Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



αλευροποιία

αλευροποιία mittelgriechisch ἀλευροποιία ἀλευρο- + -ποιία


αλευροποιός

αλευροποιός αλεύρι + -ποιός


αλευροποιώ

αλευροποιώ αλεύρι + ποιώ


αλευροπωλείο

αλευροπωλείο αλεύρι + -πωλείο


αλευροπώλης

αλευροπώλης αλεύρι + -πώλης


αλευρού

αλευρού Femininum von αλευράς


αλεύρωμα

αλεύρωμα αλευρώνω


αλευρώνω

αλευρώνω αλεύρι + -ώνω


αλήθεια

αλήθεια altgriechisch ἀλήθεια ἀληθής ἀ- στερητικό + λήθη


αληθές


αληθεύω

αληθεύω αρχ. ελλ. ἀληθεύω


αληθής

αληθής altgriechisch ἀληθής


αληθινά


αληθινό


αληθινός

αληθινός altgriechisch ἀληθινός


αληθινότητα


αληθοφάνεια

αληθοφάνεια αληθοφαν(ής) + -εια, Lehnübersetzung από τη französisch vraisemblance (Wort verwendet ab 1853)


αληθοφανές


αληθώς

αληθώς altgriechisch ἀληθῶς ἀληθής


αλησμονησιά

αλησμονησιά α- λησμονησιά


αλησμόνητα

αλησμόνητα αλησμόνητος + -α


αλησμονιά

αλησμονιά α- + λησμονιά


αλησμονώ

αλησμονώ α- + λησμονώ


αλητάκι

αλητάκι αλήτης + -άκι


αλητάκος

αλητάκος αλήτ(ης) + υποκοριστικό επίθημα -άκος


αλητάμπουρας

αλητάμπουρας αλήτης + albanisch burrë (άντρας)


αληταράς

αληταράς αλήτ{ης) + augmentativer Suffix -αράς


αληταρία

αληταρία Etymologie fehlt


αλητεία

αλητεία altgriechisch ἀλητεία


αλητεύω

αλητεύω altgriechisch ἀλητεύω


αλήτης

αλήτης altgriechisch ἀλήτης


αλήτικα

αλήτικα Etymologie fehlt


αλήτισσα

αλήτισσα αλήτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα


αλητόπαιδο

αλητόπαιδο Etymologie fehlt


αλητοπαρέα

αλητοπαρέα αλήτης + παρέα


αλητοτουρίστας

αλητοτουρίστας αλήτης + τουρίστας


αλθαία

αλθαία altgriechisch ἀλθαία


αλί

αλί mittelgriechisch ἀλί για welches έχουν προταθεί δύο ετυμολογήσεις: ότι έχει αποσπαστεί von ἀλίμονο Ο Μπαμπινιώτης προτείνει επίσης : ἀ- + mittelgriechisch ἠλί εβραϊκά אל (θεός) (από τη βιβλική φράση ἠλί ἠλί λεμά σαβαχθανί, Ευαγγέλιον Κατά Ματθαίον, κζ´, 46)


αλιά

αλιά αλί


αλιάδα

αλιάδα mittelgriechisch αλιάδα italienisch agliata (πβ. βενετικά agiada) spätlateinisch aliatum lateinisch allium (σκόρδο)


αλιάετος


Αλίαρτος


Αλιβέρι


αλιγάτορας

αλιγάτορας Etymologie fehlt


αλιεία

αλιεία αλι- + -εία


αλίευμα

αλίευμα altgriechisch ἁλίευμα


αλίευση

αλίευση (λόγιο) Koine-Griechisch ἁλίευσις ἁλιεύω + -σις


αλιευτική


αλιευτικό


αλιεύω

αλιεύω altgriechisch ἁλιεύω ἁλιεύομαι


αλιζάρι

αλιζάρι französisch alizari καταλανικά alitzari arabisch العصارة (χυμός, εκχύλισμα) (ίσως ριζάρι mittelgriechisch ριζάριον altgriechisch ῥίζα)


Αλίκη

Αλίκη englisch Alice


αλίμονο

αλίμονο mittelgriechisch αλίμονο(ν) αλί + μόνο(ν)


αλίπαστα

αλίπαστα altgriechisch ἁλίπαστος


αλίπαστος

≈ συνώνυμα: παστός, παστωμένος, υγράλατος


αλιπηγή

αλιπηγή altgriechisch ἅλς + πηγή


αλισάχνη

αλισάχνη mittelgriechisch αλισάχνη altgriechisch ἁλοσάχνη ἅλς + ἄχνη


αλισβερίσι

αλισβερίσι türkisch alιşveri + -ι


αλισίβα

αλισίβα italienisch lisciva (μορφή του liscivia) lateinisch lixivium


αλισφακιά

αλισφακιά mittelgriechisch αλισφακιά altgriechisch ἐλελίσφακος altgriechisch ἐλελίζω + σφάκος


αλιτήριος

αλιτήριος altgriechisch ἀλιτήριος


αλίχνιστα

αλίχνιστα αλίχνιστος + -α


αλκαλικότητα

αλκαλικότητα αλκαλικός


αλκαλιμετρία

αλκαλιμετρία Etymologie fehlt


αλκάλιο

αλκάλιο französisch alcali [1] arabisch القلي (al-qaly, "τέφρα φυτού")


αλκαλοειδές

αλκαλοειδές Etymologie fehlt


αλκή

αλκή altgriechisch ἀλκή


Άλκης

Άλκης altgriechisch Ἀλκιβιάδης


Αλκίνοος

Πιθανόν από τις λέξεις αλκή (δύναμη, ευρωστία) και "νους


Αλκμήνη

Αλκμήνη ίσως από αλκή και -μένης μένος


αλκοόλ

αλκοόλ französisch alcool mittellateinisch alkohol arabisch اَلْكُحْل (al-kuḥl: αντιμόνιο) ή arabisch غول (ḡūl: δαίμονας της ερήμου, άσχημη επίδραση, πονοκέφαλος, καταστροφή)


αλκοόλη

αλκοόλη Etymologie fehlt


αλκοολίκι

αλκοολίκι αλκοόλ + -ίκι


αλκοολικός

αλκοολικός αλκοόλ + -ικός


αλκοολισμός

αλκοολισμός αλκοόλ + -ισμός


αλκοολόμετρο

αλκοολόμετρο αλκοόλ + -ο- + -μετρο


αλκοτέστ

αλκοτέστ französisch alcootest ή alcotest


αλκυόνα

αλκυόνα altgriechisch ἀλκυών


Αλκυόνη

Αλκυόνη Etymologie fehlt


αλκυονίδα

αλκυονίδα Koine-Griechisch ἀλκυονίς ἀλκυών


αλκυονίδες

αλκυονίδες altgriechisch ἀλκυονίδες ἀλκυών (ίσως επειδή πίστευαν ότι οι θεοί φροντίζουν να βελτιωθεί ο καιρός ώστε τα πτηνά αυτά να μπορέσουν να αναπαραχθούν στις φωλιές τους)


αλκυών


αλλά

αλλά altgriechisch ἀλλά


αλλαγή

αλλαγή altgriechisch ἀλλαγή ἀλλάσσω


άλλαγμα

άλλαγμα Koine-Griechisch ἄλλαγμα


αλλάζω

αλλάζω altgriechisch ἀλλάσσω


άλλαντα

άλλαντα altgriechisch ἀλλᾶντες, Mehrzahl von ἀλλᾶς


αλλαντίαση

αλλαντίαση Etymologie fehlt


αλλαντικά

αλλαντικά αλλαντικός, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού


αλλαντικό

αλλαντικό Maskulinum von επιθέτου αλλαντικός ως ουσ. άλλαντα + -ικό altgriechisch ἀλλᾶς


αλλαντοποιείο

αλλαντοποιείο άλλαντα + -ο- + -ποιείο


αλλαντοποιία

αλλαντοποιία άλλαντα + -ο- + -ποιία altgriechisch ἀλλᾶς


αλλαντοποιός

αλλαντοποιός Koine-Griechisch ἀλλαντοποιός αλλαντικά + -ποιός


αλλαντοπωλείο

αλλαντοπωλείο ἀλλαντοπωλεῖον in Katharevousa altgriechisch ἀλλαντοπώλης


αλλαντοπώλης

αλλαντοπώλης άλλαντα + -πώλης


αλλαξιά

αλλαξιά Etymologie fehlt


αλλαξοδρομώ

αλλαξοδρομώ αλλάζω (von αόριστο άλλαξα) + δρόμος


αλλαξοκαιριά

αλλαξοκαιριά mittelgriechisch ἀλλαξοκαιρία ή -ριά


αλλαξοπιστία

αλλαξοπιστία αλλαξοπιστώ


αλλαξόπιστος

αλλαξόπιστος Etymologie fehlt



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback