Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



βύσσινο

βύσσινο altgriechisch βύσσινος βύσσος


βυσσοδομώ

βυσσοδομώ mittelgriechisch βυσσοδομῶ altgriechisch βυσσοδομεύω (=χτίζω/οικοδομώ σε βάθος) βυσσός + δομέω + -εύω


βυτίο

βυτίο Koine-Griechisch *βυτίον βυτίνη / πυτίνη


βυτιοφόρο

βυτιοφόρο substantiviertes Neutrum des Adjektivs: βυτιοφόρος βυτίο + -ο- + -φόρος


βωμολοχία

βωμολοχία altgriechisch βωμολοχία βωμός + -λοχία (-ολοχία) (καβγάς, αψιμαχία, τσακωμός)


βωμολόχος

βωμολόχος (λόγιο) altgriechisch βωμολόχος βωμός + λοχάω (ενεδρεύω)


βωμολοχώ

βωμολοχώ altgriechisch βωμολοχέω


βωξίτης

βωξίτης französisch bauxite Baux-de-Provence, περιοχή που ανακαλύφθηκε το 1821 το πέτρωμα


γα


γαβ

γαβ Onomatopoetikum


γαβάθα

γαβάθα mittelgriechisch γαβάθα lateinisch gavata


γαβγίζω

γαβγίζω Onomatopoetikum γαβ


γάβγισμα

γάβγισμα γαβγίζω γαβ Onomatopoetikum


γαβριάς

γαβριάς französisch gavroche Gavroche (ένας vonυς ήρωες του μυθιστορήματος του Βίκτωρος Ουγκώ οι Άθλιοι· με παρετυμολόγηση / επιρροή von altgriechisch λέξη γαυριῶ)


γάγγλιο

γάγγλιο Koine-Griechisch γάγγλιον


γάγγραινα

γάγγραινα altgriechisch γάγγραινα γράω, ροκανίζω


γάδαρος


γάζα

γάζα από τη französisch λέξη gaz για τη δαντέλα που εισήγαγαν von Παλαιστίνη, άρα ίσως von πόλη Γάζα


γαζέλα

γαζέλα französisch gazelle arabisch gazâl, gazâla


γαζί

γαζί arabisch قز (qazz, μετάξι) persisch کژ (kaž)


γαζία

γαζία venezianisch gazia italienisch acacia spätlateinisch acacia Koine-Griechisch ἀκακία (αντιδάνειο) altgriechisch ἀκή indoeuropäisch (Wurzel) *h₂ḱrós (κοφτερός, αιχμηρός) *h₂eḱ- +‎ *-rós


γαζώνω

γαζώνω γαζί


γαιάνθρακας

γαιάνθρακας Katharevousa γαιάνθραξ γαι- + άνθραξ ((Lehnübersetzung) französisch charbon de terre)


γαϊδάρα

γαϊδάρα γάιδαρος


γαϊδούρα

γαϊδούρα γάιδαρος


γαϊδουράγκαθο

γαϊδουράγκαθο γαϊδουρ- + αγκάθ(ι) + -ο (το φυτό καταναλώνεται vonυς γαϊδάρους)


γαϊδουράκι

γαϊδουράκι γαϊδούρι + υποκοριστικό επίθημα -άκι


γαϊδούρι


γαϊδουρόβηχας


γαϊδουρολάτης

γαϊδουρολάτης γαϊδούρι + -ο- + -λάτης


γαϊδουροφωνάρα

γαϊδουροφωνάρα γαϊδούρι + -ο- + φωνάρα


γαιοκτήμονας

γαιοκτήμονας γαιοκτήμων γαιο- + κτήμα + -ων (Lehnübersetzung) deutsch Landbesitzer


γαιοκτησία

γαιοκτησία λόγια λέξη από τα γαία + κτησία ( σήμαινε κατοχή, ιδιοκτησία, κτώμαι)


γαιόσακος

γαιόσακος γαία + σάκος


γαϊτανάκι

γαϊτανάκι γαϊτάνι + κατάληξη υποκοριστικού -άκι mittelgriechisch γαϊτάνι(ν) / γατάνι(ν) lateinisch gaitanum (linum) Caieta / Gaeta (Γκαέτα) altgriechisch Καιήτη (αντιδάνειο)


γαϊτάνι

γαϊτάνι mittelgriechisch γαϊτάνι(ν) / γατάνι(ν) lateinisch gaitanum (linum) Caieta / Gaeta (Γκαέτα) altgriechisch Καιήτη (αντιδάνειο)


γαϊτανοφρύδα

γαϊτανοφρύδα γαϊτάνι + -ο- + φρύδι + -α mittelgriechisch γαϊτάνι(ν) / γατάνι(ν) lateinisch gaitanum (linum) Caieta / Gaeta (Γκαέτα) altgriechisch Καιήτη (αντιδάνειο)


γαϊτανοφρύδης

γαϊτανοφρύδης γαϊτανοφρύδα + -ης mittelgriechisch γαϊτάνι(ν) / γατάνι(ν) lateinisch gaitanum (linum) Caieta / Gaeta (Γκαέτα) altgriechisch Καιήτη (αντιδάνειο)


γαϊτανόφρυδο

γαϊτανόφρυδο γαϊτάνι + -ο- + φρύδι + -ο mittelgriechisch γαϊτάνι(ν) / γατάνι(ν) lateinisch gaitanum (linum) Caieta / Gaeta (Γκαέτα) altgriechisch Καιήτη (αντιδάνειο)


γαϊτανωτός

γαϊτανωτός mittelgriechisch γαϊτανωτός γαϊτάνι(ν) / γατάνι(ν) lateinisch gaitanum (linum) Caieta / Gaeta (Γκαέτα) altgriechisch Καιήτη (αντιδάνειο)


γάλα

γάλα altgriechisch γάλα


γαλάζιος

γαλάζιος mittelgriechisch γαλάζιος Koine-Griechisch κάλαϊς


γαλαζόπετρα

γαλαζόπετρα γαλάζιος + πέτρα


γαλαθηνός

γαλαθηνός altgriechisch γαλαθηνός γάλα + -θηνός ( θῆσθαι, απαρέμφατο του θηλάζω)


γαλακτοβιομηχανία

γαλακτοβιομηχανία γάλα (Genitiv: γάλακτος) + βιομηχανία


γαλακτοκομία

γαλακτοκομία γαλακτο- + -κομία ( altgriechisch -κόμος κομῶ


γαλακτοπωλείο

γαλακτοπωλείο γαλακτο- + -πωλείο


γαλακτοπώλης

γαλακτοπώλης γαλακτο- + -πώλης ( πωλώ)


γαλακτόρροια

γαλακτόρροια englisch galactorrhoea altgriechisch γάλα + ῥέω (αντιδάνειο)


γαλάκτωμα

γαλάκτωμα γαλακτώδης ή γάλα


γαλαντομία

γαλαντομία γαλαντόμος + -ία venezianisch galantomo italienisch galantuomo galante (έντιμος) + uomo (άνθρωπος)


γαλαρία

γαλαρία venezianisch galaria mittellateinisch galeria[1] (9ος αιώνας μ.Χ.) lateinisch Galilaea Koine-Griechisch Γαλιλαία (αντιδάνειο) hebräisch גלילה (gliláh) גליל (galíl: κύλινδρος)


γαλατάδικο

γαλατάδικο γαλατάς + -άδικο


γαλατάς

γαλατάς γάλα


Γαλάτης

Γαλάτης altgriechisch Γαλάτης


γαλατόπιτα

γαλατόπιτα γάλα (γάλατα) -ό- + πίτα


γαλατσίδα

γαλατσίδα mittelgriechisch γαλατσίδα γαλατσίς Koine-Griechisch γαλακτίς altgriechisch γάλα


γαλβανιζέ

γαλβανιζέ französisch galvanisé


γαλβανίζω

γαλβανίζω von όνομα φυσικού Galvani και französisch galvaniser


γαλβανισμός

γαλβανισμός französisch galvanisme, von Ιταλό Luigi Aloisio Galvani (Λουιτζι Αλοΐσιο Γαλβάνι) (1737–1798) / αναλύεται σε Γαλβαν(ι) + -ισμός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;


γαλβανόμετρο

γαλβανόμετρο γαλβαν(ισμός) + -ο- + -μετρο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;


γαλέος

γαλέος altgriechisch γαλεός


γαλέρα

γαλέρα venezianisch galera


γαλέτα

γαλέτα venezianisch galeta französisch galette galet παλαιά französisch gal (πέτρα, βράχος)


γαληνεύω

γαληνεύω γαλήνη


γαλήνιος

γαλήνιος Koine-Griechisch γαλήνιος altgriechisch γαλήνη indoeuropäisch (Wurzel) *ǵelh₂-


γαληνίτης

γαληνίτης deutsch Galenit lateinisch galena altgriechisch γαλήνη γελάω proto-indogermanisch *ǵelh₂- (λάμπω, είμαι χαρούμενος)


γαλιότα

γαλιότα italienisch galeotta


γαλιφιά

γαλιφιά γαλίφης


γαλλισμός

γαλλισμός (Lehnübersetzung) französisch gallicisme


γαλλιστί

γαλλιστί Γάλλ(ος) + -ιστί


γαλλομάθεια

γαλλομάθεια Etymologie fehlt


γάλλος


γαλονάς

γαλονάς γαλόνι


γαλόνι

γαλόνι Etymologie fehlt


γαλοπούλα

γαλοπούλα γάλος + -οπούλα italienisch gallo d' India (=κόκορας της Ινδίας)


γαλόπουλο

γαλόπουλο Etymologie fehlt


γάλος

γάλος italienisch galo d' India


γαλότσα

γαλότσα venezianisch galozza französisch galoche lateinisch gallica Gallicus Gallus πρωτοκελτικά *galn- (δύναμαι) (Υπάρχει και η λιγότερο πιθανή άποψη *calopia lateinisch calopus altgriechisch καλόπους (αντιδάνειο))


γαλούχηση

γαλούχηση mittelgriechisch γαλούχησις (θηλασμός)


γαλουχία

γαλουχία Koine-Griechisch γαλουχία altgriechisch γάλα + ἔχω


γαλουχώ

γαλουχώ Koine-Griechisch γαλουχῶ (θηλάζω) γάλα + έχω


γάμα

γάμα altgriechisch γάμμα protosinaitisch *gamal (καμήλα)


γαμβρός

γαμβρός altgriechisch γαμβρός γαμέω


γαμέτης

γαμέτης αρχ. γαμέτης =σύζυγος γαμέω -ώ (αρχ. =νυμφεύομαι)


γαμήσι

ΔΦΑ : /ɣa.ˈmi.si/


γαμιάς

γαμιάς mittelgriechisch γαμέας γαμώ


γαμιόλης

γαμιόλης γαμώ


γάμμα

γάμμα altgriechisch γάμμα


γάμος

γάμος altgriechisch γάμος


γάμπα

γάμπα italienisch gamba (= μηρός ανθρώπου | τμήμα της κάλτσας και του παντελονιού στο ύψος της κνήμης) λατινκή camba | gamba (= πόδι αλόγου και γενικά τετράποδου) ελληνική καμπή (δωρικά : καμπά) (= κάμψη | λύγισμα | καμπυλωτό τμήμα | κάμψη ώμων, ισχίων, δακτύλων | άρθρωση)


γάμπια

γάμπια italienisch gabbia


γαμπρίζω

γαμπρίζω γαμπρός


γαμπρός

γαμπρός mittelgriechisch γαμπρός altgriechisch γαμβρός γαμέω (συγγένεια από γάμο ή ερωτική σχέση)


γαμώ


γαμωσταυρίδι

γαμωσταυρίδι έκφραση γαμώ το σταυρό > (γαμώ + σταυρ(ός) + -ίδι κατά το βρισίδι[1]


γαμώτο

γαμώτο γαμώ το


γάνα

γάνα γανώνω


γανιάζω

γανιάζω Etymologie fehlt


γάντζος

γάντζος venezianisch ganzo altgriechisch γαμψός (αντιδάνειο)[1]



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback