{ο}  αλκοολισμός Subst.  [alkoolismos]

{der}    Subst.
(60)
{die}    Subst.
(3)
{die}    Subst.
(1)

Etymologie zu αλκοολισμός

αλκοολισμός αλκοόλ + -ισμός


GriechischDeutsch
5.2 Διακρίνονται διαφορετικά είδη και ομάδες-στόχοι των αστέγων, όπως για παράδειγμα άνδρες που ζουν μόνοι στους δρόμους, παιδιά και έφηβοι των δρόμων, νέοι που βγαίνουν από σωφρονιστικά ιδρύματα ανηλίκων, μόνες μητέρες που ζουν στο δρόμο, άτομα που αντιμετωπίζουν προβλήματα υγείας όπως ο αλκοολισμός, τοξικομανείς, άτομα με ψυχολογικά/ψυχιατρικά προβλήματα, άστεγοι ηλικιωμένοι, άστεγες οικογένειες που ζουν στο δρόμο, άστεγοι από εθνοτικές μειονότητες όπως οι Ρομά ή άτομα με νομαδικό τρόπο ζωής, άστεγοι μετανάστες, άστεγοι αιτούντες άσυλο (πρόσφυγες), η δεύτερη γενιά των παιδιών του δρόμου των οποίων οι γονείς είναι άστεγοι.5.2 Es können verschiedene Typen und Zielgruppen von Obdachlosen unterschieden werden, z.B. alleinstehende Männer, Kinder und Heranwachsende, Jugendliche, die Kinderheime verlassen haben, alleinerziehende Mütter, unter Gesundheitsproblemen wie Alkoholismus leidende Per­sonen, Hilfsbedürftige, psychisch Kranke, alte Menschen, Familien, ethnischen Minderheiten (z.B. Roma oder Bevölkerungen mit nomadischem Lebensstil) angehörende Obdachlose, Einwanderer, Asylbewerber (Flüchtlinge) oder Kinder, deren Eltern bereits obdachlos waren.

Übersetzung bestätigt

5.2 Διακρίνονται διαφορετικά είδη και ομάδες-στόχοι των αστέγων, όπως για παράδειγμα άνδρες που ζουν μόνοι στους δρόμους, παιδιά και έφηβοι των δρόμων, νέοι που βγαίνουν από σωφρονιστικά ιδρύματα ανηλίκων, μόνες μητέρες που ζουν στο δρόμο, άτομα που αντιμετωπίζουν προβλήματα υγείας όπως ο αλκοολισμός, τοξικομανείς, άτομα με ψυχολογικά/ψυχιατρικά προβλήματα, άστεγοι ηλικιωμένοι, άστεγες οικογένειες που ζουν στο δρόμο, άστεγοι από εθνοτικές μειονότητες όπως οι Ρομά ή άτομα με νομαδικό τρόπο ζωής, άστεγοι μετανάστες, άστεγοι αιτούντες άσυλο (πρόσφυγες), η δεύτερη γενιά των παιδιών του δρόμου των οποίων οι γονείς είναι άστεγοι.5.2 Es können verschiedene Typen und Zielgruppen von Obdachlosen unterschieden werden, z.B. alleinstehende Männer, Kinder und Heranwachsende, Jugendliche, die Kinderheime verlassen haben, alleinerziehende Mütter, unter Gesundheitsproblemen wie Alkoholismus leidende Per­sonen, Hilfsbedürftige, psychisch Kranke, alte Menschen, Familien, ethnischen Minderheiten (z.B. Roma oder Bevölkerungen mit nomadischem Lebensstil) angehörende Obdachlose, Einwanderer, Asylbewerber (Flüchtlinge) oder Kinder, deren Eltern obdachlos sind.

Übersetzung bestätigt

Θα πρέπει να αποδοθεί υψηλή προτεραιότητα στην καταπολέμηση των μεταδοτικών νόσων (ιδίως φυματίωση και HIV/AIDS) στη βόρεια Ρωσία και στις προσχωρούσες χώρες, καθώς και στην επίτευξη του στόχου αντιμετώπισης των προβλημάτων που σχετίζονται με την υγεία και την κοινωνική ευημερία του συνόλου, όπως είναι η παράνομη χρήση ναρκωτικών, ο αλκοολισμός και άλλα προβλήματα που σχετίζονται με τον τρόπο ζωής.Hohe Priorität muss der Bekämpfung übertragbarer Krankheiten (besonders Tuberkulose und HIV/AIDS) in Nordwestrussland und in den Beitrittländern sowie der Lösung der Probleme im Zusammenhang mit der allgemeinen Gesundheit und dem sozialen Wohlergehen sowie mit Drogenmissbrauch, Alkoholismus und anderen mit der Lebensführung verbundenen Umständen beigemessen werden.

Übersetzung bestätigt

Οξεία δηλητηρίαση από οινόπνευμα, αλκοολισμός (βλ. παραγράφους 4.4 και 4.5)Akute Alkoholintoxikation, Alkoholismus (siehe Abschnitte 4.4 und 4.5)

Übersetzung bestätigt

Οξεία δηλητηρίαση από οινόπνευμα, αλκοολισμός.Akute Alkoholintoxikation, Alkoholismus.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter



Griechische Definition zu αλκοολισμός

αλκοολισμός ο [alkoodivzmós] : χρόνια κατάχρηση οινοπνευματωδών ποτών: Εκστρατεία κατά του αλκοολισμού. Ο αλκοολισμός δημιουργεί εξάρτηση του ατόμου από το οινόπνευμα. || το σύνολο των παθολογικών καταστάσεων που προκαλεί ο αλκοολισμός: Πάσχει από αλκοολισμό, είναι αλκοολικός.

[λόγ. < γαλλ. alcoodivsme (-isme = -ισμός)]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback