Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischκελάρης[1] mittelgriechisch κελάρης/κελλάρης κελλάριν Koine-Griechisch κελλάριον spätlateinisch cellarium lateinisch cella
αποβροχάρης απόβροχο + -άρης απόβροχος Koine-Griechisch ἀποβροχή ἀπό + βροχή altgriechisch βρέχω
χρεοκοπώ Koine-Griechisch χρεoκοπῶ ή χρεωκοπῶ, συνηρημέοι τύποι του χρεοκοπέω / χρεωκοπέω altgriechisch χρέος / χρέως + κόπτω
μωρολογώ Koine-Griechisch μωρολογέω / μωρολογῶ
γέλασμα Koine-Griechisch γέλασμα
φουρνάρικο φούρνος + -άρικο Koine-Griechisch φοῦρνος lateinisch furnus indoeuropäisch (Wurzel) *gwher
προσφάι mittelgriechisch προσφάγι Koine-Griechisch προσφάγιον
ευστοχώ Koine-Griechisch εὐστοχέω / εὐστοχῶ altgriechisch εὔστοχος
αναπέμπω Koine-Griechisch ἀναπέμπω altgriechisch ἀνά + πέμπω
εκσπερματίζω Koine-Griechisch ἐκσπερματίζω
σφαλίζω mittelgriechisch σφαλίζω (αποκλείω) Koine-Griechisch ἀσφαλίζω
οπισθοδρομώ Koine-Griechisch ὀπισθοδρομέω / ὀπισθοδρομῶ ὀπισθοδρόμος altgriechisch ὄπισθεν + δρόμος (2.(Lehnbedeutung) französisch rétrograder)
επιχορηγώ Koine-Griechisch ἐπιχορηγέω / ἐπιχορηγῶ ἐπί + altgriechisch χορηγέω / χορηγῶ χορός + ἄγω
αντιπαλεύω Koine-Griechisch ἀντιπαλαίω + -εύω
αγγαρεύω Koine-Griechisch ἀγγαρεύω altgriechisch ἄγγαρος persisch akkadisch
τρίγλυφο Koine-Griechisch τρίγλυφον altgriechisch τρίγλυφος τρι- + γλύφω
καμπανίτης Καμπανία + -ίτης Koine-Griechisch Καμπανία lateinisch Campania campus indoeuropäisch (Wurzel) *kamp- ((Lehnbedeutung) französisch champagne)
αυταρχία Koine-Griechisch αὐταρχία ((Lehnbedeutung) französisch autocratie)
αποσκιρτώ Koine-Griechisch ἀποσκιρτῶ
ανελεήμων Koine-Griechisch ἀνελεήμων
ανασκαλεύω Koine-Griechisch ἀνασκαλεύω ἀνά + σκαλεύω / σκάλλω
λιποτακτώ Koine-Griechisch λιποτακτῶ
σχετίζω σχετικός + -ίζω Koine-Griechisch σχετικός altgriechisch σχέσις ἔχω proto-indogermanisch *seǵʰ- (έχω, κατέχω) ((Lehnübersetzung) französisch être en relations ή mettre en relation)
βογκώ mittelgriechisch βογκίζω και βογκῶ Koine-Griechisch γογγύζω
εποφθαλμιώ Koine-Griechisch ἐποφθαλμιάω - ἐποφθαλμιῶ
βλοσυρότητα Koine-Griechisch βλοσυρότης altgriechisch βλοσυρός
αποσβολώνω Koine-Griechisch ἀπασβολοῦμαι
αντρομίδα Katharevousa ενδρομίς Koine-Griechisch ἐνδρομίς ἔνδρομος ἐν + δρόμος
χελώνι Koine-Griechisch χελώνιον
χειραγωγώ Koine-Griechisch χειραγωγέω / χειραγωγῶ altgriechisch χείρ + ἄγω
απότιστος Koine-Griechisch ἀπότιστος
προϋπάντηση mittelgriechisch προϋπάντησις Koine-Griechisch προϋπαντάω / προϋπαντῶ altgriechisch ὑπαντάω / ὑπαντῶ ὑπό + ἀντάω / ἀντῶ ἀντί proto-indogermanisch *h₂énti *h₂énts *h₂ent- (μπροστά)
εξοικειώνω (λόγιο) Koine-Griechisch ἐξοικειῶ (συνηρημένου τύπου του ἐξοικειόω) + -ώνω[1]
γύρωθε mittelgriechisch γύρωθεν / γύροθεν Koine-Griechisch γυρόθεν γῦρος
ανασκολόπιση Koine-Griechisch ἀνασκολόπισις
αγαλλιάζω Koine-Griechisch ἀγαλλιῶ
ανθράκευση ανθρακεύω + -ση Koine-Griechisch ἀνθρακεύω altgriechisch ἄνθραξ, Lehnübersetzung από τη französisch charbonnage
παραγκωνίζω (λόγιο) Koine-Griechisch παραγκωνίζω. Μορφολογικά αναλύεται σε παρ- (παρα-) + αγκών(ας) + -ίζω
εκχερσώνω mittelgriechisch ἐκχερσῶ[1] ἐκ + Koine-Griechisch χερσόω, -ῶ altgriechisch χέρσος[2] ((Lehnübersetzung) νέα ελληνική ξεχερσώνω)
άδενδρος : α- στερητικό + δέντρο Koine-Griechisch ἄδενδρος
χασμωδία Koine-Griechisch χασμωδία χασμώδης χάσμα χαίνω
στυλώνω mittelgriechisch στυλώνω Koine-Griechisch στυλόω / στυλῶ altgriechisch στῦλος
σκληραγωγώ Koine-Griechisch σκληραγωγέω / σκληραγωγῶ altgriechisch σκληρός + ἄγω
εκφορτώνω mittelgriechisch ἐκφορτόω Koine-Griechisch ἐκ + φορτόω altgriechisch φόρτος φέρω
δάρτης Koine-Griechisch δάρτης altgriechisch δέρω / δείρω indoeuropäisch (Wurzel) *derǝ-
εικονογραφώ Koine-Griechisch εἰκονογραφέω / εἰκονογραφῶ altgriechisch εἰκονογράφος εἰκών + γράφω
χόρτασμα mittelgriechisch ή Koine-Griechisch altgriechisch χορτάζω
στειρώνω Koine-Griechisch στειρῶ altgriechisch στεῖρος
πλουμί πλουμίον Koine-Griechisch πλοῦμον lateinisch pluma
κατολισθαίνω Koine-Griechisch κατολισθάνω κατά + altgriechisch ὀλισθάνω
ξαποστέλνω Koine-Griechisch ἐξαποστέλλω
γλακώ mittelgriechisch γλακῶ (τρέχω, βιάζομαι) Koine-Griechisch ἐκλακῶ ἐκ + λακῶ. siehe auch λακάω
φεγγοβολώ Koine-Griechisch ή μεταγενέστερη φεγγοβολῶ
ξυπνός mittelgriechisch ξυπνός Koine-Griechisch ἔξυπνος ἐξ + altgriechisch ὕπνος
προθερμαίνω Koine-Griechisch προθερμαίνω προ + θερμαίνω θερμός ((Lehnbedeutung) (αγγλικά) warm up· ή (γερμανικά) anwärmen)
διβολίζω Koine-Griechisch διβολέω / διβολῶ altgriechisch δίβολος δι- + βάλλω
αναβάπτισμα Koine-Griechisch ἀναβάπτισμα
ολιγόπιστος Koine-Griechisch ὀλιγόπιστος altgriechisch ὀλίγος + πίστις
αποξέστης αποξέω + -της Koine-Griechisch ἀποξέω ἀπό + altgriechisch ξέω
τσιρλιό τσιρλί + -ό τσιρλώ (αναδρομικός σχηματισμός) Koine-Griechisch τιλάω / τιλῶ τῖλος altgriechisch τίλλω
καταστρατηγώ Koine-Griechisch καταστρατηγέω - καταστρατηγῶ
εποικοδομή Koine-Griechisch ἐποικοδομή
γείσωμα Koine-Griechisch γείσωμα γεῖσον
ανεξομολόγητος Koine-Griechisch ἀνεξομολόγητος
κοχλάζω Koine-Griechisch κοχλάζω altgriechisch καχλάζω[1] Δεν έχει ετυμολογική σχέση ο κοχλίας.
εξαποστέλλω Koine-Griechisch ἐξαποστέλλω
δημοκοπώ Koine-Griechisch δημοκοπέω / δημοκοπῶ
αναβίβαση (Katharevousa) ἀναβίβασις mittelgriechisch ἀναβίβασις Koine-Griechisch ἀναβιβασμός
επιμερίζω Koine-Griechisch ἐπιμερίζω ἐπί + altgriechisch μερίζω μέρος
μεγαλορρημοσύνη Koine-Griechisch μεγαλορρημοσύνη μεγαλορρήμων
φλόμος Koine-Griechisch φλόμος (Maskulinum) altgriechisch φλόμος (Femininum)
φερειπείν Koine-Griechisch φέρ' εἰπεῖν φέρω + εἰπεῖν
καννάβι mittelgriechisch καννάβι(ν) Koine-Griechisch καννάβιον, υποκοριστικό του (altgriechisch ) κάνναβις
κρωγμός Koine-Griechisch κρωγμός altgriechisch κρώζω Onomatopoetikum
ενηλικιώνομαι mittelgriechisch ἐνηλικιόω[1] Koine-Griechisch ἐνηλικιόομαι ἐνήλικος altgriechisch ἐν ἡλικίᾳ
κατακεραυνώνω Koine-Griechisch κατακεραυνόω / κατακεραυνῶ (2.(Lehnübersetzung) französisch foudroyer)
ενυπόστατος Koine-Griechisch ἐνυπόστατος ἐν + ὑποστατός ὑφίσταμαι ἵστημι indoeuropäisch (Wurzel) *stísteh₂- *steh₂-
δυσκρασία Koine-Griechisch δυσκρασία δυσ- + altgriechisch κρᾶσις κεράννυμι
αποτυμπανισμός Koine-Griechisch ἀποτυμπανισμός
επιψήφιση επιψηφί(ζω) + -ση, Διαφορετικής σημασίας η Koine-Griechisch ἐπιψήφισις (ακριβής μέτρηση)[1]
αρχιτελώνης Koine-Griechisch ἀρχιτελώνης altgriechisch ἀρχή + τελώνης τέλος indoeuropäisch (Wurzel) *kʷel- (κινώ, στρίβω)
ξεπάγιασμα mittelgriechisch ξεπαγιασμός ξεπαγιάζω ξε και πάγος ίσως από Koine-Griechisch ἐκπνήγνυμαι
μωραίνω Koine-Griechisch μωραίνω altgriechisch μωρός
ξελιγώνω mittelgriechisch ξελιγώνω (συνέρχομαι από λιποθυμία) ξε- και ὀλιγώνω Koine-Griechisch ή ελληνιστική ὀλιγόω
εκσκάπτω Koine-Griechisch ἐκσκάπτω ἐκ + altgriechisch σκάπτω
ευαρεστούμαι Koine-Griechisch εὐαρεστέομαι, Passiv von εὐαρεστές εὐάρεστος altgriechisch εὖ + ἀρέσκω
συσπειρώνω Koine-Griechisch συσπειρόω / συσπειρῶ altgriechisch σπεῖρα proto-indogermanisch *sper- (συστρέφω, γυρίζω)
ψυχομαχώ Koine-Griechisch ψυχομαχέω / ψυχομαχῶ (αγωνίζομαι μέχρις εσχάτων) altgriechisch ψυχή + μάχη
συμμορφώνω Koine-Griechisch συμμορφόω / συμμορφῶ
ετυμολόγος Koine-Griechisch ἐτυμολόγος altgriechisch ἐτυμολογέω/ἐτυμολογῶ ἔτυμ(ος) + -ο- + -λόγος
διωκτικός Koine-Griechisch διωκτικός altgriechisch διώκω
χοροστατώ Koine-Griechisch χοροστατέω / χοροστατῶ altgriechisch χοροστάτης χορός + ἵστημι
συσφίγγω Koine-Griechisch συσφίγγω σύν + altgriechisch σφίγγω
βραδύνοια Koine-Griechisch
ενυδατώνω εν- + Koine-Griechisch ὑδατόω / ὑδατῶ + -ώνω ((Lehnübersetzung) französisch hydrater)
υποδουλώνω mittelgriechisch ὑποδουλῶ + -ώνω Koine-Griechisch ὑπόδουλος ὑπό + altgriechisch δοῦλος
πασαλείφω Koine-Griechisch πισσαλοιφέω / πισσαλοιφῶ altgriechisch πίσσα + ἀλείφω
βρεφοκτόνος (λόγιο) Koine-Griechisch βρεφοκτόνος. Συγχρονικά αναλύεται σε βρεφο- + -ο- + -κτόνος ( κτείνω)
αναγεννώ Koine-Griechisch ἀναγεννάω / ἀναγεννῶ altgriechisch γεννάω / γεννῶ
περιστοιχίζω Koine-Griechisch περιστοιχίζω περί + altgriechisch στοιχίζω στοῖχος στείχω indoeuropäisch (Wurzel) *steygʰ- (περπατώ)
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.