αισθάνομαι Verb  [esthanome, aisthanomai]

  Verb
(279)
  Verb
(90)
  Verb
(18)
  Verb
(1)

Etymologie zu αισθάνομαι

ΔΦΑ : /ɛs.ˈθa.nɔ.mɛ/


GriechischDeutsch
Εξετάζοντας τον τρόπο με τον οποίο εκπροσωπούνται επί του παρόντος τα νέα κράτη μέλη στις επιτροπές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, δεν μπορώ παρά να αισθάνομαι απογοήτευση.Wenn ich sehe, in welchem Maße die neuen Mitgliedstaaten derzeit in den Ausschüssen des Europäischen Parlaments vertreten sind, kann ich mich nur entmutigt fühlen.

Übersetzung bestätigt

Εάν ήμουν Ιταλός, θα σκεφτόμουν ότι πρέπει να έχω το δικαίωμα να αισθάνομαι ασφαλής στη χώρα των προγόνων μου.Wenn ich Italiener wäre, würde ich denken, dass ich das Recht habe, mich in dem Land meiner Vorfahren sicher zu fühlen.

Übersetzung bestätigt

Ωστόσο, θα υπάρξουν πολλοί κι εγώ ανάμεσά τους που θα ψηφίσουν υπέρ έχοντας λάβει τη θέση αυτή αισθάνομαι ότι έχω την ηθική υποχρέωση να το κάνω.Es werden jedoch auch viele, so wie ich, dafür stimmen, weil sie sich moralisch dazu verpflichtet fühlen, diese Position einzunehmen.

Übersetzung bestätigt

Το γεγονός ότι υποστηρίζω κάτι τέτοιο σε καμία περίπτωση δεν με κάνει να αισθάνομαι σαν εγκληματίας.Ich unterstütze und ich habe auch bereits diesbezügliche Änderungsanträge eingereicht die Aufnahme des Roten Thuns in den Anhang II. Diese Unterstützung lässt mich wahrlich nicht wie einen Verbrecher fühlen.

Übersetzung bestätigt

εξ ονόματος της ομάδας EFD. Κύριε Πρόεδρε, μετά την ανάγνωση της ετήσιας εκθέσεως του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή για το έτος 2009 αισθάνομαι την υποχρέωση να επαινέσω τον κ. Διαμαντούρο γιατί εκπροσωπεί και υπηρετεί επάξια τον θεσμό ο οποίος ενώνει τους ευρωπαίους πολίτες και τους δημιουργεί ασφαλές αίσθημα καταφυγής.Herr Präsident, nachdem ich den Bericht des Europäischen Bürgerbeauftragten für das Jahr 2009 gelesen habe, muss ich Herrn Diamandouros loben, weil er ehrenvoll die Institution vertritt und ihr dient, die die europäischen Bürgerinnen und Bürger vereint und sie sicher fühlen lässt.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
νιώθω
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu αισθάνομαι

Aktiv/Middle
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αισθάνομαιαισθανόμαστε
αισθάνεσαιαισθάνεστε, αισθανόσαστε
αισθάνεταιαισθάνονται
Imper
fekt
αισθανόμουν(α)αισθανόμαστε, αισθανόμασταν
αισθανόσουν(α)αισθανόσαστε, αισθανόσασταν
αισθανόταν(ε)αισθάνονταν, αισθανόντανε, αισθανόντουσαν
Aoristαισθάνθηκααισθανθήκαμε
αισθάνθηκεςαισθανθήκατε
αισθάνθηκεαισθάνθηκαν, αισθανθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω αισθανθείέχουμε αισθανθεί
έχεις αισθανθείέχετε αισθανθεί
έχει αισθανθείέχουν αισθανθεί
Plu
per
fekt
είχα αισθανθείείχαμε αισθανθεί
είχες αισθανθείείχατε αισθανθεί
είχε αισθανθείείχαν αισθανθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αισθάνομαιθα αισθανόμαστε
θα αισθάνεσαιθα αισθάνεστε, θα αισθανόσαστε
θα αισθάνεταιθα αισθάνονται
Fut
ur
θα αισθανθώθα αισθανθούμε
θα αισθανθείςθα αισθανθείτε
θα αισθανθείθα αισθανθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αισθανθείθα έχουμε αισθανθεί
θα έχεις αισθανθείθα έχετε αισθανθεί
θα έχει αισθανθείθα έχουν αισθανθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αισθάνομαινα αισθανόμαστε
να αισθάνεσαινα αισθάνεστε, να αισθανόσαστε
να αισθάνεταινα αισθάνονται
Aoristνα αισθανθώνα αισθανθούμε
να αισθανθείςνα αισθανθείτε
να αισθανθείνα αισθανθούν(ε)
Perfνα έχω αισθανθείνα έχουμε αισθανθεί
να έχεις αισθανθείνα έχετε αισθανθεί
να έχει αισθανθείνα έχουν αισθανθεί
Imper
ativ
Presαισθάνεστε
Aoristαισθανθείτε
Part
izip
Presαισθανόμενος
Perf
InfinAoristαισθανθεί











Griechische Definition zu αισθάνομαι

αισθάνομαι [esθánome] .2β (χωρίς μππ.) : 1α.αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου: αισθάνομαι ζέστη, ζεσταίνομαι. αισθάνομαι κρύο, κρυώνω. αισθάνομαι δίψα, διψώ. αισθάνομαι αδυναμία. Aισθάνθηκε ξαφνικά ένα δυνατό πόνο στο στομάχι. || (επέκτ. για συναίσθημα, για ψυχική κατάσταση) νιώθω: αισθάνομαι χαρά, χαίρομαι. αισθάνομαι λύπη, λυπάμαι. αισθάνομαι φόβο, φοβάμαι. αισθάνομαι αγάπη, αγαπώ. αισθάνομαι έρωτα, ερωτεύομαι. αισθάνομαι μίσος, μισώ. αισθάνομαι ενοχή / ευτυχία. αισθάνομαι χαρούμενος / λυπημένος / ένοχος / ερωτευμένος / ευτυχισμένος. β. έχω, διατηρώ τις αισθήσεις μου: Δεν αισθάνεται πια· είναι σε κώμα. || (σπάν.) ζω: Δεν πέθανε· αισθάνεται ακόμα. γ. καταλαβαίνω ότι βρίσκομαι σε ορισμένη κατάσταση από φυσική άποψη: αισθάνομαι (ότι είμαι) νέος / γέρος / υγιής. Ο άρρωστος αισθάνεται καλά / χειρότερα. (έκφρ.) αισθάνομαι μείον*. || (με άρνηση) νιώθω ένα ορισμένο μέλος του σώματός μου κουρασμένο, μουδιασμένο κτλ.: Δεν αισθάνομαι τα χέρια / το πόδι / τη μέση μου. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback