Unser Wörterbuch



Mit dem Online-Wörterbuch von Greeklex.net findest du ganz einfach Übersetzung vom Griechischen ins Deutsche. Unsere Datenbank umfasst derzeit 84000 griechische Wörter und über 25000 Griechisch Deutsch Übersetzungen. Dazu findest du zu jedem Wort weiterführende Informationen wie Beispielsätze, Synonyme und grammatikalische Hinweise. Benutzer können unser Wörterbuch jederzeit auch mit eigenen Einträgen ergänzen. Dank der schnellen und einfachen Suche, eignet sich das Wörterbuch besonders für unterwegs oder für den Urlaub. Unser Griechisch Deutsch Wörterbuch ist besonders geeignet für Griechisch-Anfänger und Griechisch-Lernende, da es eine Suche nach griechischen Wörtern auch ohne orthographische Kenntnisse ermöglicht. Unser Wörterbuch wird regelmäßig erweitern und überarbeitet.

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



αιματολογία

αιματολογία Etymologie fehlt


αιματολόγος

αιματολόγος Etymologie fehlt


αιματοποσία

αιματοποσία Etymologie fehlt


αιματοπότης

αιματοπότης Etymologie fehlt


αιματοσκοπία

αιματοσκοπία αίμα + -ο- + -σκοπία


αιματοσκόπιο

αιματοσκόπιο αίμα + -σκόπιο


αιματουρία

αιματουρία (entlehnt aus) französisch hématurie altgriechisch αἷμα + οὖρον


αιματοχυσία

αιματοχυσία Etymologie fehlt


αιματώδης

αιματώδης Etymologie fehlt


αιμάτωμα

αιμάτωμα altgriechisch αἱμάτωμα


αιματώνω

αιματώνω αίμα


αιμάτωση

αιμάτωση altgriechisch αἱμάτωσις αἱματόω-ῶ


Αιμιλία

Αιμιλία altgriechisch Αἰμιλία lateinisch Aemilia


Αιμίλιος

Αιμίλιος altgriechisch Αἰμίλιος lateinisch Aemilius aemulus (ζηλότυπος, ανταγωνιστής)


αιμοβορία

αιμοβορία αιμοβόρος + -ία


αιμοβόρος

αιμοβόρος αίμα + -βόρος


αιμογλοβίνη

αιμογλοβίνη englisch hemoglobin


αιμοδιψία

αιμοδιψία αιμοδιψής + -ία Koine-Griechisch αἱμόδιψος altgriechisch αἷμα + δίψα


αιμοδοσία

αιμοδοσία (Lehnübersetzung) blood donation


αιμοδότης

αιμοδότης αιμο- + -δότης


αιμοδυναμική

αιμοδυναμική französisch hémodynamique (ελληνογενής γαλλικός όρος) hémo- ( αἱμο-) + dynamique ( δυναμική)


αιμοκάθαρση

αιμοκάθαρση αίμα + κάθαρση


αιμοκαλλιέργεια

αιμοκαλλιέργεια αιμο- + -καλλιέργεια


αιμοληψία

αιμοληψία αίμα + λήψις λαμβάνω


αιμόλυση

αιμόλυση französisch hémolyse altgriechisch αἷμα + λύσις


αιμομεικτικά


αιμομειξία

αιμομειξία Koine-Griechisch αἱμομιξία


αιμομετάγγιση

αιμομετάγγιση αίμα + -ο- + μετάγγιση


αιμομίκτης

αιμομίκτης Etymologie fehlt


αιμομιξία

αιμομιξία Koine-Griechisch αἱμομιξία


αιμοπετάλια


αιμοπετάλιο

αιμοπετάλιο Etymologie fehlt


αιμοποίηση

αιμοποίηση αίμα + -ποίηση


αιμοποσία

αιμοποσία Etymologie fehlt


αιμοπότης

αιμοπότης Etymologie fehlt


αιμόπτυση

αιμόπτυση altgriechisch αἱμόπτυσις


αιμορραγία

αιμορραγία altgriechisch αἱμορραγία αἱμορραγῶ αἷμα + ῥήγνυμι (-ρραγία)


αιμορραγώ

αιμορραγώ Etymologie fehlt


αιμορροΐδα

αιμορροΐδα altgriechisch αἱμορροΐς


αιμορροφιλία

αιμορροφιλία Etymologie fehlt


αιμορροώ

αιμορροώ altgriechisch αἱμορροῶ


Αίμος

Αίμος αίμα. Ο Απολλόδωρος μας αναφέρει ότι το βουνό ονομάστηκε Αίμος von αίμα του Τυφώνα. (Ο Τυφώνας, μαχόμενος πάνω von περιοχή της Θράκης, έριχνε ολόκληρα βουνά προς στον Δία. Ο Δίας τα κεραυνοβολούσε και τα επέστρεφε κατά πάνω του. Το αποτέλεσμα ήταν να πληγωθεί ο Τυφώνας και να χυθεί πάρα πολύ αίμα στο βουνό). Δες και το (2).


αιμόσταση

αιμόσταση (entlehnt aus) französisch hémostase Koine-Griechisch αἱμόστασις


αιμοσφαιρίνη

αιμοσφαιρίνη αίμα + σφαίρα, απόδοση στα ελληνικά του hemoglobin


αιμοσφαιρινουρία

αιμοσφαιρινουρία αιμοσφαιρίνη + ουρία


αιμοσφαίριο

αιμοσφαίριο Etymologie fehlt


αιμοφιλία

αιμοφιλία französisch hémophilie αίμα + -φιλία Wort verwendet ab 1887


αιμοφιλικός

αιμοφιλικός αιμοφιλία


αιμόφιλος

αιμόφιλος αίμα + φίλος


αιμόφυρτος

αιμόφυρτος Koine-Griechisch αἱμόφυρτος αἷμα + φύρω + -τος


αιμωδία

αιμωδία altgriechisch αἱμωδία αἱμωδέω/αἱμωδῶ αἷμα[1] + ὀδούς/ὀδών


Αινείας

Αινείας altgriechisch Αἰνείας


αίνιγμα

αίνιγμα altgriechisch αἴνιγμα αἰνίσσομαι


αινιγματικά

αινιγματικά αινιγματικός


αινιγματικότητα

αινιγματικότητα αινιγματικός + -ότητα


αίνος

αίνος altgriechisch αἶνος


άιντε

άιντε άι + άντε, δάνειο von türkisch haydi[1] ή hayde οθωμανικά τουρκικά هایده (hayde), هایدی (haydi). Συγγενικά: αλβανικά hajde, σλαβομακεδονικά ајде, σερβοκροατικά ајде.


αινώ

αινώ altgriechisch αἰνέω


αιολικός

αιολικός Αίολος + -ικός


αίρεση

αίρεση altgriechisch αἵρεσις von αἱρέω -ῶ= λαμβάνω, κυριεύω


αιρεσιάρχης

αιρεσιάρχης Koine-Griechisch αἱρεσιάρχης αἵρεσις + -άρχης


αίρεσις


αιρετής


αιρετικό


αιρετικός

αιρετικός mittelgriechisch αἱρετικός (ίδια σημασία) altgriechisch αἱρετικός αἱρέω


αίρομαι

αίρομαι Passiv von αίρω


αίρω

αίρω altgriechisch αἴρω ("σηκώνω")


αισθάνομαι

ΔΦΑ : /ɛs.ˈθa.nɔ.mɛ/


αισθαντικά

αισθαντικά αισθαντικός


αισθαντικότητα

αισθαντικότητα αισθαντικός + -ότητα/-ότης


αίσθημα

αίσθημα altgriechisch αἴσθημα αἰσθάνομαι


αισθηματίας

αισθηματίας αίσθημα


αισθηματικά


αισθηματικότητα

αισθηματικότητα αισθηματικός + -ότητα


αισθηματικώς


αισθηματισμός

αισθηματισμός αίσθημα + -ισμός ((Lehnbedeutung) (γαλλικά) sentimentalisme)


αισθηματολογία

αισθηματολογία αίσθημα + -λογία (λόγος)


αισθηματολογώ

αισθηματολογώ αισθηματολόγος + -ώ


αίσθηση

ΔΦΑ : /ˈɛ.sθi.si/


αισθησιακά


αισθησιακό


αισθησιαρχία

αισθησιαρχία αίσθηση, αἴσθησι(ς) + -αρχία, (απόδοση) französisch sensualisme[1]


αισθησιαρχικός

αισθησιαρχικός αισθησιαρχία + -ικός


αισθησιασμός

αισθησιασμός Etymologie fehlt


αισθησιοκρατία

αισθησιοκρατία αίσθηση + -κρατία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;


αίσθησις

αίσθησις altgriechisch αἴσθησις indoeuropäisch (Wurzel) *h₂ewisd- *h₂ew- (βλέπω, παρατηρώ)


αισθητά

έχεις παχύνει αισθητά τώρα τελευταία


αισθητήριο

αισθητήριο substantiviertes Neutrum des Adjektivs: αισθητήριος


αισθητήριον


αισθητής

αισθητής altgriechisch αἰσθητής ((Lehnbedeutung) französisch esthète)


αισθητικά


αισθητική

αισθητική altgriechisch αἰσθητικός αἴσθησις


αισθητικό


αισθητικός

αισθητικός Etymologie fehlt


αισθητικότητα

αισθητικότητα αισθητική + -ότητα


αισθητικώς


αισθητισμός

αισθητισμός αισθητική + -ισμός ((Lehnübersetzung) englisch estheticism esthetics)


αισθητό


αισθητοποίηση

αισθητοποίηση αισθητοποιώ (αισθητοποίησα) + -ση


αισθητοποιώ

αισθητοποιώ αισθητός + -ο- + -ποιώ ((Lehnübersetzung) (γαλλικά) rendre sensible)



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback