Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



ναυταθλητισμός

ναυταθλητισμός ναυτ{ικός) + αθλητισμός


ναυτασφάλεια

ναυτασφάλεια ναυτο- + ασφάλεια


ναυτεργάτης

ναυτεργάτης ναύτης + εργάτης


ναύτης

ναύτης altgriechisch ναύτης


ναυτία

ναυτία altgriechisch ναυτία


ναυτικός

ναυτικός ναύτης + -ικός


ναυτιλία

ναυτιλία altgriechisch | ναυτίλος


ναυτίλος

ναυτίλος Etymologie fehlt


ναυτοδάνειο

ναυτοδάνειο ναύτης + -ο- + δάνειο


ναυτοδικείο

ναυτοδικείο ναυτικό + -δικείο


ναυτοδίκης

ναυτοδίκης ναυτ- + δίκη


ναυτολόγιο

ναυτολόγιο ναυτ(ης) + -ο- + -λόγιο


ναυτολογώ

ναυτολογώ Koine-Griechisch ναυτολογέω / ναυτολογῶ ναυτολόγος altgriechisch ναύτης ( ναῦς) + λέγω


ναυτόπουλο

ναυτόπουλο Etymologie fehlt


ναυτοσύνη

ναυτοσύνη Etymologie fehlt


ναυτοφυλακή

ναυτοφυλακή Etymologie fehlt


ναυτώνας

ναυτώνας Etymologie fehlt


νάφθα

νάφθα Etymologie fehlt


ναφθαλίνη

ναφθαλίνη französisch naphtaline naphte + -l- + -ine (-ίνη) Koine-Griechisch νάφθα


νέα

νέα proto-indogermanisch *neivo-, συγγενές με το (σανσκριτικά) ni- και το (λατινικά) nidus (=φωλιά).


νεάζω

νεάζω altgriechisch νεάζω νέος


νεανίας

νεανίας altgriechisch νεανίας νέος


νεανίζω

νεανίζω Etymologie fehlt


νεανικός

νεανικός altgriechisch νεανικός


νεανικότητα

νεανικότητα Etymologie fehlt


νεάνις

νεάνις Etymologie fehlt


νεανίσκος

νεανίσκος altgriechisch


νεάργυρος

νεάργυρος (νέος) νε- + άργυρος, (Lehnübersetzung) deutsch Neusilber


νεγκλιζέ

νεγκλιζέ französisch négligé


νέγρος

νέγρος spanisch ή proto-französisch negro lateinisch niger


νέθω

νέθω Etymologie fehlt


νέκρα

νέκρα νεκρός


νεκρανασταίνω

νεκρανασταίνω Etymologie fehlt


νεκρικά


νεκρόδειπνο

νεκρόδειπνο νεκρο- + δείπνο


νεκροθάφτης

νεκροθάφτης Koine-Griechisch νεκροθάπτης νεκρός + θάπτω


νεκροκεφαλή

νεκροκεφαλή πρόθημα νεκρο- + ουσιαστικό κεφαλή


νεκροκρέβατο

νεκροκρέβατο νεκρός + κρεβάτι


νεκρολογία

νεκρολογία νεκρός + λόγος


νεκρολούλουδο

νεκρολούλουδο Etymologie fehlt


νεκρομαντεία

νεκρομαντεία (λόγιο) Koine-Griechisch νεκρομαντεία.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε νεκρο- (νεκρ(ός) + -ο-) + -μαντεία


νεκρόπολη

νεκρόπολη νεκρό- + πόλη


νεκροπομπός

νεκροπομπός Etymologie fehlt


νεκρός

νεκρός altgriechisch νεκρός


νεκροταφείο

νεκροταφείο νεκρός + τάφος + -είο


νεκροτομείο

νεκροτομείο Etymologie fehlt


νεκροτομή

νεκροτομή (entlehnt aus) französisch nécrotomie νεκρός + τομή


νεκροφάνεια

νεκροφάνεια νεκρός + φαίνομαι


νεκροφιλία

νεκροφιλία νεκρόφιλος


νεκρόφιλος

νεκρόφιλος (entlehnt aus) französisch nécrophile νεκρός + φίλος


νεκροφόρα

νεκροφόρα νεκρός + φέρω


νεκροψία

νεκροψία (entlehnt aus) französisch nécropsie νεκρός + ὄψις


νεκρώνω

νεκρώνω altgriechisch νεκρόω


νέκρωση

νέκρωση Etymologie fehlt


νεκρώσιμος

νεκρώσιμος Etymologie fehlt


νέκταρ

νέκταρ altgriechisch νέκταρ


νεκταρίνι

νεκταρίνι französisch nectarine lateinisch nectareum altgriechisch νέκταρ


νέμεση

νέμεση (λόγιο) altgriechisch νέμε(σις) (η απόδοση αυτού που οφείλεται) + -ση νέμω


νέμομαι

νέμομαι Passiv von νέμω


νέμω

νέμω (λόγιο) altgriechisch νέμω


νένα

νένα, λέξη για τα μωρά


νεοαποικιοκρατία

νεοαποικιοκρατία νέα + αποικιοκρατία


νεογενής

νεογενής Etymologie fehlt


νεογέννητος

νεογέννητος mittelgriechisch νεογέννητος νεο- + γεννώ


νεογνό

νεογνό altgriechisch νεογιλός (νέος + γίγνομαι)


νεογνολογία

νεογνολογία νεογνό + λέγω (-λογία)


νεογνολόγος

νεογνολόγος νεογνολογία


νεοδίδακτος

νεοδίδακτος Etymologie fehlt


νεοελληνιστής

νεοελληνιστής Νεοέλλην(ας) + -ιστής κατά το ελληνιστής.[1] Αναλύεται σε νεο- + ελληνιστής


νεοκλασικισμός

νεοκλασικισμός δάνειο από τη γαλ. γλώσσα néoclassicisme (fr)


νεολαία

νεολαία νέος + -λαία λαός


νεολαίος

νεολαίος νεολαία


νεολογισμός

νεολογισμός (entlehnt aus) französisch néologisme altgriechisch νέος + λόγος + -ισμός


νεομάρτυρας

νεομάρτυρας νεο- + μάρτυρας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;


νεομυκίνη

νεομυκίνη Etymologie fehlt


νέον

νέον englisch neon altgriechisch νέον (νέος, στην Akkusativ von ενικού)


νεοναζί

νεοναζί Etymologie fehlt


νεοναζισμός

νεοναζισμός νεο- + ναζισμός


νεοναζιστής

νεοναζιστής deutsch Neonazist, νεο- + ναζιστής


νεόνυμφος

νεόνυμφος Koine-Griechisch νεόνυμφος altgriechisch νέος + νύμφη + -ος


νεοπλασία

νεοπλασία Etymologie fehlt


νεόπλασμα

νεόπλασμα (entlehnt aus) französisch néoplasme


νεοπλατωνισμός

νεοπλατωνισμός νεο- + πλατωνισμός


νεοπλουτισμός

νεοπλουτισμός νεόπλουτος + -ισμός


νεορεαλισμός

νεορεαλισμός νεο- + ρεαλισμός


νέος

νέος altgriechisch νέος


νεοσσεύω

νεοσσεύω Etymologie fehlt


νεοσσός

νεοσσός altgriechisch νεοσσός


νεοσύλλεκτος

νεοσύλλεκτος νεο- + συλλέγω + -τος


νεότης

νεότης altgriechisch νεότης νέος


νεότητα

νεότητα altgriechisch νεότης νέος *νέϝος proto-griechisch *newos proto-indogermanisch *néwos *nu (τώρα)


νεοφανής

νεοφανής mittelgriechisch νεοφανής altgriechisch νέος + φαίνομαι


νεοφιλελευθερισμός

νεοφιλελευθερισμός → siehe: νεο- και φιλελευθερισμός


νεοφύτευτος

νεοφύτευτος Etymologie fehlt


νεραγκούλα

νεραγκούλα italienisch ranuncolo lateinisch ranunculus (βατραχάκι rana (βατράχι) + -culus (παρετυμολογία απόπειρα τη λέξη νερό)


νεράιδα

νεράιδα mittelgriechisch νεράιδα / ἀναράδα / ἀνεράιδα / νεράδα altgriechisch Νηρηΐς (αιτιατική: Νηρηΐδα με τροπή του /i/ > /e/ πριν από /r/), κόρη του Νηρέα [1][2]


νεράκι

νεράκι υποκοριστικό του νερό


νεράντζι

νεράντζι mittelgriechisch νεράντζι(ον) venezianisch naranza (πικρό πορτοκάλι) arabisch نارنج (nāranj) [1] persisch نارنگ (nārang) sanskritisch नारङ्ग (nāraṅga, πορτοκαλιά)


νεραντζιά

νεραντζιά νεράντζι + -ιά mittelgriechisch νεραντζέα ναράντζι venezianisch naranza (πικρό πορτοκάλι) και δείτε νεράνττζι


νεραντζούλα

νεραντζούλα νεραντζ(ιά) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα και δείτε νεράντζι



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback