Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



αμελητί

αμελητί Koine-Griechisch ἀμελητί ἀμέλητος ἀ- + μέλω


αμελλητί

αμελλητί Koine-Griechisch ἀμελλητί ἀμέλλητος ἀ- (στερητικό) + altgriechisch μέλλω


αμελώ

αμελώ altgriechisch ἀμελέω, -ῶ ἀμελής ἀ- (στερητικό) + μέλω


αμελώς

αμελώς altgriechisch ἀμελῶς ἀμελής μέλει


άμεμπτα

άμεμπτα άμεμπτος + -α altgriechisch ἄμεμπτος


άμεμπτος

άμεμπτος α- στερητικό + μέμφομαι + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος


Αμερικάνα

Αμερικάνα Αμερικάν(ος) + -α


αμερικανάκι

αμερικανάκι Etymologie fehlt


Αμερικανίδα

Αμερικανίδα Αμερικαν(ός) + -ίδα


αμερικανίζω

αμερικανίζω Αμερικανός + -ίζω


αμερικάνικα

αμερικάνικα αμερικάνικος + -α


αμερικάνικο


αμερικανισμός

αμερικανισμός Etymologie fehlt


αμερικανοκρατία

αμερικανοκρατία Αμερικανός + -ο- + -κρατία


αμερικανόφιλος

αμερικανόφιλος (Αμερικανός) αμερικανό- + -φιλος


αμερίκιο

αμερίκιο neulateinisch americium englisch America + -ium Amerigo Vespucci


αμέριμνα

αμέριμνα αμέριμνος + -α


αμεριμνησία

αμεριμνησία α- + μεριμνώ + -ία


αμέριμνος

αμέριμνος α (στερητικό) + μέριμνα μεριμνώ


αμερίμνως


αμέριστα

αμέριστα αμέριστος + -α altgriechisch ἀμέριστος μέρος


αμερόληπτα

αμερόληπτα αμερόληπτος + -α


αμεροληπτώ

αμεροληπτώ α- + μεροληπτώ


αμερολήπτως


αμεροληψία

αμεροληψία α- + μεροληψία α- + μέρος + -ληψία


άμεσα

άμεσα άμεσος + -α


άμεσο


αμεσότητα

αμεσότητα mittelgriechisch ἀμεσότης ἄμεσος altgriechisch μέσον


αμέσως

αμέσως altgriechisch ἀμέσως


αμετάβλητα

αμετάβλητα αμετάβλητος + -α


αμετάβλητη


αμετάβλητο


αμεταδοσία

αμεταδοσία Koine-Griechisch ἀμεταδοσία altgriechisch μεταδίδωμι


αμετάδοτος

αμετάδοτος α στερητικό και μεταδίδω


αμετάθετα

αμετάθετα ἀμεταθέτως


αμετάθετος

αμετάθετος Koine-Griechisch ἀμετάθετος


αμετακίνητα

αμετακίνητα αμετακίνητος + -α


αμετάκλητα

αμετάκλητα αμετάκλητος + -α


αμετακλήτως


αμέταλλα


αμέταλλο

αμέταλλο Maskulinum von αμέταλλος


αμετανόητα

αμετανόητα ἀμετανοήτως


αμετάπειστα

αμετάπειστα αμετάπειστος + -α altgriechisch ἀμετάπειστος μεταπείθω πείθω


αμετάτρεπτος

αμετάτρεπτος altgriechisch ἀμετάτρεπτος μετατρέπω μετά + τρέπω


άμετε

άμετε άμε mittelgriechisch ἄμε altgriechisch ἄγωμεν ἄγω


αμέτοχα


άμετρα

άμετρα άμετρος


αμέτρητα

αμέτρητα αμέτρητος + -α


αμέτρητο


αμέτρητος

αμέτρητος α- (στερητικό) + -μετρη- ( μετρώ) -τος


αμετρήτως


αμετροέπεια

αμετροέπεια Koine-Griechisch ἀμετροεπία altgriechisch ἀμετροεπής ἄμετρος + ἔπος


άμετρος

άμετρος altgriechisch ἄμετρος


αμετρωπία

αμετρωπία neulateinisch ametropia altgriechisch ἄμετρος + ὤψ


αμήν

αμήν Koine-Griechisch ἀμήν αρχαία εβραϊκά אמן


αμηνόρροια

αμηνόρροια französisch aménorrhée α- (στερητικό) + altgriechisch μην + -ροια ( altgriechisch ῥέω)


αμήνυτα

αμήνυτα αμήνυτος + -α


αμήχανα


αμηχανία

αμηχανία altgriechisch ἀμηχανία. Η αρχική σημασία ήταν ένδεια λόγω απουσίας οικονομικών πόρων


άμια


αμίαντο

αμίαντο αμίαντος


αμίαντος


αμιαντοτσιμέντο

αμιαντοτσιμέντο αμίαντ(ος) + -ο- + τσιμέντο


αμιαντοτσιμεντοσωλήνας

αμιαντοτσιμεντοσωλήνας αμίαντ(ος) + -ο- + τσιμέντ(ο) + -ο- + σωλήνας


αμιαντωρυχείο

αμιαντωρυχείο αμίαντος + ορυχείο


αμιγώς

αμιγώς αμιγής von ασθενές θέμα μιγ- παρατατικός έμισγον και μέση φωνή μίσγομαι.


αμίλητος

αμίλητος Koine-Griechisch ἀμίλητος


άμιλλα

άμιλλα altgriechisch ἅμιλλα


αμιλλώμαι

αμιλλώμαι altgriechisch ἁμιλλῶμαι


αμίνες


αμίνη

αμίνη (entlehnt aus) französisch amine ammonia lateinisch ammoniacus Ammon altgriechisch Ἄμμων altägyptisch (jmn)


αμινοξύ

αμινοξύ Lehnübersetzung πιθανόν von amino acid ή von πιο παλιό Aminosäure αμίνη + οξύ


αμισθί

αμισθί ἀμισθί ἄμισθος + παραγωγικό πρόσφυμα -ι


αμλετισμός

αμλετισμός Άμλετ + -ισμός englisch Hamlet


αμμοβολέας

αμμοβολέας αμμοβολή + -έας


αμμοβολή

αμμοβολή άμμος + -ο- + βολή


αμμοδοχείο

αμμοδοχείο άμμος + δοχείο


αμμοδόχη

αμμοδόχη Etymologie fehlt


αμμοδόχος

αμμοδόχος Etymologie fehlt


αμμοθεραπεία

αμμοθεραπεία άμμος + -ο- + -θεραπεία


αμμοθύελλα

αμμοθύελλα άμμος + θύελλα


αμμόκρινο

αμμόκρινο άμμος + -ο- + κρίνο


αμμόλιθος

αμμόλιθος άμμος + -ο- + λίθος ((Lehnübersetzung) (αγγλικά) sandstone)


αμμόλουτρο

αμμόλουτρο άμμος + -ο- + λουτρό + -ο


αμμόλοφος

αμμόλοφος άμμος + λόφος


άμμος

άμμος mittelgriechisch ἄμμος altgriechisch ἄμμος[1] (ή ἄμαθος, συνώνυμα: ψάμμος και ψάμαθος)


αμμότοπος

αμμότοπος άμμος + τόπος


αμμούδα

αμμούδα άμμος + -ούδα


αμμουδέρα

αμμουδέρα αμμουδερός


αμμουδιά

αμμουδιά Etymologie fehlt


αμμοχαλίκι

αμμοχαλίκι άμμος + -ο- + χαλίκι


αμμοχάλικο

αμμοχάλικο άμμος + -ο- + χαλίκι + -ο


αμμωνία

αμμωνία (entlehnt aus) neulateinisch ammonia lateinisch ammoniacus altgriechisch ἀμμωνιακός Ἄμμων altägyptisch (jmn)


αμνάδα

αμνάδα Koine-Griechisch ἀμνάς


αμνήμονας

αμνήμονας αμνήμων


αμνημοσύνη

αμνημοσύνη altgriechisch ἀμνημοσύνη


αμνησία

αμνησία Koine-Griechisch ἀμνησία


αμνησικακία

αμνησικακία αμνησίκακος


αμνήστευση

αμνήστευση αμνηστεύω


αμνηστεύω

αμνηστεύω αμνηστία



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback