Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



κυνηγητό

κυνηγητό κυνηγώ + -ητό


κυνήγι

κυνήγι mittelgriechisch κυνήγι(ν) Koine-Griechisch κυνήγιον altgriechisch κυνηγέσιον κυνηγός κύων + ἄγω


κυνηγός

κυνηγός altgriechisch κύων (σκύλος) Genitiv κυνός + άγω


κυνηγόσκυλο

κυνηγόσκυλο κυνήγι + σκύλος


κυνηγότοπος

κυνηγότοπος Etymologie fehlt


κυνηγώ


κυνικός

κυνικός altgriechisch κυνικός κύων ((Lehnbedeutung) (γαλλικά) cynique για το επίθετο)


κυνικότητα

κυνικότητα κυνικός + -ότητα


κυνικώς

κυνικώς altgriechisch κυνικῶς κύων


κυνισμός


κυνόδοντας

κυνόδοντας altgriechisch κυνόδους κυν- ( κύων) + οδοντ- ( ὀδούς) + -ας


κυνοδρομία

κυνοδρομία κυνο- + -δρομία, (Lehnübersetzung) englisch dog-racing


κυνοκέφαλος

κυνοκέφαλος altgriechisch κυνοκέφαλος


κυοφορία

κυοφορία Koine-Griechisch κυοφορία κυοφόρος κύω + φέρω ((Lehnbedeutung) französisch gestation)


κυοφορώ

κυοφορώ (Katharevousa) κυοφορῶ altgriechisch κυοφορέω-κυοφορῶ κύος και φορέω (θαμιστικό του φέρω)


κυπαρίσσι

κυπαρίσσι κυπαρίσσιον, υποκοριστικό von altgriechisch κυπάρισσος


κυπαρισσόμηλο

κυπαρισσόμηλο → siehe: κυπαρίσσι και μήλο


κυπαρισσόξυλο

κυπαρισσόξυλο Etymologie fehlt


κύπελλο

κύπελλο altgriechisch κύπελλον (στο (3) και (4) (Lehnbedeutung) (γαλλικά) coupe)


κυπελλούχος

κυπελλούχος κύπελλο + -ούχος (έχω)


κυπρί

κυπρί Etymologie fehlt


κυπρίνος

κυπρίνος altgriechisch κυπρῖνος


κυπριώτικος

κυπριώτικος Etymologie fehlt


κύπτω

κύπτω altgriechisch κύπτω proto-indogermanisch *keu(b)- (στρέφω, κάμπτω, σκύβω)


κυρ

κυρ mittelgriechisch κυρ ως προσφώνηση κύρης (κύριος) με εξασθένιση της λέξης.[1]


κυρηναϊκός

κυρηναϊκός Κυρήν(η) + -α- + -ικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;


κύρης

κύρης Etymologie fehlt


κυριακοδρόμιο

κυριακοδρόμιο Etymologie fehlt


κυριαρχία

κυριαρχία mittelgriechisch κυριαρχία (von 5ο αιώνα)[1] > κυρίαρχος + -ία > κύριος + ἄρχω


κυριαρχώ

κυριαρχώ κυρίαρχος


κυρίευση

κυρίευση Etymologie fehlt


κυριεύω

κυριεύω altgriechisch κυριεύω


κυριλέ

κυριλέ Etymologie fehlt


κυριολεκτώ

κυριολεκτώ Koine-Griechisch κυριολεκτέω / κυριολεκτῶ altgriechisch κύριος + λέγω


κυριολεξία

κυριολεξία Koine-Griechisch κυριολεξία


κύριος

κύριος (λόγιο) altgriechisch κύριος κῦρος [1]


κυριότης


κυριότητα

κυριότητα (λόγιο) Koine-Griechisch κυριότης, αιτιατική κυριότητα (εξουσία), Lehnbedeutung από τη französisch proprieté[1]


κυρίως

κυρίως von επίθετο κύριος


κύρος

κύρος altgriechisch κῦρος


κυρός

κυρός mittelgriechisch παραφθορά του κύριος


κυρτός

κυρτός altgriechisch κυρτός


κύρτωμα

κύρτωμα altgriechisch κύρτωμα κυρτόω / κυρτῶ κυρτός indoeuropäisch (Wurzel) *(s)ker- ‎(κάμπτω, λυγίζω, γυρίζω)


κυρτωμένος

κυρτωμένος Passiv Perfekt von κυρτώνω


κυρτώνω

κυρτώνω Etymologie fehlt


κύρτωση

κύρτωση Etymologie fehlt


κυρώνω

κυρώνω Etymologie fehlt


κύρωση

κύρωση altgriechisch κύρωσις κυρόω / κυρῶ κῦρος (2. (Lehnbedeutung) französisch sanction)


κυστεκτομή

κυστεκτομή (entlehnt aus) französisch cystectomie altgriechisch κύστις + ἐκτομή


κύστη

κύστη altgriechisch κύστις κύω indoeuropäisch (Wurzel) *ḱeuh₁- (φουσκώνω, πρήζομαι)


κυστίτιδα

κυστίτιδα (entlehnt aus) französisch cystite altgriechisch κύστις


κύτος

κύτος altgriechisch κύτος


κυτταρίνη

κυτταρίνη κύτταρο + -ίνη (Lehnübersetzung) französisch cellulose


κυτταρίτιδα

κυτταρίτιδα κύτταρο + -ίτιδα


κύτταρο

κύτταρο altgriechisch κύτταρον και κύτταρος (κελί κυψέλης) κύτος


κυτταροβλάστη

κυτταροβλάστη Etymologie fehlt


κυτταρογένεση

κυτταρογένεση Etymologie fehlt


κυτταρολογία

κυτταρολογία κύτταρο + -λογία


κυτταρολόγος

κυτταρολόγος κυτταρο- + -λόγος, (entlehnt aus) Lehnübersetzung von deutsch Zytologe Zyto- + -loge altgriechisch κύτος + -λόγος[1]


κυψέλη

κυψέλη Etymologie fehlt


κυψελίδα

κυψελίδα Koine-Griechisch κυψελίς (1η σημασία) altgriechisch κυψελίς (2. (Lehnbedeutung) französisch cellule)


κύων

κύων altgriechisch κύων


κωδεΐνη

κωδεΐνη Etymologie fehlt


κώδικας

κώδικας Koine-Griechisch κῶδιξ lateinisch codex


κωδίκελλος

κωδίκελλος spätgriechisch κωδίκελλος / κωδίκιλλος lateinisch codicillus codex


κωδικοποίηση

κωδικοποίηση κωδικοποιώ


κωδικοποιώ

κωδικοποιώ κώδικας + ποιώ


κώδιξ

κώδιξ Etymologie fehlt


κώδων

κώδων altgriechisch κώδων


κώδωνας

κώδωνας altgriechisch κώδων


κωδωνοκρουσία

κωδωνοκρουσία Etymologie fehlt


κωδωνοκρούστης

κωδωνοκρούστης κώδωνας + -ο- + κρούω + -της


κωδωνοστάσιο

κωδωνοστάσιο κώδων + -στάσιο


κωλάντερο

κωλάντερο κωλ- + άντερο. siehe auch το μεσαιωνικό κωλόντερον


κωλαράς

κωλαράς κώλος + κατάληξη μεγεθυντικού -αράς


κωλικός

κωλικός Etymologie fehlt


κωλοβαράω

κωλοβαράω κωλο- + βαράω


κωλογλείφτης

κωλογλείφτης κωλο- ( κώλος) + γλείφτης


κωλοδάχτυλο

κωλοδάχτυλο κωλο- + δάχτυλο


κωλομέρι

κωλομέρι κωλο- + μερί. siehe auch mittelgriechisch κωλόμερο


κώλον

κώλον altgriechisch κῶλον


κωλόπαιδο

κωλόπαιδο κωλό- + παιδ(ί) + -ο


κωλόπανο

κωλόπανο mittelgriechisch κωλόπανον. Συγχρονικά ανλύεται σε κωλό- + παν(ί) + -ο


κώλος

κώλος mittelgriechisch κῶλος Koine-Griechisch κῶλος (πρωκτός) altgriechisch κῶλον (μέρος, τμήμα σώματος). Εναλλαγή κωλ-, κολ- (κόλον (τμήμα του παχέως εντέρου) πιθανόν με την επίδραση της lateinischς cūlus (πρωκτός)[1][2]


κωλοσφούγγι

κωλοσφούγγι κωλο- + σφουγγ(ίζω) + -ι


κωλοτούμπα

κωλοτούμπα κωλο- + τούμπα


κωλοτρυπίδα

κωλοτρυπίδα κωλο- + *τρυπίδα (μικρή τρύπα)


κωλότσεπη

κωλότσεπη κωλό- + τσέπη


κωλοφαρδία

κωλοφαρδία κωλόφαρδ(ος) + -ία κωλο- + φαρδ(ύς) + -ία


κωλοφυλλάδα

κωλοφυλλάδα κωλο- + φυλλάδα


κωλοφωτιά

κωλοφωτιά κώλος + φωτιά


κωλοχανείο

κωλοχανείο κωλο- + -χανείο (χάνι)


κωλόχαρτο

κωλόχαρτο κωλό- + χαρτ(ί) + -ο


κώλυμα

κώλυμα altgriechisch


κωλυσιεργία

κωλυσιεργία κωλύω + έργο


κωλυσιεργώ

κωλυσιεργώ αοριστικό θέμα κωλυσ- του κωλύω + έργο


κωλύω

κωλύω altgriechisch κωλύω


κωλώνω

κωλώνω κώλος + -νω


κώμα

κώμα Etymologie fehlt


κωμειδύλλιο

κωμειδύλλιο κωμ(ωδία) + ειδύλλιον, (Lehnübersetzung) französisch comé die-vaudeville[1]



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback