Griechische Wörter mit Koine-Griechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



βράση

βράση Koine-Griechisch βράσις βράζω altgriechisch βράσσω


βραχμάνας

βραχμάνας Koine-Griechisch Βραχμάν sanskritisch ब्राह्मण (brā́hmaṇa) ρίζα बृंहति (bṛṃhati) proto-indogermanisch *bʰerǵʰ- (ανυψώνω, ανυψώνομαι)


βραχμανισμός

βραχμανισμός βραχμάνος + -ισμός Koine-Griechisch Βραχμάν


βράχος

βράχος mittelgriechisch βράχος (Maskulinum) Koine-Griechisch βράχος (τὸ βράχος) (Neutrum) (που μεταπλάστηκε σε αρσενικό με μεγεθυντική σημασία) altgriechisch βραχέα (ὕδατα) (πληθυντικός) altgriechisch βραχύς [1] Η αρχική σημασία δήλωνε τα ρηχά νερά της θάλασσας και, στη συνέχεια, και τις απόκρημνες πετρώδεις ακτές


βρεφοκτονία

βρεφοκτονία mittelgriechisch βρεφοκτονία Koine-Griechisch βρεφοκτόνος altgriechisch βρέφος + -κτονία ( κτείνω )


βρεφοκτόνος

βρεφοκτόνος (λόγιο) Koine-Griechisch βρεφοκτόνος. Συγχρονικά αναλύεται σε βρεφο- + -ο- + -κτόνος ( κτείνω)


βρίζα

βρίζα Koine-Griechisch βρίζα, θρακικής ή μακεδονικής προέλευσης, άγνωστης ετυμολογίας[1]


βρογχοκήλη

βρογχοκήλη Koine-Griechisch βρογχοκήλη altgriechisch βρόγχος + κήλη


βρόμιο

βρόμιο Καθαρεύουσα βρόμιον ή βρώμιον, (αντιδάνειο) französisch brome Koine-Griechisch βρόμος ή βρῶμος βρῶμος “δυσωδία”. Wort verwendet ab 1876.[1] Η γραφή βρόμιο θεωρείται σωστότερη (βλ. ετυμολογία του βρόμα). Επίσης, βλ. βρομώ για την αρχική σημασία: “θορυβώ, κάνω κρότο”.


βροντόφωνος

βροντόφωνος Koine-Griechisch βροντόφωνος


βροχή

βροχή Koine-Griechisch βροχή βρέχω


βρόχι

βρόχι mittelgriechisch βρόχι(ν) Koine-Griechisch βρόχιον altgriechisch βρόχος


βυζανιάρικο

βυζανιάρικο mittelgriechisch βυζανιάρικο, Maskulinum von βυζανιάρικος βυζανιάρης mittelgriechisch βυζάνω βυζί(ν) Koine-Griechisch βύζιον


βυζί

βυζί mittelgriechisch βυζί(ν) Koine-Griechisch βύζιον βυζόν βύζην proto-indogermanisch *bheu-ə- (φουσκώνω, κάμπτω, καμπυλώνω)


βύνη

βύνη Koine-Griechisch βύνη


βυρσοδεψείο

βυρσοδεψείο Koine-Griechisch βυρσοδεψεῖον altgriechisch βυρσοδέψης βύρσα + δέψω


βυτίο

βυτίο Koine-Griechisch *βυτίον βυτίνη / πυτίνη


γάγγλιο

γάγγλιο Koine-Griechisch γάγγλιον


γαζία

γαζία venezianisch gazia italienisch acacia spätlateinisch acacia Koine-Griechisch ἀκακία (αντιδάνειο) altgriechisch ἀκή indoeuropäisch (Wurzel) *h₂ḱrós (κοφτερός, αιχμηρός) *h₂eḱ- +‎ *-rós


γαλάζιος

γαλάζιος mittelgriechisch γαλάζιος Koine-Griechisch κάλαϊς


γαλαρία

γαλαρία venezianisch galaria mittellateinisch galeria[1] (9ος αιώνας μ.Χ.) lateinisch Galilaea Koine-Griechisch Γαλιλαία (αντιδάνειο) hebräisch גלילה (gliláh) גליל (galíl: κύλινδρος)


γαλατσίδα

γαλατσίδα mittelgriechisch γαλατσίδα γαλατσίς Koine-Griechisch γαλακτίς altgriechisch γάλα


γαλήνιος

γαλήνιος Koine-Griechisch γαλήνιος altgriechisch γαλήνη indoeuropäisch (Wurzel) *ǵelh₂-


γαλουχία

γαλουχία Koine-Griechisch γαλουχία altgriechisch γάλα + ἔχω


γαλουχώ

γαλουχώ Koine-Griechisch γαλουχῶ (θηλάζω) γάλα + έχω


γανωτής

γανωτής Koine-Griechisch γανωτής γανόω / γανῶ


γαργάλημα

γαργάλημα Koine-Griechisch γαργαλισμός γαργαλίζω γάργαλος


γαργάρα

γαργάρα Koine-Griechisch γαργαρίζω Onomatopoetikum (από αναδιπλασιασμό τού «γαρ-γαρ»)


γαργαρίζω

γαργαρίζω Koine-Griechisch γαργαρίζω Onomatopoetikum


γαρίφαλο

γαρίφαλο (αντιδάνειο) mittelgriechisch / γαρόφαλον / γαρούφαλο / γαρυόφαλον venezianisch garofolo lateinisch garofolum Koine-Griechisch καρυόφυλλον πιθανόν ανατολικής προέλευσης. Κατά μία άποψη, παρετυμολόγηση κάρυον + φύλλον[1] απ' όπου και η γραφή με ύψιλον[2]


γαστρονομία

γαστρονομία Koine-Griechisch γαστρονομία altgriechisch γαστήρ + νέμω


γάτα

γάτα Koine-Griechisch κάττα (τροπή κ > γ από συμπροφορά με το άρθρο στην αιτιατική ) spätlateinisch catta lateinisch cattus


γαυριάζω

γαυριάζω mittelgriechisch γαυριάζω Koine-Griechisch γαυριάω / γαυριῶ


γαυριώ

γαυριώ Koine-Griechisch γαυριάω / γαυριῶ


γαύρος

γαύρος Koine-Griechisch ἐγγραυλίς


γεια

γεια mittelgriechisch γεια Koine-Griechisch ὑγεία altgriechisch ὑγιεία ὑγιής


γείσωμα

γείσωμα Koine-Griechisch γείσωμα γεῖσον


γειτόνεμα

γειτόνεμα Koine-Griechisch γειτόνευμα altgriechisch γειτονεύω


γέλασμα

γέλασμα Koine-Griechisch γέλασμα


γελοιότητα

γελοιότητα Koine-Griechisch γελοιότης


γεμιστός

γεμιστός Koine-Griechisch γεμιστός altgriechisch γεμίζω


γενάρχης

γενάρχης Koine-Griechisch γένος + -άρχης ( ἄρχω)


γενέτειρα

γενέτειρα Koine-Griechisch γενέτειρα altgriechisch γενέτειρα, Femininum von γενετήρ, (η μητέρα αλλά και η γενέτειρα πόλη) γίγνομαι


γεράνι

γεράνι Koine-Griechisch γεράνιον


γερόντιο

γερόντιο Koine-Griechisch γερόντιον


γερός

γερός Koine-Griechisch γερός *ὑγηρός altgriechisch ὑγιηρός ὑγιής


γερουσιαστής

γερουσιαστής Koine-Griechisch γερουσιαστής altgriechisch γερουσία γέρων


γεφυροποιός

γεφυροποιός Koine-Griechisch γεφυροποιός altgriechisch γέφυρα + -ποιός


γεφύρωμα

γεφύρωμα Koine-Griechisch ή λίγο μεταγενέστρο γεφυρόω


γεωγραφία

γεωγραφία Koine-Griechisch γεωγραφία altgriechisch γεωγράφος γεω- (γῆ) + γράφω


γεωγράφος

γεωγράφος Koine-Griechisch γεω- (γῆ) + -γράφος


γεώμορο

γεώμορο mittelgriechisch γεώμορον, substantiviertes Adjektiv von Koine-Griechisch γεωμόρος (επίθετο: που οργώνει τη γη), von altgriechisch γεωμόρος (ουσιαστικό: που έχει μερίδιο γης) [1]


γεωπονία

γεωπονία (entlehnt aus) französisch géoponie Koine-Griechisch γεωπονία (καλλιέργεια της γης)[1]


γεωπόνος

γεωπόνος γεω- + -πόνος, (entlehnt aus) französisch géopone Koine-Griechisch γεωπόνος (αγρότης, γεωργός) altgriechisch γῆ + πόνος.[1]


γηροκομείο

γηροκομείο Koine-Griechisch γηροκομεῖον


γηροκομώ

γηροκομώ Koine-Griechisch γηροκομέω


γιγαντιαίος

γιγαντιαίος Koine-Griechisch γιγαντιαῖος altgriechisch γιγάντιος ή γίγας


γκαλερί

γκαλερί französisch galerie mittellateinisch galeria (9ος αιώνας μ.Χ.) lateinisch Galilaea Koine-Griechisch Γαλιλαία (αντιδάνειο) hebräisch גלילה (gliláh) גליל (galíl: κύλινδρος)


γκαρίζω

γκαρίζω mittelgriechisch γκαρίζω Koine-Griechisch ὀγκαρίζω λατινικά onco altgriechisch ὀγκάομαι/ὀγκῶμαι


γκαστρώνω

γκαστρώνω mittelgriechisch εγγαστρώνω Koine-Griechisch ἐγγαστρόω ἐν- + γαστήρ (Genitiv: γαστρ-ός)


γλακώ

γλακώ mittelgriechisch γλακῶ (τρέχω, βιάζομαι) Koine-Griechisch ἐκλακῶ ἐκ + λακῶ. siehe auch λακάω


γλείφω

γλείφω mittelgriechisch γλείφω. Είτε Koine-Griechisch ἐκλείχω altgriechisch ἐκ- + λείχω[1], είτε συμπροφορά αντωνυμίας και του λείχω (/ton-l > toŋɡl > ɣl/). Η μετατροπή [x] > [f], πιθανόν von επίδραση του μεσαιωνικού ἀλείφω.[2]


γλίνα

γλίνα Koine-Griechisch γλίνη


γλίτσα

γλίτσα Etymologie fehlt (βλ. Koine-Griechisch γλία, γλιττόν, γλοιόν)


γλυκάδι

γλυκάδι mittelgriechisch γλυκάδιν Koine-Griechisch γλυκάδιον υποκοριστικό του (altgriechisch ) γλυκύς


γλυκάνισο

γλυκάνισο Koine-Griechisch γλυκάνισον altgriechisch γλυκύς + ἄνισον / ἄννισον / ἄνησον / ἄννησον / ἄνησσον arabisch يانسون (yansun)[1] altägyptisch (insɛt)


γλυκόφωνος

γλυκόφωνος Koine-Griechisch γλυκύφωνος altgriechisch γλυκύς + φωνή


γλυπτική

γλυπτική Koine-Griechisch γλυπτική (ενν. τέχνη), Femininum von γλυπτικός γλύπτης altgriechisch γλύφω indoeuropäisch (Wurzel) *glewbʰ- (χωρίζω, διαιρώ)


γλυπτός

γλυπτός Koine-Griechisch γλυπτός altgriechisch γλύφω indoeuropäisch (Wurzel) *glewbʰ- (χωρίζω, διαιρώ)


γλυτώνω

γλυτώνω mittelgriechisch γλυτώνω ἐγλυτώνω *εκλυτώνω Koine-Griechisch ἔκλυτος altgriechisch λύω proto-indogermanisch *lewH-


γλωσσάριο

γλωσσάριο Koine-Griechisch γλωσσάριον


γλώσσημα

γλώσσημα Koine-Griechisch γλώσσημα (1,2) altgriechisch γλώσσημα γλῶσσα proto-indogermanisch *glōgʰs (3. (Lehnbedeutung) französisch glossème)


γναφέας

γναφέας mittelgriechisch γναφέας Koine-Griechisch γναφεύς altgriechisch κναφεύς κνάπτω


γνόφος

γνόφος Koine-Griechisch γνόφος


γνωματεύω

γνωματεύω Koine-Griechisch altgriechisch γνῶμα


γνωμικός

γνωμικός Koine-Griechisch γνωμικός altgriechisch γνώμη


γνωμοδότης

γνωμοδότης Koine-Griechisch γνωμοδότης altgriechisch γνώμη + δίδωμι


γνωμοδοτώ

γνωμοδοτώ Koine-Griechisch γνωμοδοτέω-γνωμοδοτῶ


γνώμονας

γνώμονας Koine-Griechisch γνώμων


γνώστης

γνώστης Koine-Griechisch γνώστης altgriechisch γιγνώσκω


γογγύζω

γογγύζω Koine-Griechisch γογγύζω Onomatopoetikum


γογγυσμός

γογγυσμός Koine-Griechisch γογγυσμός γογγύζω Onomatopoetikum


γοητεύω

γοητεύω Koine-Griechisch γοητεύω


γόμφωση

γόμφωση (λόγιο) Koine-Griechisch γόμφωσ(ις) + -ση[1] αρχαία ελληνικά γόμφος proto-griechisch *gómpʰos proto-indogermanisch *ǵómbʰos (δόντι, πάσσαλος)


γόμωση

γόμωση (Katharevousa) γόμωσις Koine-Griechisch γόμωσις γομόω-γομῶ (φορτώνω, γεμίζω, παραγεμίζω χώρο με φορτίο)


γονατίζω

γονατίζω Koine-Griechisch γονατίζω παράλληλος τύπος με το επίσης ελληνιστικό γονυπετέω-γονυπετῶ που ενείχε την ικεσία ενώ το γονατίζω αφορούσε κυριως στην απλή κίνηση


γόνδολα

γόνδολα (αντιδάνειο) venezianisch gondola Koine-Griechisch κόνδυ


γονιμότητα

γονιμότητα Koine-Griechisch γονιμότης altgriechisch γόνιμος


γονυκλισία

γονυκλισία Koine-Griechisch γονυκλισία γονυκλινέω altgriechisch γόνυ + κλίνω


γονυπετώ

γονυπετώ Koine-Griechisch γονυπετέω / γονυπετῶ


γουρλομάτης

γουρλομάτης mittelgriechisch γουρλομάτης γουρλώνω ( γρυλώνω / γρυλλώνω Koine-Griechisch γρῦλος / γρύλλος) + μάτι ( mittelgriechisch μάτιν ὀμμάτιν altgriechisch ὀμμάτιον, υποκοριστικό του ὄμμα *ὄπ-μα indoeuropäisch (Wurzel) *op- / *okʷ-) + -ης


γουρλώνω

γουρλώνω mittelgriechisch γρυλώνω Koine-Griechisch γρύλλος


γούρνα

γούρνα mittelgriechisch Koine-Griechisch γρώνη («κοιλότητα»)


γραμματεία

γραμματεία Koine-Griechisch γραμματεία γραμματεύω


γραμματικός

γραμματικός Koine-Griechisch γραμματικός ( εκείνος που γνωρίζει καλά τα γράμματα, που μπορεί να τα διδάξει) altgriechisch γράφω


γραμματοκομιστής

γραμματοκομιστής Koine-Griechisch γραμματοκομιστής


γράφημα

γράφημα Koine-Griechisch γράφημα altgriechisch γράφω ((Lehnbedeutung) englisch grapheme)


γρηγοράδα

γρηγοράδα mittelgriechisch γρηγοράδα γρήγορος + -άδα Koine-Griechisch ἐγρήγορος altgriechisch ἐγείρω proto-indogermanisch *h₁ger-


γρήγορος

γρήγορος Koine-Griechisch ἐγρήγορος altgriechisch ἐγείρω proto-indogermanisch *h₁ger-


γρηγοροσύνη

γρηγοροσύνη mittelgriechisch γρηγοροσύνη γρήγορος Koine-Griechisch ἐγρήγορος altgriechisch ἐγείρω proto-indogermanisch *h₁ger-



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback