Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischδογματίζω Koine-Griechisch δογματίζω ((Lehnübersetzung) französisch dogmatiser)
αποπληρώνω Koine-Griechisch ἀποπληρόω, -ῶ
αργυροχόος Koine-Griechisch ἀργυροχόος ἄργυρος + χέω
αποθησαυρίζω Koine-Griechisch ἀποθησαυρίζω altgriechisch θησαυρίζω θησαυρός (2. (Lehnbedeutung) französisch thésauriser)
σταλάζω Koine-Griechisch σταλάζω altgriechisch σταλάσσω / στάζω proto-indogermanisch *steh₂g-
λιχνίζω mittelgriechisch λιχνίζω Koine-Griechisch λικνίζω / λικμίζω altgriechisch λικμάω / λικμῶ λικμός
ρημάζω Koine-Griechisch ἐρημάζω ἔρημος
προδιαγράφω Koine-Griechisch προδιαγράφω altgriechisch διαγράφω γράφω ((Lehnbedeutung) französisch prescrire)
πιλοποιός Koine-Griechisch πιλοποιός altgriechisch πῖλος + ποιέω
ερέα Koine-Griechisch altgriechisch εἶρος (ἔριον, μαλλί)
περισυλλέγω Koine-Griechisch περί + συλλέγω
καριοφίλι türkisch karanfil [1] (γαρίφαλο, λόγω του σχήματος της κάννης ή των διακοσμητικών μοτίβων που έφερε) osmanisch türkisch قرنفل (karanfil) arabisch قَرَنْفِل (qaranfil) Koine-Griechisch καρυόφυλλον
ενδυναμώνω Koine-Griechisch ἐνδυναμόω / ἐνδυναμῶ ἐν + δυναμόω / δυναμῶ altgriechisch δύναμις
εκθειασμός Koine-Griechisch ἐκθειασμός
χαμαιτυπείο Koine-Griechisch χαμαιτυπεῖον χαμαιτύπη (=πόρνη) altgriechisch χαμαί + τυπή / τύπτω (επειδή οι πόρνες φορούσαν σανδάλια με ανάγλυφο πάτο, von οποίο γράφονταν στο χώμα "ΕΠΟΥ" δηλαδή "ακολούθα")
εδραιώνω Koine-Griechisch ἑδραιόω / ἑδραιῶ altgriechisch ἕδρα
δικαιοκρίτης Koine-Griechisch δῐκαιοκρῐ́της altgriechisch δίκαιος + κρίνω
βραχμανισμός βραχμάνος + -ισμός Koine-Griechisch Βραχμάν
καράτι italienisch carato mittellateinisch caratus arabisch قيراط (qīrāṭ) Koine-Griechisch κεράτιον altgriechisch κεράτιον, υποκοριστικό του κέρας (αντιδάνειο)
εβένινος Koine-Griechisch ἐβένινος ἔβεν(ος) + -ινος
αποφορτίζω Koine-Griechisch ἀποφορτίζω (1.(Lehnbedeutung) französisch décharger)
μωλωπίζω Koine-Griechisch altgriechisch μώλωψ + -ίζω
μοιρολογώ Koine-Griechisch μοιρολογῶ μοῖρα + λέγω
αποπερατώνω Koine-Griechisch ἀποπερατόω / ἀποπερατῶ ἀπό + altgriechisch περατόω / περατῶ πέρας
αυτοπάθεια Koine-Griechisch αὐτοπάθεια
ιεροδιδάσκαλος (λόγιο) Koine-Griechisch ἱεροδιδάσκαλος (για τον ποντίφικα της Ρώμης).[1] Συγχρονικά αναλύεται σε ιερο- + διδάσκαλος
ψαθί mittelgriechisch ψιαθίν Koine-Griechisch ψιαθίον (υποκοριστικό του ψίαθος)
κωσταντινάτο mittelgriechisch *κωνσταντινάτον (βλ ἁγιοκωνσταντινάτον) Koine-Griechisch Κωνσταντῖνος lateinisch Constantinus constans consto con + sto proto-italienisch *staēō proto-indogermanisch *sth₂éh₁yeti *steh₂- (ἵστημι)
δυστροπώ δύστροπος + -ώ Koine-Griechisch δυστροπώ δυσ- + altgriechisch τρόπος τρέπω
συγχρωτίζομαι Koine-Griechisch συγχρωτίζομαι σύν + altgriechisch χρώς
ασυγκίνητα ασυγκίνητος + -α Koine-Griechisch ἀσυγκίνητος altgriechisch συγκινέω / συγκινῶ σύν + κινέω / κινῶ
αξιότητα Koine-Griechisch ἀξιότης
νεκρομαντεία (λόγιο) Koine-Griechisch νεκρομαντεία.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε νεκρο- (νεκρ(ός) + -ο-) + -μαντεία
γογγυσμός Koine-Griechisch γογγυσμός γογγύζω Onomatopoetikum
αντιπαράταξη Koine-Griechisch ἀντιπαράταξις altgriechisch ἀντιπαρατάσσομαι ἀντί + παρά + τάσσω
αναχωρητήριο mittelgriechisch ἀναχωρητήριον Koine-Griechisch ἀναχωρητής altgriechisch ἀναχωρέω / ἀναχωρῶ χωρέω / χωρῶ
ερειπιώνας Koine-Griechisch ἐρειπιών altgriechisch ἐρείπιον ἐρείπω
αντιλαλώ Koine-Griechisch ἀντιλαλέω / ἀντιλαλῶ ἀντί + altgriechisch λαλέω / λαλῶ
λαφυραγωγώ Koine-Griechisch λαφυραγωγέω, -ῶ
αυξομειώνω Koine-Griechisch αὐξομειόω / αὐξομειῶ
σπιλώνω Koine-Griechisch σπιλόω / σπιλῶ altgriechisch σπίλος
ημερονύκτιο Koine-Griechisch ἡμερονύκτιον
διασκελισμός διασκελίζω + -μός mittelgriechisch διασκελίζω Koine-Griechisch διασκελίζομαι διά + altgriechisch σκέλος ((Lehnübersetzung) französisch enjambement)
υφέν Koine-Griechisch ὑφέν ὑφ’ + ἕν altgriechisch εἷς
ξεπουλώ mittelgriechisch ξεπουλῶ von αόριστο ή άλλο τύπο του (Koine-Griechisch ή μεταγενέστερη λέξη) ἐκπωλῶ altgriechisch πωλέω-πωλῶ
θηριομαχία Koine-Griechisch θηριομαχία θηριομάχος
ηθολόγος Koine-Griechisch ἠθολογία, (Lehnbedeutung) französisch éthologue ήθ(ος) + -ο- + -λόγος
ευνοήτως mittelgriechisch ευνοήτως Koine-Griechisch εὐνόητος
εξεργασία (λόγιο) Koine-Griechisch ἐξεργασία. Συγχρονικά αναλύεται σε εξ- + εργασία
φραγγέλιο Koine-Griechisch φραγγέλιον lateinisch flagellum (υποκοριστικό του flagrum) + κατάληξη υποκοριστικού -ιον
ζείδωρος Koine-Griechisch ζείδωρος altgriechisch ζείδωρος
πολυανδρία Koine-Griechisch πολυανδρία πολύς + άνδρας
επικαταλλαγή Koine-Griechisch ἐπικαταλλαγή altgriechisch ἐπικαταλλάσσω
προμηθεύω Koine-Griechisch προμηθεύομαι altgriechisch προμηθής (προνοητικός) πρό + μῆτις indoeuropäisch (Wurzel) *meh₁- (μετρώ) ((Lehnbedeutung) französisch pourvoir)
λογιότητα Koine-Griechisch λογιότης
λιγώνω Koine-Griechisch ὀλιγόω / ὀλιγῶ altgriechisch ὀλίγος
διοπτρική (entlehnt aus) französisch dioptrique Koine-Griechisch διοπτρικός διόπτρα δι- + altgriechisch ὁρῶ
δαιμονίζομαι Passiv von δαιμονίζω Koine-Griechisch δαιμονίζομαι
κληρικαλισμός (entlehnt aus) französisch cléricalisme cléricale mittellateinisch clericus Koine-Griechisch κληρικός
ενστερνισμός ενστερνίζομαι + -μός Koine-Griechisch ἐνστερνίζομαι
πλύντης Koine-Griechisch πλύντης altgriechisch πλύνω
αφιερωτής Koine-Griechisch ἀφιερωτής
πραίτορας Koine-Griechisch πραίτωρ lateinisch praetor *praeitor praeeo prae + eo
καθηλώνω Koine-Griechisch καθηλῶ κατά (καθ-) + ἧλος (καρφώνω)
εναγκαλίζομαι Koine-Griechisch ἐναγκαλίζομαι ἐν + ἀγκαλίζομαι altgriechisch ἀγκάλη
ανέσπερος Koine-Griechisch ἀνέσπερος
αναστηλώνω ἀναστηλώνω στην (Katharevousa) mittelgriechisch ἀναστηλώνω Koine-Griechisch ἀναστηλόω-ἀναστηλῶ ανά + στηλόω (στήνω, αφιερώνω μνημείο, τάμα)
συσκέπτομαι Koine-Griechisch συσκέπτομαι σύν + altgriechisch σκέπτομαι proto-griechisch *sképťomai proto-indogermanisch *skep-ye- *speḱ- (βλέπω, παρατηρώ)
επιγραμματοποιός Koine-Griechisch ἐπιγραμματοποιός
γυναικωνίτης Koine-Griechisch γυναικωνῖτις altgriechisch γυναικών γυνή proto-indogermanisch *gʷḗn- *gʷen- (γυναίκα) + *-h₂-
απελπισμός Koine-Griechisch ἀπελπισμός
ματόκλαδο mittelgriechisch ματόκλαδο / ομματόκλαδον όμμα + Koine-Griechisch κυλάδες / κύλα (το κάτω von μάτι τμήμα· με παρετυμολογία από τη λέξη κλαδί)
εικονίζω Koine-Griechisch εἰκονίζω altgriechisch εἰκών
δυσχρηστία Koine-Griechisch δυσχρηστία altgriechisch δύσχρηστος
καταπίστευμα Koine-Griechisch καταπιστεύω (: εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον, έχω πίστη, πεποίθηση σε κάποιον) + -μα ≤ neulateinisch fideicommissum (: αυτό που εμπιστεύθηκε με διαθήκη) Wort verwendet ab 1840
βατίστα italienisch batista französisch batiste Baptiste Koine-Griechisch βαπτιστής (αντιδάνειο) altgriechisch βαπτίζω
ιερουργώ Koine-Griechisch ἱερουργῶ
απόπλυμα Koine-Griechisch ἀπόπλυμα
χειροπέδη Koine-Griechisch χείρ + πέδη
ξεφουρνίζω ξε + φουρνίζω φούρνος Koine-Griechisch φοῦρνος lateinisch furnus indoeuropäisch (Wurzel) *gwher
διατιμώ Koine-Griechisch διατιμάω / διατιμῶ (παρόμοια σημασία) altgriechisch διατιμάω / διατιμῶ τιμάω / τιμῶ τιμή
αφιλοχρηματία Koine-Griechisch ἀφιλοχρηματία ἀφιλοχρήματος
επικρουστήρας Koine-Griechisch ἐπικρουστήριον altgriechisch ἐπικρούω
βρακοζώνι mittelgriechisch βρακοζώνι[1] βρακί / βράκα ( Koine-Griechisch βράκαι lateinisch bracae, Mehrzahl von braca γαλατικά brāca proto-deutsch *brāks / *brōks (γλουτοί, παντελόνι) proto-indogermanisch *bʰrāg- (γλουτοί, παντελόνι) *bʰreg-: σπάω, χωρίζω) + ζώνη
βυζανιάρικο mittelgriechisch βυζανιάρικο, Maskulinum von βυζανιάρικος βυζανιάρης mittelgriechisch βυζάνω βυζί(ν) Koine-Griechisch βύζιον
αναθάρρηση Koine-Griechisch ἀναθαρρέω
πτοώ Koine-Griechisch πτοῶ
πτερνιστήρας mittelgriechisch πτερνιστήρ Koine-Griechisch πτερνίζω altgriechisch πτέρνα
ξάρτι mittelgriechisch ξάρτι, ξάρτιον, ἐξάρτιον Koine-Griechisch ἐξάρτιος ἐξαρτῶ
λακωνισμός Koine-Griechisch λακωνισμός (ίδια σημασία) altgriechisch λακωνισμός λακωνίζω Λάκων
κωνίο Koine-Griechisch κωνίον altgriechisch κῶνος ((Lehnübersetzung) englisch cone)
αποδεκατίζω Koine-Griechisch ἀποδεκατίζω ((Lehnbedeutung) französisch décimer)
εξευμενισμός Koine-Griechisch ἐξευμενισμός
διμηνία (λόγιο) Koine-Griechisch διμηνία[1] altgriechisch δίμηνος δι- + μήν proto-griechisch *méns proto-indogermanisch *mḗh₁n̥s *meh₁- (μετρώ)
στριγκλίζω mittelgriechisch στριγγίζω Koine-Griechisch στρίξ
γαλατσίδα mittelgriechisch γαλατσίδα γαλατσίς Koine-Griechisch γαλακτίς altgriechisch γάλα
πιστάγκωνα mittelgriechisch πιστάγκωνα Koine-Griechisch ὀπισθάγκωνα ὄπισθεν + ἀγκών
σπονδείος Koine-Griechisch σπονδεῖος
ξεφούρνισμα ξεφουρνίζω + -μα φούρνος Koine-Griechisch φοῦρνος lateinisch furnus indoeuropäisch (Wurzel) *gwher
ομοφυλία Koine-Griechisch ὁμοφυλία altgriechisch ὁμόφυλος ὁμοῦ + φίλος
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.