα λησμονάτενα λησμονιέσαινα λησμονιέστε, να λησμονιόσαστε
να λησμονάει, να λησμονάνα λησμονάν(ε), να λησμονούν(ε)να λησμονιέταινα λησμονιούνται, να λησμονιόνται
Aoristνα λησμονήσωνα λησμονήσουμε, να λησμονήσομενα λησμονηθώνα λησμονηθούμε
να λησμονήσειςνα λησμονήσετενα λησμονηθείςνα λησμονηθείτε
να λησμονήσεινα λησμονήσουν(ε)να λησμονηθείνα λησμονηθούν(ε)
Perfνα έχω λησμονήσει
να έχω λησμονημένο
να έχουμε λησμονήσει
να έχουμε λησμονημένο
να έχω λησμονηθεί
να είμαι λησμονημένος, -η
να έχουμε λησμονηθεί
να είμαστε λησμονημένοι, -ες
να έχεις λησμονήσει
να έχεις λησμονημένο
να έχετε λησμονήσει
να έχετε λησμονημένο
να έχεις λησμονηθεί
να είσαι λησμονημένος, -η
να έχετε λησμονηθεί
να είστε λησμονημένοι, -η
να έχει λησμονήσει
να έχει λησμονημένο
να έχουν λησμονήσει
να έχουν λησμονημένο
να έχει λησμονηθεί
να είναι λησμονημένος, -η, -ο
να έχουν λησμονηθεί
να είναι λησμονημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presλησμόνα, λησμόναγελησμονάτελησμονιέστε
Aoristλησμόνησε, λησμόναλησμονήστελησμονήσουλησμονηθείτε
Part
izip
Presλησμονώντας
Perfέχοντας λησμονήσει, έχοντας λησμονημένολησμονημένος, -η, -ολησμονημένοι, -ες, -α
InfinAoristλησμονήσειλησμονηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback