Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



αυξάνω

αυξάνω altgriechisch αὐξάνω


αύξηση

αύξηση altgriechisch αὔξησις


αυξομειώνω

αυξομειώνω Koine-Griechisch αὐξομειόω / αὐξομειῶ


αυξομείωση

αυξομείωση Koine-Griechisch αὐξομείωσις


αυξότητα

αυξότητα mittelgriechisch αυξότητα


αϋπνία

αϋπνία altgriechisch ἀϋπνία ἀ- στερητικό + ὕπνος


αυριανά


αυριανή


αυριανισμός

αυριανισμός Etymologie fehlt


αύριο

αύριο altgriechisch αὔριον αύως + -ριον


αυστηρά


αυστηρός

αυστηρός altgriechisch αὐστηρός (σκληρός, ηθικά απαιτητηικός)[1] αὕω


αυστηρότητα

αυστηρότητα altgriechisch αὐστηρότης


Αυστραλέζα

Αυστραλέζα Femininum von Αυστραλέζος + -α (-έζα)


Αυστραλέζος

Αυστραλέζος Αυστραλ(ία) + -έζος


αυστραλοπίθηκος

αυστραλοπίθηκος Australopithecus lateinisch australis(νότιος) - da zum ersten Mal in Nordafrika gefunden


Αυστροουγγαρία

Αυστροουγγαρία (Lehnübersetzung) deutsch Österreich-Ungarn Österreich (Αυστρία) + Ungarn (Ουγγαρία)


αυταδέλφη

αυταδέλφη, {{θηλ_του|αυτάδελφος]]


αυταδέλφισσα

αυταδέλφισσα αυτάδελφος + κατάληξη θηλυκού -ισσα


αυτάδελφος

αυτάδελφος altgriechisch αὐτάδελφος αὐτός +ἀδελφός


αυτανάφλεξη

αυτανάφλεξη αυτ- + ανάφλεξη, (Lehnübersetzung) englisch autoignition[1]


αυταξία

αυταξία αυτός + αξία


αυταξιότητα

αυταξιότητα αυτάξιος + -ότητα


αυταπάρνηση

αυταπάρνηση Etymologie fehlt


αυταπάτη

αυταπάτη αυτ- ( αυτο-) + απάτη (Lehnübersetzung von englisch self-deception)


αυταπόδεικτα

αυταπόδεικτα αυταπόδεικτος + -α


αυτάρεσκα

αυτάρεσκα αυτάρεσκος + -α


αυταρέσκεια

αυταρέσκεια αυτ- + αρέσκεια


αυτάρκεια

αυτάρκεια altgriechisch αὐτάρκεια αὐτός + ἀρκέω / ἀρκῶ


αυταρχία

αυταρχία Koine-Griechisch αὐταρχία ((Lehnbedeutung) französisch autocratie)


αυταρχικά

αυταρχικά αυταρχικός


αυταρχικότητα

αυταρχικότητα αυταρχικός + -ότητα ((Lehnübersetzung) französisch autocratie)


αυταρχισμός

αυταρχισμός αυταρχία + -ισμός ((Lehnübersetzung) französisch autocratie)


αυτείνος

αυτείνος mittelgriechisch αὐτεῖνος συμφυρμός των λέξεων αὐτός + ἐκεῖνος


αυτεμβόλιο

αυτεμβόλιο αυτο- + εμβόλιο ((Lehnübersetzung) englisch autovaccine)


αυτενέργεια

αυτενέργεια Koine-Griechisch αὐτενέργεια altgriechisch αὐτός + ἐνέργεια ἔργον


αυτενεργώ

αυτενεργώ αυτο- + ενεργώ


αυτεξούσια

αυτεξούσια αυτεξούσιος + -α


αυτεξούσιος

αυτεξούσιος Koine-Griechisch αὐτεξούσιος. Μορφολογικά: εαυτός + εξουσιάζω


αυτεξουσιότητα

αυτεξουσιότητα αυτεξούσιος + -ότητα


αυτεπάγγελτα

αυτεπάγγελτα αυτεπάγγελτος + -α


αυτεπαγγέλτως

αυτεπαγγέλτως Koine-Griechisch αὐτεπαγγέλτως


αυτεπαγωγή

αυτεπαγωγή (αυτο-) αυτ- + επαγωγή (Lehnübersetzung) englisch self-inductance


αυτεπίγνωση

αυτεπίγνωση αυτο- + επίγνωση


αυτί

αυτί: παρετυμολογική ηχητική απόδοση της λέξης αφτί


αυτισμός

αυτισμός (entlehnt aus) deutsch Autismus altgriechisch αὐτός + -ismus (-ισμός)


αυτό


αυτοάμυνα

αυτοάμυνα Etymologie fehlt


αυτοανάδειξη

αυτοανάδειξη αυτο- + ανάδειξη


αυτοανακηρύσσομαι

αυτοανακηρύσσομαι Etymologie fehlt


αυτοαναλύομαι

αυτοαναλύομαι αυτο- + αναλύομαι αναλύω


αυτοαπομόνωση

αυτοαπομόνωση αυτο- + απομόνωση


αυτοβιογράφημα

αυτοβιογράφημα αυτοβιογραφούμαι + -μα


αυτοβιογράφηση

αυτοβιογράφηση αυτοβιογραφούμαι + -ση


αυτοβιογραφία

αυτοβιογραφία (entlehnt aus) französisch autobiographie αυτο- + Koine-Griechisch βιογραφία


αυτοβιογράφος

αυτοβιογράφος αυτοβιογραφία + -ος. αυτο- + βιογράφος


αυτοβιογραφούμαι

αυτοβιογραφούμαι αυτοβιογραφία + -ούμαι


αυτοβιογραφούμενος


αυτοβοήθεια

αυτοβοήθεια αυτο- + βοήθεια


αυτόβουλα

αυτόβουλα αυτόβουλος + -α


αυτοβουλία

αυτοβουλία Koine-Griechisch αὐτοβουλία


αυτόβουλος

αυτόβουλος altgriechisch αὐτόβουλος


αυτογαμία

αυτογαμία (entlehnt aus) französisch autogamie altgriechisch αὐτός + γαμέω


αυτογνωσία

αυτογνωσία (entlehnt aus) französisch autognosie altgriechisch αὐτός + γνῶσις


αυτογονιμοποίηση

αυτογονιμοποίηση αυτο- + γονιμοποίηση ((Lehnübersetzung) französisch autofécondation)


αυτογραφία

αυτογραφία (entlehnt aus) französisch autographie altgriechisch αὐτός + γράφω


αυτόγραφο

αυτόγραφο altgriechisch αὐτόγραφον


αυτοδημιούργητος

αυτοδημιούργητος αυτο- + δημιουργώ + -τος ((Lehnübersetzung) englisch self-made)


αυτοδιάθεση

αυτοδιάθεση αυτο- + διάθεση ((Lehnübersetzung) französisch autodétermination)


αυτοδιαφημίζομαι

αυτοδιαφημίζομαι αυτο- + διαφημίζομαι


αυτοδιαφήμιση

αυτοδιαφήμιση αυτοδιαφημίζομαι + -ση


αυτοδιαχείριση

αυτοδιαχείριση αυτοδιαχειρίζομαι + -ση ((Lehnübersetzung) französisch autogestion)


αυτοδίδακτος

αυτοδίδακτος altgriechisch αὐτοδίδακτος


αυτοδιέγερση

αυτοδιέγερση αυτο- + διέγερση ((Lehnübersetzung) französisch auto-excitation)


αυτοδικαίως

αυτοδικαίως αυτοδίκαιος + -ως


αυτοδικαίωση

αυτοδικαίωση αυτο- + δικαίωση


αυτοδικία

αυτοδικία αυτοδικώ + -ία Koine-Griechisch αὐτοδικέω / αὐτοδικῶ altgriechisch αὐτός + δίκη


αυτοδικώ

αυτοδικώ Koine-Griechisch αὐτοδικέω / αὐτοδικῶ altgriechisch αὐτόδικος αὐτός + δίκη


αυτοδιοίκηση

αυτοδιοίκηση αυτο- + διοίκηση


αυτοδιοικούμαι

αυτοδιοικούμαι Etymologie fehlt


αυτοδιορθώνομαι

αυτοδιορθώνομαι αυτο- + διορθώνομαι


αυτοδιορίζομαι

αυτοδιορίζομαι αυτο- + διορίζομαι


αυτοδιορισμός

αυτοδιορισμός αυτοδιορίζομαι + -μός


αυτοδυναμία

αυτοδυναμία αυτοδύναμος + -ια ((Lehnübersetzung) englisch self-reliance)


αυτοεγκλωβίζομαι

αυτοεγκλωβίζομαι αυτο- + εγκλωβίζομαι


αυτοειρωνευόμενος

αυτοειρωνευόμενος αυτο- + ειρωνευόμενος


αυτοεκτίμηση

αυτοεκτίμηση αυτο- + εκτίμηση ((Lehnübersetzung) englisch self-esteem)


αυτοέλεγχος

αυτοέλεγχος αυτο- + έλεγχος


αυτοεμπιστοσύνη

αυτοεμπιστοσύνη αυτο- + εμπιστοσύνη


αυτοεξολοθρεύομαι

αυτοεξολοθρεύομαι αυτο- + εξολοθρεύομαι


αυτοεξορία

αυτοεξορία αυτο- + εξορία


αυτοεξορίζομαι

αυτοεξορίζομαι αυτο- + εξορίζομαι


αυτοεξόριστος

αυτοεξόριστος αυτο- + εξόριστος


αυτοεξυπηρέτηση

αυτοεξυπηρέτηση αυτο- + εξυπηρέτηση


αυτοέπαινος

αυτοέπαινος αυτο- + έπαινος


αυτοεπαινούμαι

αυτοεπαινούμαι αυτο- + επαινούμαι


αυτοεπιβεβαίωση

αυτοεπιβεβαίωση αυτο- + επιβεβαίωση


αυτοεπίγνωση

αυτοεπίγνωση αυτός + επί + γνώσις


αυτοερωτισμός

αυτοερωτισμός αυτο- + ερωτισμός


αυτοευθυγράμμιση

αυτοευθυγράμμιση αυτο- + ευθυγράμμιση



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback