Griechische Definition zu νεότης
νεότης η· νεότη· νιότη· νιότης· γεν. νεότης· αιτιατ. νεότη(ν)· πληθ. νεάτα τα· νιάτα· νιότα.
1) Το να είναι κάπ. νέος, η νεαρότητα της ηλικίας
: το σφάλμα όπου τον έκαμεν η νιότη του να πέσει (Ερωφ. Δ́ 594).
2) α) Η νεανική ηλικία
: (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [699])·
(σε όρκο)
: ου μη χαρώ την νεότην μου … (Διγ. Esc. 905)·
(σε μεταφ. προκ. για την Παναγία)
: χαίρε, δένδρον της νιότης (Ύμν. Παναγ. 2)·
β) (μεταφ. προκ. για την άνοιξη)
: του χρόνου … νιότης (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [1])·
γ) (συνεκδ.) οι χάρες της νεανικής ηλικίας
: η ομορφιά του εχάθηκε κι η νιότη εκαταλύθη (Ερωτόκρ. Ά 778).
3) Οι νέοι άνθρωποι, η νεολαία
: (Διγ. Άνδρ. 36333).
4) Το νεανικό σώμα
: (Ερωτόκρ. Ά 1817)·
(σε μεταφ.)
: γλυκομηλέα μου …, απόκλινε την νιότην σου (Ερωτοπ. 271).
5) Σε σχ. υπαλλαγής
α) προκ. για άτομο νεαρής ηλικίας
: Αρχάγγελος ο Μιχαήλ … εμετατράπηκεν σ’ ανθρώπου την νεότη (Αχέλ. 1432)·
β) με (προηγ.) γεν. κοινού (προσηγορικού) ον. ή με αντων. για να δηλωθεί ήδη γνωστό νεαρό άτομο
: το σύνθεμα του τραγουδιού … εσκλάβωνε … τση κορασάς τη νιότη (Ερωτόκρ. Ά 448· Γ́ 604)·
γ) με (προηγ.) γεν. κύρ. ον. για να τονιστεί το νεαρόν της ηλικίας και οι χάρες του συγκεκριμένου ατόμου
: Τις είναι … σαν του Πιστόφορου την αντρειωμένη νιότη …; (Ερωτόκρ. Β́ 1362).
6) Ως προσφών. σε νεαρό άτομο
: μη πλανάται η νεότης σου να χάσεις την ζωήν σου (Διγ. Esc. 1156).
Φρ.
1) Αποκόπτω το άνθος, το κάλλος της νεότητος, κόβω τη νιότη κάπ. = θανατώνω κάπ. νέο
: (Διγ. Άνδρ. 41128), (Διγ. Ζ 4476), (Ζήν. Ά 210).
2) Απολλύω το άνθος της νεότητος, στερούμαι την νιότην μου = πεθαίνω νέος
: (Διγ. Ζ 1368), (Διγ. Esc. 861).
3) Δίδω τη νιότη μου, βλ. δίδω IΆ7β φρ.
4) Χάνω τη νιότη μου =
(α) πεθαίνω νέος
: (Πανώρ. Β́ 574)·
(β) περνούν αναξιοποίητα, χαραμίζονται τα νεανικά μου χρόνια
: (Ζήν. Ά 267).
[αρχ. ουσ. νεότης. Ο τ. ‑η και πληθ. νεότα σήμ. ιδιωμ. Οι τ. ‑ητα (Βλάχ.) και νιότη και ο πληθ. νιάτα (Somav., νεια‑, λ. νεότης) και σήμ.]
[...]
http://www.greek-language.gr