Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



αναρχικά

αναρχικά αναρχικός


αναρχική


αναρχικός

αναρχικός Etymologie fehlt


αναρχισμός

αναρχισμός αναρχία + -ισμός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;


αναρχοκομμουνιστής

αναρχοκομμουνιστής Etymologie fehlt


αναρχοσυνδικαλισμός

αναρχοσυνδικαλισμός αναρχία + -ο- + συνδικαλισμός


αναρχούμαι

αναρχούμαι άναρχος + -ούμαι


αναρχούμενο

αναρχούμενο Maskulinum von αναρχούμενος, Passiv Perfekt von αναρχούμαι


ανάσα

ανάσα ανασαίνω


ανασαιμιά

ανασαιμιά mittelgriechisch ἀνασασμός mittelgriechisch ἀνασαίνω ή von altgriechisch ἄνεσις ( ἀνίημι) ή άμεσα von ἀνίημι μέσω του αορίστου του ἀνέσαιμι


ανασαίνω

ανασαίνω mittelgriechisch ἀνασαίνω ἀνεσαίνω ἄνεσις


ανασάλεμα

ανασάλεμα ανασαλεύω + -μα Koine-Griechisch ἀνασαλεύω altgriechisch σαλεύω σάλος


ανασαλεύω

ανασαλεύω Koine-Griechisch ἀνασαλεύω altgriechisch σαλεύω σάλος


ανάσαση

ανάσαση mittelgriechisch ἀνάσαση και ἀνασασμός


ανασασμός

ανασασμός mittelgriechisch ἀνασασμός ἀνασαίνω + -σμος


ανασήκωμα

ανασήκωμα ανασηκώνω


ανασηκώνω

ανασηκώνω mittelgriechisch ἀνασηκώνω altgriechisch ἀνασηκόω - ἀνασηκῶ


ανασκάλεμα

ανασκάλεμα ανασκαλεύω + -μα


ανασκαλεύω

ανασκαλεύω Koine-Griechisch ἀνασκαλεύω ἀνά + σκαλεύω / σκάλλω


ανασκαλώνω

ανασκαλώνω ανα- + σκαλώνω mittelgriechisch *σκαλώνω Koine-Griechisch σκάλα lateinisch scala scando indoeuropäisch (Wurzel) *skend- (πηδώ)


ανασκάπτω

ανασκάπτω altgriechisch ἀνασκάπτω (καταστρέφω εκ θεμελίων)


ανασκαφέας

ανασκαφέας ανασκάπτω


ανασκαφή

ανασκαφή Koine-Griechisch ἀνασκαφή


ανάσκελα

ανάσκελα mittelgriechisch ανάσκελα ανά + σκέλος


ανασκελάς

ανασκελάς πιθανόν von altgriechisch ὀνοσκελής, δηλαδή που έχει πόδια όνου


ανασκέλωμα

ανασκέλωμα ανασκελώνω


ανασκελώνω

ανασκελώνω mittelgriechisch ἀνασκελώνω ίσως von επίσης mittelgriechisch ἀνάσκελα ίσως αντιστρόφως


ανασκευάζω

ανασκευάζω altgriechisch ἀνασκευάζω ἀνά + σκευάζω σκευή


ανασκευή

ανασκευή Koine-Griechisch ἀνασκευή


ανασκίρτημα

ανασκίρτημα ανασκιρτώ


ανασκίρτηση

ανασκίρτηση ανασκιρτώ • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;


ανασκιρτώ

ανασκιρτώ mittelgriechisch ἀνασκιρτῶ ἀνά και altgriechisch σκιρτάω-σκιρτῶ


ανασκολόπιση

ανασκολόπιση Koine-Griechisch ἀνασκολόπισις


ανασκολοπισμός

ανασκολοπισμός Etymologie fehlt


ανασκόπηση

ανασκόπηση Koine-Griechisch άνασκόπησις altgriechisch άνασκοπέω, -ῶ


ανασκοπώ

ανασκοπώ altgriechisch ἀνασκοπέω / ἀνασκοπῶ σκοπέω / σκοπῶ


ανασκούμπωμα

ανασκούμπωμα ανασκουμπώνω + -μα


ανασκουμπώνω

ανασκουμπώνω altgriechisch ἀνακομβόω (ξεκουμπώνω, ξεγυμνώνω)


ανασόνι

ανασόνι türkisch anason altgriechisch ἄννησον (αντιδάνειο) [1]


άνασσα

άνασσα altgriechisch ἄνασσα


ανάσσω

ανάσσω altgriechisch ἀνάσσω


ανάστα

ανάστα προστακτική μέσου αορίστου του ἀνίσταμαι


ανασταίνω

ανασταίνω altgriechisch ἀνίστημι


ανάστασις


αναστάτωμα

αναστάτωμα Etymologie fehlt


αναστατώνω

αναστατώνω ἀναστατώνω και (μεσαιωνικό) ἀναστατῶ και ἀνασταίνω (σηκώνω όρθιο) οπότε και διαχωρίσθηκαν νοηματικά οι οικογένειες όσων λέξεων συγγένευαν εννοιολογικά με την ανάσταση(σηκώνω + στατώ) και σε όσες συγγένευαν με την αναστάτωση (ανακατεύω) και το ἀναστατόω altgriechisch ἀναστατέω-ἀναστατῶ (καταστρέφω, ξεσπιτώνω, αναγκάζω κάποιον να ξεσηκωθεί von σπίτι του) ἀνίστημι και ἀνίσταμαι ἄνω + ἵστημι


αναστάτωση

αναστάτωση Koine-Griechisch ἀναστατόω ή altgriechisch ἀναστάτωσις


αναστέλλω

αναστέλλω altgriechisch ἀναστέλλω


αναστέναγμα

αναστέναγμα mittelgriechisch ἀναστέναγμα και παράλληλοι τύποι ἀναστέναμα, ἀναστεναγμός, ἀναστεναμός altgriechisch ἀναστενάζω


αναστεναγμός

αναστεναγμός altgriechisch ἀναστεναγμός


αναστενάζω

αναστενάζω altgriechisch ἀναστενάζω


αναστενάρης

αναστενάρης ίσως από mittelgriechisch λέξη που συνδύασε το αναστενάζω με το στρηνιάζω (ερωτικό πάθος, οίστρος)


αναστενάρια

αναστενάρια αναστενάρης


αναστηλώνω

αναστηλώνω ἀναστηλώνω στην (Katharevousa) mittelgriechisch ἀναστηλώνω Koine-Griechisch ἀναστηλόω-ἀναστηλῶ ανά + στηλόω (στήνω, αφιερώνω μνημείο, τάμα)


αναστήλωση

αναστήλωση Koine-Griechisch ἀναστήλωσις ἀνά + altgriechisch στήλη


ανάστημα

ανάστημα altgriechisch ἀνάστημα


αναστολέας

αναστολέας [[αναστέλλω}}


αναστολή

αναστολή altgriechisch ἀναστολή ἀναστέλλω


αναστομώνω

αναστομώνω αναστόμωση + -ώνω (αναδρομικός σχηματισμός) ((Lehnübersetzung) französisch anastomoser)


αναστόμωση

αναστόμωση französisch anastomose Koine-Griechisch ἀναστόμωσις altgriechisch ἀναστομόω / ἀναστομῶ στομόω / στομῶ στόμα (αντιδάνειο) indoeuropäisch (Wurzel) *stomn


αναστρέφω

αναστρέφω altgriechisch ἀναστρέφω


αναστροφή

αναστροφή altgriechisch ἀναστροφή


ανάστροφος

ανάστροφος Koine-Griechisch ἀνάστροφος


αναστυλώνω

αναστυλώνω ανά και στυλώνω ( στύλος )


αναστύλωση

αναστύλωση αναστυλώνω + -ση


ανασυγκρότηση

ανασυγκρότηση Katharevousa ἀνασυγκρότησις ανασυγκροτώ ανά + συγκροτώ altgriechisch συγκροτέω / συγκροτῶ κροτέω / κροτῶ κρότος ((Lehnübersetzung) französisch reconstruction)


ανασυγκροτώ

ανασυγκροτώ λόγια λέξη von altgriechisch ἀνά και συγκροτέω-συγκροτῶ


ανασύνδεση

ανασύνδεση ανασυνδέσω + -ση ((Lehnbedeutung) französisch renouement)


ανασυνδέω

ανασυνδέω Etymologie fehlt


ανασύνθεση

ανασύνθεση ἀνασύνθεσις στην (Katharevousa) ἀνασυνθέτω λόγια λέξη von altgriechisch πρόθεση ἀνά και το altgriechisch συντίθημι για να αποδοθεί το γαλλικό recomposer


ανασυνθέτω

ανασυνθέτω ανά και συνθέτω


ανασυνοικίζω

ανασυνοικίζω ανα- + συνοικίζω


ανασυνοικισμός

ανασυνοικισμός ανασυνοικίζω + -μός


ανασύνταξη

ανασύνταξη altgriechisch ἀνασύνταξις


ανασυντάσσω

ανασυντάσσω altgriechisch ἀνασυντάσσω


ανάσυρση

ανάσυρση (Wort verwendet ab 1853)


ανασύρω

ανασύρω Katharevousa ἀνασύρω (ἀνά και σύρω mittelgriechisch ἀνασύρνω και ἀνασέρνω altgriechisch ἀνασύρομαι


ανασύσταση

ανασύσταση ανασυστήνω + -ση ((Lehnübersetzung) französisch reconstitution)


ανασυστήνω

ανασυστήνω ανασυνιστώ


ανασφάλεια

ανασφάλεια Katharevousa ἀνασφάλεια Katharevousa ἀνασφαλής Koine-Griechisch ἀνασφαλής


ανάσχεση

ανάσχεση Koine-Griechisch ἀνάσχεσις ἔχω


ανασχηματίζω

ανασχηματίζω λόγια λέξη της Katharevousaς άνασχηματίζω άνά και σχηματίζω


ανασχηματισμός

ανασχηματισμός λόγια λέξη της Katharevousaς ἀνασχηματισμός ἀνασχηματίζω


ανάταξη

ανάταξη altgriechisch ἀνάταξις


ανατάραγμα

ανατάραγμα αναταράσσω + -μα


αναταραγμός

αναταραγμός αναταράσσω + -μός


αναταράζω

αναταράζω altgriechisch ἀναναταράσσω


ανατάραξη

ανατάραξη Etymologie fehlt


αναταράσσω

αναταράσσω altgriechisch ἀναταράσσω


αναταραχή

αναταραχή αναταράσσω (αναταράζω)


ανάταση

ανάταση Etymologie fehlt


ανατάσσω

ανατάσσω Koine-Griechisch ἀνατάσσω


ανατείνω

ανατείνω altgriechisch ἀνατείνω ἀνά + τείνω


ανατέλλω

ανατέλλω altgriechisch ἀνατέλλω


ανατέμνω

ανατέμνω altgriechisch ἀνατέμνω ἀνά + τέμνω (3. (Lehnbedeutung) französisch disséquer)


ανατίμηση

ανατίμηση ανατιμώ + -ση altgriechisch ἀνατιμάω / ἀνατιμῶ τιμάω / τιμῶ


ανατιμώ

ανατιμώ altgriechisch ἀνατιμάω / ἀνατιμῶ τιμάω / τιμῶ


ανατινάζω

ανατινάζω altgriechisch ἀνατινάσσω. Μορφολογικά: ἀνά (ανα-) + τινάσσω (τινάζω)


ανατίναξη

ανατίναξη ανατινάσσω


ανατοκίζω

ανατοκίζω mittelgriechisch ἀνατοκίζω



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback