Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



αρχιγραμματεία

αρχιγραμματεία αρχι- + γραμματεία


αρχιδάτος


αρχίδι

αρχίδι mittelgriechisch ἀρχίδι ἀρχίδια τὰ 'ρχίδια τὰ ὀρχίδια Koine-Griechisch ὀρχίδιον, υποκοριστικό του ὄρχις (altgriechisch )


αρχιδιάκονος

αρχιδιάκονος mittelgriechisch ἀρχιδιάκονος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε αρχι- + διάκονος


αρχιδιάκος

αρχιδιάκος Etymologie fehlt


αρχιδιάκων


αρχιδιορθωτής

αρχιδιορθωτής αρχι- + διορθωτής


αρχιδούκισσα

αρχιδούκισσα αρχιδούκας + κατάληξη θηλυκού -ισσα


αρχιεισαγγελέας

αρχιεισαγγελέας αρχι- + εισαγγελέας


αρχιεπισκοπή

αρχιεπισκοπή αρχι- + επισκοπή


αρχιεπίσκοπος

αρχιεπίσκοπος Koine-Griechisch ἀρχιεπίσκοπος ἀρχι- + ἐπίσκοπος


αρχιερατικός

αρχιερατικός αρχιερέας + -ικός


αρχιεργάτης

αρχιεργάτης Etymologie fehlt


αρχιερέας

αρχιερέας Etymologie fehlt


αρχιεροσύνη

αρχιεροσύνη Etymologie fehlt


αρχίζω

αρχίζω mittelgriechisch ἀρχίζω ἀρχή


αρχιθερμαστής

αρχιθερμαστής αρχι- + θερμαστής


αρχιθύτης

αρχιθύτης mittelgriechisch αρχιθύτης αρχι- + altgriechisch θύτης θύω


αρχικά

αρχικά δεν τον συμπαθούσα, αργότερα όμως άλλαξα γνώμη


αρχικατάσκοπος

αρχικατάσκοπος αρχι- + κατάσκοπος


αρχικελευστής

αρχικελευστής αρχή+κελευστής


αρχικλέφτης

αρχικλέφτης αρχι- + κλέφτης


αρχικουρσάρος

αρχικουρσάρος αρχι- + κουρσάρος italienisch corsaro mittellateinisch cursarius lateinisch cursus curro proto-italienisch *korzō proto-indogermanisch *ḱers- (τρέχω)


αρχικτηνίατρος

αρχικτηνίατρος αρχι- + κτηνίατρος


αρχικώς


αρχιλήσταρχος

αρχιλήσταρχος αρχι- + λήσταρχος


αρχιληστής

αρχιληστής Koine-Griechisch ἀρχιλῃστής ἀρχι- + λῃστής


αρχιλογιστής

αρχιλογιστής αρχι-+λογιστής


αρχιλοχίας

αρχιλοχίας αρχι- + λοχίας.


αρχιμανδρίτης

αρχιμανδρίτης Koine-Griechisch ἀρχιμανδρίτης ἀρχι- + μάνδρα


αρχιμάστορας

αρχιμάστορας αρχι- + μάστορας


Αρχιμήδης

Αρχιμήδης αρχαία ελληνικά Ἀρχιμήδης


αρχιμηνιά

αρχιμηνιά mittelgriechisch αρχιμηνιά[1] Koine-Griechisch ἀρχιμηνία[2] ἀρχι- + altgriechisch μήν


αρχιμουσικός

αρχιμουσικός Etymologie fehlt


αρχιναύαρχος

αρχιναύαρχος αρχι- + ναύαρχος


αρχινίζω

αρχινίζω Etymologie fehlt


αρχινοσοκόμος

αρχινοσοκόμος αρχι- + νοσοκόμος


αρχινώ

αρχινώ mittelgriechisch ἀρχινῶ[1]


αρχιπειρατής

αρχιπειρατής αρχι- + πειρατής


αρχιπέλαγος

αρχιπέλαγος λόγιο (αντιδάνειο) italienisch arcipelago mittelgriechisch ἀρχιπέλαγος ("ανοιχτό πέλαγος") αρχι- + πέλαγος[1]


αρχιπλοίαρχος

αρχιπλοίαρχος αρχι- + πλοίαρχος


αρχισατανάς

αρχισατανάς αρχι- + σατανάς


αρχιστράτηγος

αρχιστράτηγος αρχι- + στρατηγός


αρχισυμμορίτης

αρχισυμμορίτης αρχι- + συμμορίτης


αρχισυντάκτης

αρχισυντάκτης αρχι- + συντάκτης


αρχιτέκτονας

αρχιτέκτονας altgriechisch ἀρχιτέκτων


αρχιτεκτόνημα

αρχιτεκτόνημα spätgriechisch ἀρχιτεκτόνημα ἀρχιτεκτονέω - ἀρχιτεκτονῶ


αρχιτεκτονική

αρχιτεκτονική θηλυκό des altgriechischen ἀρχιτεκτονικὸς


αρχιτεκτόνισσα

αρχιτεκτόνισσα αρχιτέκτονας + κατάληξη θηλυκού -ισσα


αρχιτέκτων


αρχιτελώνης

αρχιτελώνης Koine-Griechisch ἀρχιτελώνης altgriechisch ἀρχή + τελώνης τέλος indoeuropäisch (Wurzel) *kʷel- (κινώ, στρίβω)


αρχιτεμπέλης

αρχιτεμπέλης αρχι- + τεμπέλης


αρχιτεχνίτης

αρχιτεχνίτης αρχι- + τεχνίτης


αρχιτυμπανιστής

αρχιτυμπανιστής αρχι- + τυμπανιστής


αρχιφύλακας

αρχιφύλακας Etymologie fehlt


αρχιχρονιά

αρχιχρονιά αρχι- + χρονιά


αρχιψεύταρος

αρχιψεύταρος αρχι- + ψεύταρος


αρχιψεύτης

αρχιψεύτης αρχι- + ψεύτης


αρχολίπαρος

αρχολίπαρος Koine-Griechisch αρχή + λιπαρῶ (=επιθυμώ, επιζητώ)


άρχομαι


αρχομανής

αρχομανής αρχο- ( ἀρχή) + -μανής ( μαίνομαι)


αρχομανία

αρχομανία άρχω (=εξουσιάζω) + μανία. Δηλαδή αυτός που έχει μανία να κυριαρχεί, να εξουσιάζει.


αρχοντάνθρωπος

αρχοντάνθρωπος άρχοντας + -ο- + άνθρωπος


αρχοντάρης

αρχοντάρης αρχονταρίκι + -άρης


αρχονταρίκι

αρχονταρίκι mittelgriechisch αρχονταρίκι/αρχονταρίκιν αρχοντάρης άρχοντας altgriechisch ἄρχω


άρχοντας

άρχοντας altgriechisch ἄρχων μετοχή και ουσιαστικοποιημένη μετοχή του ἄρχω


αρχοντεύω

αρχοντεύω mittelgriechisch αρχοντεύω άρχοντας


αρχοντιά

αρχοντιά άρχοντας


αρχοντικά

τους φέρθηκε αρχοντικά


αρχοντικό

αρχοντικό άρχοντας


αρχοντικός

αρχοντικός άρχοντας


αρχόντισσα

αρχόντισσα άρχοντας + κατάληξη θηλυκού -ισσα


αρχοντολόι

αρχοντολόι άρχοντας+-λό(γ)ι


αρχοντοπούλα

αρχοντοπούλα, Femininum von ουσιαστικού αρχοντόπουλο


αρχοντόπουλο

αρχοντόπουλο άρχοντας+υποκ. καταλ. -πουλο


αρχοντόσπιτο

αρχοντόσπιτο άρχοντας + σπίτι


αρχοντοσυνοικία

αρχοντοσυνοικία άρχοντας + -ο- + συνοικία


αρχοντοχωριάτης

αρχοντοχωριάτης άρχοντας + -ο- + χωριάτης ((Lehnübersetzung) französisch Le Bourgeois gentilhomme - θεατρικό έργο του Μολιέρου)


αρχοντοχωριατιά

αρχοντοχωριατιά αρχοντοχωριάτης + -ιά άρχοντας + -ο- + χωριάτης ((Lehnübersetzung) französisch Le Bourgeois gentilhomme - θεατρικό έργο του Μολιέρου)


αρχοντοχωριατισμός

αρχοντοχωριατισμός αρχοντοχωριάτης + -ισμός άρχοντας + -ο- + χωριάτης ((Lehnübersetzung) französisch Le Bourgeois gentilhomme - θεατρικό έργο του Μολιέρου)


αρχοντοχωριάτισσα

αρχοντοχωριάτισσα αρχοντοχωριάτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα


άρχω

άρχω ἄρχω


άρχων

άρχων (λόγιο) altgriechisch ἄρχων, μετοχή ενεστώτα του ρήματος ἄρχω


αρωγή

αρωγή altgriechisch ἀρωγή ἀρήγω (βοηθώ)


άρωμα

άρωμα altgriechisch ἄρωμα


αρωματίζω

αρωματίζω Etymologie fehlt


αρωματικό


αρωματικός

αρωματικός Koine-Griechisch ἀρωματικός altgriechisch ἄρωμα ἀρόω indoeuropäisch (Wurzel) *h₂erh₃- (οργώνω) (2. (Lehnbedeutung) englisch aromatic)


αρωματοποιείο

αρωματοποιείο Etymologie fehlt


αρωματοποιία

αρωματοποιία αρωματοποιώ άρωμα + ποιώ


αρωματοπωλείο

αρωματοπωλείο άρωμα + -πωλείο (πωλώ)


αρωματοπώλης

αρωματοπώλης Etymologie fehlt


ας

ας Etymologie fehlt


ασάλευτα

ασάλευτα ασάλευτος + -α altgriechisch ἀσάλευτος


ασάλευτο


ασάλευτος

ασάλευτος altgriechisch ἀσάλευτος


ασανσέρ

ασανσέρ französisch ascenseur (fr)


ασάφεια

ασάφεια altgriechisch ἀσάφεια ἀσαφής ἀ- στερητικό + σαφής


ασαφώς

ασαφώς altgriechisch ἀσαφῶς


ασβεστάδικο

ασβεστάδικο ασβέστης + -άδικο



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback