Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



τυρόπηγμα

τυρόπηγμα τυρί + -ο- + πήγμα


Μόναχο


οστέωση

οστέωση Etymologie fehlt


ηλεκτρικός

ηλεκτρικός διαγλωσσική ορολογία electr(o)- englisch electric ή französisch électrique lateinisch electricus altgriechisch ἤλεκτρον + -ικός[1] Wort verwendet ab 1766


φοβητσιάρης

φοβητσιάρης mittelgriechisch φοβητσιάρης altgriechisch φοβητικός


Βερολινέζος

Βερολινέζος Βερολίν(ο) + -έζος


πρόσθετο

πρόσθετο substantiviertes Neutrum des Adjektivs πρόσθετος


αρθρόποδο

αρθρόποδο neulateinisch altgriechisch ἄρθρον + πούς (Genitiv ποδός)


ΔΟΕ

ΔΟΕ από τα αρχικά των λέξεων Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή


κωνοφόρο

κωνοφόρο Maskulinum von κωνοφόρος Koine-Griechisch κωνοφόρος altgriechisch κῶνος + -φόρος (φέρω)


λόγια

λόγια δεύτερος Mehrzahl von ουσιαστικού λόγος


νεκρογέννητος

νεκρογέννητος νεκρο- + γεννώ + -τος


θνησιγονία

θνησιγονία spätgriechisch θνῆσις ( θνῄσκω) + γίγνομαι [1], αναλύεται σε θνησι- + -γονία


ΕΚΤ


οργανάκι

οργανάκι Etymologie fehlt


πρέμνο

πρέμνο altgriechisch πρέμνον


σχολαστικός

σχολαστικός σχολάζω


λεπτολόγος

λεπτολόγος altgriechisch λεπτολόγος


κεφαλίδα

κεφαλίδα altgriechisch κεφαλίς κεφαλή indoeuropäisch (Wurzel) *ǵʰebʰ-l- ((Lehnübersetzung) englisch header)


χερούκλα

χερούκλα χέρ(ι) + augmentativer Suffix -ούκλα


Πολωνός

Πολωνός Πολων(ία) + -ός


ειδικός

ειδικός altgriechisch εἰδικός εἶδος proto-indogermanisch *wéydos *weyd- (βλέπω)


εσωτερικό

εσωτερικό substantiviertes Neutrum des Adjektivs: εσωτερικός


εξωτερικό

εξωτερικό substantiviertes Neutrum des Adjektivs εξωτερικός


διατροφολόγος


κυστεοσκόπηση

κυστεοσκόπηση Etymologie fehlt


ομοφυλόφιλη


ομοφυλόφιλος

ομοφυλόφιλος ομοφυλοφιλία ομόφυλος + -φιλία


επιτιθέμενος

επιτιθέμενος επιτίθεμαι


γρουσούζα

γρουσούζα γρουσούζης + -α türkisch uğursuz türkisch uğur + -suz παλαιοτουρκικά oğur / uğur prototürkisch


γρουσούζης

γρουσούζης türkisch uğursuz türkisch uğur + -suz παλαιοτουρκικά oğur / uğur prototürkisch


τονική


γλουταμίνη

γλουταμίνη γλουτένιο + αμίνη.


τάιγκα

τάιγκα ρωσική тайга γιακουτικά тайга ή türkisch taiga


φήμες


πληθυντικός

πληθυντικός Koine-Griechisch πληθυντικός altgriechisch πληθύνω πληθύς


ερμηνευτική

ερμηνευτική substantiviertes Femininum des Adjektivs: ερμηνευτικός ((Lehnübersetzung) englisch hermeneutics)


τρελή


θερμοκέφαλος

θερμοκέφαλος θερμο- + κεφάλι + -ος (Lehnübersetzung) englisch hothead [1][2]


οξίδωση

οξίδωση Etymologie fehlt


αντάπτορας

αντάπτορας englisch adaptor adapt >λατ. adaptatus


πηλίκιο


ντοματόσουπα

ντοματόσουπα ντομάτα + σούπα


καθαριστής

καθαριστής καθαρίζω


χαλινάρια


ντοματοπελτές

ντοματοπελτές ντομάτα + πελτές


φαγώσιμα

φαγώσιμα πληθυντικός ουδετέρου του επιθέτου φαγώσιμος


ομώνυμος

ομώνυμος (λόγιο) altgriechisch ὁμώνυμος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε ομ- + -ώνυμος για τη γραμματική (αντιδάνειο), (Lehnbedeutung) französisch homonyme (στον πληθυντικό homonymes lateinisch homonymus altgriechisch ὁμώνυμος για τα μαθηματικά (Lehnbedeutung) französisch dénominateur commun για τη φυσική (Lehnbedeutung) deutsch gleichmaniger Ρol


πρωτότυπος

πρωτότυπος πρωτο- + τύπος


χαρωπός

χαρωπός altgriechisch χαροπός


παχύδερμος

παχύδερμος Etymologie fehlt


ξενέρωτος

ξενέρωτος ξενερώ(νω) + -τος


θεματική


ξυλοκρέβατο

ξυλοκρέβατο ξύλο + κρεβάτι


τεμπέλης

τεμπέλης türkisch tembel persisch تنبل (tambal: τεμπέλης, νωθρός)


υγιεινή

υγιεινή substantiviertes Femininum des Adjektivs υγιεινός


περιπολικό

περιπολικό substantiviertes Neutrum des Adjektivs: περιπολικός περίπολος + -ικός


χαρακτηριστικό

χαρακτηριστικό substantiviertes Neutrum des Adjektivs χαρακτηριστικός


συγχαρητήρια

συγχαρητήρια substantiviertes Neutrum des Adjektivs: συγχαρητήριος στον πληθυντικό συγχαίρω συν + χαίρω (χαίρομαι με τη χαρά σας). Πρόθημα (συν-) συγ-


ενδεχόμενο

ενδεχόμενο substantiviertes Neutrum της μετοχής ενεστώτα ενδεχόμενος του απρόσωπου ρήματος ενδέχεται


ακαθαρσίες


αγενής

αγενής altgriechisch ἀγενής (χωρίς ευGenitiv καταγωγή)


βραδινό


τέχνημα

τέχνημα altgriechisch τέχνημα


υδρόμελι

υδρόμελι altgriechisch ὑδρόμελι


ταραχοποιός

ταραχοποιός ταραχή + -ποιός ( ποιώ)


φιλότεχνος

φιλότεχνος altgriechisch φιλότεχνος φίλος + -τεχνος


στοιχεία


τέλειος

τέλειος altgriechisch τέλειος


κατεργάρα


μονόχνοτος

μονόχνοτος Etymologie fehlt


μακαρόνια

μακαρόνια → siehe: μακαρόνι


νευροδιαβιβαστής

νευροδιαβιβαστής Etymologie fehlt


συς

συς altgriechisch σῦς


γουρούνα

γουρούνα Femininum von γουρούνι


πεπλόγλαυκα

πεπλόγλαυκα πέπλο + γλαύκα


τριαντάφυλλο

τριαντάφυλλο mittelgriechisch τριαντάφυλλον τριάντα + φύλλο


συλλυπητήρια

συλλυπητήρια συλλυπητήριος συλλυπούμαι συλ- + λυπούμαι


απάγκιο

απάγκιο substantiviertes Neutrum des Adjektivs: απάγκιος altgriechisch ἄγκος


κινητό

κινητό κινητό τηλέφωνο με έλλειψη της λέξης τηλέφωνο


ταϊλανδικά

ταϊλανδικά von επίθετο ταϊλανδικός, στον πληθυντικό του ουδέτερου.


Ταϊλανδός

Ταϊλανδός Ταϊλάνδη


Σάξονας

Σάξονας englisch Saxon αγγλοσαξονική Seaxan (Σάξονες) lateinisch Saxones (Σάξονες) Συγγενές με το αγγλικό seax, ένα μαχαίρι που χρησιμοποιούσαν οι Σάξονες και έγιναν γνωστοί για αυτό


μεταγενέστεροι


απόγονοι


ποδοσφαιρίστρια

ποδοσφαιρίστρια ποδοσφαιριστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια


Ξανθίππη

Ξανθίππη altgriechisch Ξανθίππη


αποδυτήρια


σωβινιστής

σωβινιστής Etymologie fehlt


θηλυκό

θηλυκό substantiviertes Neutrum des Adjektivs: θηλυκός. gemeint ist γένος


νανόμετρο

νανόμετρο (entlehnt aus) englisch nanometre altgriechisch νᾶνος + μέτρον


δρομάκι

δρομάκι δρόμ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -άκι


νεκρομάντης

νεκρομάντης Etymologie fehlt


λιλιπούτειος

λιλιπούτειος englisch lilliputian


πολύπριζο

πολύπριζο πολύ- + πρίζ(α) + -ο, (Lehnübersetzung) französisch multiprise


οπαδοί


χωριουδάκι

χωριουδάκι χωριό + κατάληξη υποκοριστικού -ουδάκι


οινοπνευματοποιείο

οινοπνευματοποιείο οινόπνευμα + ποιώ


προπαιδευτική


πολεμική



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback