Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



ψυχοσάββατο

ψυχοσάββατο ψυχο- + Σάββατο[1] ( altgriechisch σάββατον hebräisch שבת šabbāṯ)


σκούνα

σκούνα italienisch scuna englisch schooner


σανίδι

σανίδι Etymologie fehlt


πάγκρεας

πάγκρεας altgriechisch πάγκρεας


εύελπις

εύελπις altgriechisch εὔελπις εὖ + ἐλπίς


εξομάλυνση

εξομάλυνση εξομαλύνω + -ση


ενηλικίωση

ενηλικίωση Etymologie fehlt


έκτρωση

έκτρωση altgriechisch ἔκτρωσις


γαστρίτιδα

γαστρίτιδα γαστήρ (Genitiv: γαστρ-ός) + -ίτιδα


απεναντίας

απεναντίας Koine-Griechisch ἀπεναντίας


ανακατανομή

ανακατανομή ανακατανέμω + -ή ((Lehnübersetzung) französisch redistribution)


ακοντισμός

ακοντισμός Etymologie fehlt


προικοθήρας

προικοθήρας προίκα + -θήρας


ουρία

ουρία (Wort verwendet ab 1849) französisch urée urine lateinisch urina indoeuropäisch (Wurzel) *h₂wers- (βρέχω, στάζω)


μάτσο

μάτσο venezianisch mazzo


καραβόσκαρο

καραβόσκαρο καράβι + σκαρί.


καλησπερούδια

καλησπερούδια καλησπέρα + -ούδια


ζεύξη

ζεύξη altgriechisch ζεῦξις ζεύγνυμι


αντιδιαστολή

αντιδιαστολή spätgriechisch ἀντιδιαστολή ἀντιδιαστέλλω


αμυγδαλές


τύπωμα

τύπωμα τυπώνω


σύγκλητος

σύγκλητος altgriechisch σύγκλητος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;


πεντάλ

πεντάλ französisch pédal (Femininum) italienisch pedale Maskulinum von lateinisch pedalis pēs, pedis (πόδι, ποδιού)[1]


ντουμάνι

ντουμάνι türkisch duman


ναυαγός

ναυαγός (λόγιο) altgriechisch ναυαγός[1]


μπουτόν

μπουτόν französisch bouton


λυγίζω

λυγίζω altgriechisch λυγίζω


λεζάντα

λεζάντα französisch légende lateinisch legenda (που πρέπει να διαβαστεί) legendus, γερουνδιακό του ρήματος lego proto-italienisch *legō proto-indogermanisch *leǵ-


κάψα

Κάθε φαρμακείο υποχρεούται να είναι εφοδιασμένο με τα εξής: ... Ιγδία πορσελάνης ,λαβίδες, σπαθίδες, κάψες, χωνιά ... (ΠΔ 312, 16-9-1992)


καπιταλιστής

καπιταλιστής französisch capitaliste lateinisch caput indoeuropäisch (Wurzel) *káput


θαλαμοφύλακας

θαλαμοφύλακας θάλαμος + φύλακας


εξουδετέρωση

εξουδετέρωση εξουδετερώνω + -ση


διακομιστής


άκομψα

άκομψα άκομψος


χαλκείο

χαλκείο altgriechisch χαλκεῖον


σηκώνω

σηκώνω mittelgriechisch σηκώνω altgriechisch σηκῶ (ζυγίζω σε ζυγαριά βάζοντας και βγάζοντας βαρίδια έτσι ώστε να σηκωθεί το ένα μέρος και να φτάσει στο ίδιο επίπεδο με το άλλο)


καλησπερίζω

καλησπερίζω καλησπέρα + -ίζω


άφοβος

άφοβος altgriechisch ἄφοβος,ος,ον


φαράσι

φαράσι türkisch faraş


τραβεστί

τραβεστί französisch travesti ιταλικά travestire "μεταμφιέζομαι" vestire λατινικά vestio vestis indoeuropäisch (Wurzel) *wes-ti(h₂)- *wes-


συντηρώ

συντηρώ Etymologie fehlt


μουσούδα

μουσούδα Etymologie fehlt


μετασεισμός

μετασεισμός Etymologie fehlt


θρήσκευμα

θρήσκευμα Etymologie fehlt


εισοδηματίας

εισοδηματίας Etymologie fehlt


εγκόλπιο

εγκόλπιο απόδοση στο μονοτονικό της λέξης: ἐγκόλπιο ἐγκόλπιον altgriechisch ἐγκόλπιος


γενναιότητα

γενναιότητα Etymologie fehlt


αρραβώνας

αρραβώνας altgriechisch ἀρραβών


υποψιάζομαι

υποψιάζομαι υποψία + -άζομαι (von παθητικό ρήμα δημιουργήθηκε και το ενεργητικό υποψιάζω)


πλάστης

πλάστης Etymologie fehlt


πενία

πενία altgriechisch πενία


μύρτος

μύρτος (λόγιο) altgriechisch μύρτος (Femininum). siehe auch η μυρτιά, και το ουδέτερο το μύρτο


καλάι

καλάι türkisch kalay arabisch قلعى (kalai, κασσίτερος)


επίθεμα

επίθεμα Koine-Griechisch ἐπίθεμα altgriechisch ἐπιτίθημι (τοποθετώ επάνω)


επανένταξη

επανένταξη πρόθημα επανα- + ουσιαστικό ένταξη


ασχολούμενος


αντάξια

αντάξια αντάξιος + -α


σούβλισμα

σούβλισμα Etymologie fehlt


πληκτρολόγηση

πληκτρολόγηση πληκτρολόγιο/πληκτρολογώ


πένης

πένης altgriechisch πένης πένομαι


παγωνιά

παγωνιά παγών(ω) + -ιά


κρύωμα

κρύωμα κρυώνω


κοσμοπολίτης

κοσμοπολίτης (λόγιο) Koine-Griechisch κοσμοπολίτης.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε κοσμο- + πολίτης


εφημεριδοπώλης

εφημεριδοπώλης εφημερίδα + -πώλης


γκρέιντερ

γκρέιντερ englisch grader


βόμβος

βόμβος altgriechisch (ονοματοποιία)


Αυγουστής

Αυγουστής Etymologie fehlt


συνταγματάρχης

συνταγματάρχης (λόγιο) Koine-Griechisch συνταγματάρχης. Συγχρονικά αναλύεται σε (σύνταγμα) συνταγματ- + -άρχης άρχω


ρακέτα

ρακέτα Etymologie fehlt


πομπός

πομπός altgriechisch πομπός


παρεμπόριο

παρεμπόριο παρ- + εμπόριο


κροκόδειλος

κροκόδειλος (λόγιο) altgriechisch κροκόδιλος (σαύρα), με ελληνιστική ορθογραφία με ει >.[1] Δείτε κρόκη (χαλίκι ή βότσαλο) και δρῖλος "σκουλήκι ή είδος σαύρας". Λόγω του ότι το φολιδωτό δέρμα του ερπετού μοιάζει με παραποτάμια βότσαλα (στρόγγυλες μικρές πέτρες)


καπλαμάς

καπλαμάς türkisch kaplama


ερμηνεύω

ερμηνεύω altgriechisch ἑρμηνεύω ἑρμηνεύς Ἑρμῆς


έρμαιο

έρμαιο απόδοση στο μονοτονικό της λέξης ἕρμαιο altgriechisch ἕρμαιον Ερμής


γυροσκόπιο

γυροσκόπιο γύρω ( γυρίζω) + -σκόπιο, (αντιδάνειο) französisch gyroscope (από Λεόν Φουκώ το 1852)


γήρας

γήρας altgriechisch γῆρας


βόθρος

βόθρος altgriechisch βόθρος


αρσενοκοίτης

αρσενοκοίτης Koine-Griechisch ἀρσενοκοίτης ἄρσην + κοίτη


αντιπροεδρία

αντιπροεδρία αντιπρόεδρος + -ία


τοπογράφος

τοπογράφος (entlehnt aus) französisch topographe ( topographie) Koine-Griechisch τοπογράφος (τοπογραφία) altgriechisch τόπ(ος) + -ο- + -γράφος (-graphe)


μπιενάλε

μπιενάλε Etymologie fehlt


κλουβάκι

κλουβάκι κλουβί + υποκοριστικό επίθημα -άκι


κλίκα

κλίκα französisch clique


εξώθηση

εξώθηση Koine-Griechisch ἐξώθησις


γυρεύω

γυρεύω mittelgriechisch Koine-Griechisch γυρεύω (τρέχω σε κύκλο) γυρός (στρογγυλός)


βίκος

βίκος Koine-Griechisch βικίον


άσπρος

άσπρος Koine-Griechisch ἄσπρος lateinisch asper proto-indogermanisch *h₂esp- (κόβω)


αιματολογία

αιματολογία Etymologie fehlt


χλώριο

χλώριο (αντιδάνειο) Katharevousa χλώριον französisch chlore altgriechisch χλωρός (λόγω του κιτρινοπράσινου χρώματος του)


συμβολαιογράφος

συμβολαιογράφος Koine-Griechisch συμβολαιογράφος altgriechisch συμβόλαι(ον) + -ο- + -λόγος


στασίδι

στασίδι Etymologie fehlt


πλιάτσικο

πλιάτσικο albanisch plaçkë (=λάφυρο) slawisch pljatška


περιφορά

περιφορά altgriechisch περιφορά περιφέρω


όφσετ

όφσετ Etymologie fehlt


οδοποιία

οδοποιία altgriechisch ὁδοποιία ὁδός + -ποιία


ξεκάθαρος

ξεκάθαρος ξεκαθαρίζω


ναυτοσύνη

ναυτοσύνη Etymologie fehlt


γουρουνάκι

γουρουνάκι γουρούν(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι mittelgriechisch γουρουνάκι


βάλσαμο

βάλσαμο altgriechisch βάλσαμον



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback