Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischαναστόμωση französisch anastomose Koine-Griechisch ἀναστόμωσις altgriechisch ἀναστομόω / ἀναστομῶ στομόω / στομῶ στόμα (αντιδάνειο) indoeuropäisch (Wurzel) *stomn
αλιτήριος altgriechisch ἀλιτήριος
συγκαλύπτω: altgriechisch συν- + καλύπτω
υπαγορεύω altgriechisch ὑπαγορεύω ὑπό + ἀγορεύω ἀγορά ἀγείρω indoeuropäisch (Wurzel) *h₂ger- (μαζεύω, συγκεντρώνω)
σκαιότητα altgriechisch σκαιότης σκαιός + -ότης
οικτίρω altgriechisch οἰκτίρω / οἰκτείρω οἶκτος
κηλιδώνω altgriechisch κηλιδῶ
ημερεύω mittelgriechisch ημερεύω ἥμερος altgriechisch ἥμερος. Συγχρονικά αναλύεται σε ήμερ(ος) + -εύω
αντιστήριξη αντιστηρίζω + -ση altgriechisch ἀντιστηρίζω ἀντί + στηρίζω
συναρμόζω altgriechisch συναρμόζω
οσφύς altgriechisch ὀσφῦς proto-indogermanisch *h₃ésth₁(οστό)
επευφημώ altgriechisch ἐπευφημέω / ἐπευφημῶ εὐφημέω εὔφημος εὖ + φήμη
ειλητό Koine-Griechisch εἰλητός altgriechisch εἰλέω εἴλω
αμελώς altgriechisch ἀμελῶς ἀμελής μέλει
ψέλλισμα spätgriechisch ή ψέλλισμα altgriechisch ψελλίζομαι
λαμπίκος mittelgriechisch λαμπίκον mittellateinisch alembicum arabisch الإِنْبِيق (al-ʾinbīq, δοχείο απόσταξης) الأَنْبِيق (al-ʾanbīq) altgriechisch ἄμβιξ (αντιδάνειο)
εγκαινιασμός Koine-Griechisch ἐγκαινιασμός / ἐγκαινισμός ἐγκαινίζω ἐν + altgriechisch καινίζω καινός
βρεφοκτονία mittelgriechisch βρεφοκτονία Koine-Griechisch βρεφοκτόνος altgriechisch βρέφος + -κτονία ( κτείνω )
αντικυκλώνας (entlehnt aus) französisch anticyclone anti- + cyclone altgriechisch κύκλος
διαστολέας Koine-Griechisch διαστολεύς altgriechisch διαστέλλω διά + στέλλω
ανήλιος altgriechisch ἀνήλιος ἀν- + ἥλιος
επιτιμώ altgriechisch ἐπιτιμάω / ἐπιτιμῶ
ελεφάντινος altgriechisch ἐλεφάντινος ἐλέφας
εκλέγω altgriechisch ἐκλέγω (διαλέγω)
απογυμνώνω altgriechisch ἀπογυμνόω / ἀπογυμνῶ
ορεκτικός altgriechisch ὀρεκτικός ὀρέγω
κροτώ altgriechisch κροτῶ
ευφραίνω altgriechisch εὐφραίνω
αφυπνίζω altgriechisch ἀφυπνίζω
σαγή (λόγιο) Koine-Griechisch σαγή altgriechisch σημασία: αποσκευή[1]
υαλογράφημα υαλογραφία (entlehnt aus) französisch hyalographie altgriechisch ὕαλος + γράφω
γοφός altgriechisch γόμφος
επιτίμηση altgriechisch ἐπιτίμησις
κάμηλος (λόγιο) altgriechisch κάμηλος[1] (αρσενικό ή θηλυκό) protosinaitisch *gamal. siehe auch καμήλα
δρόμωνας spätgriechisch δρόμων altgriechisch δρόμος
διακωμωδώ altgriechisch διακωμῳδέω / διακωμῳδῶ διά + κωμῳδέω / κωμῳδῶ κωμῳδία κῶμος + ᾠδή
γειτόνεμα Koine-Griechisch γειτόνευμα altgriechisch γειτονεύω
αμφιλογία altgriechisch ἀμφιλογία ἀμφίλογος ἀμφί + λέγω
λιγούρης λιγούρα + -ης λιγώνω Koine-Griechisch ὀλιγόω / ὀλιγῶ altgriechisch ὀλίγος
λέμφος (λόγιο) Koine-Griechisch λέμφος (αρσενικό και ουδέτερο, μύξα) με εσφαλμένη ταύτιση με τη französisch lymphe neulateinisch lympha (λέμφος) lateinisch lympha (διαυγές νερό)[1], πιθανόν ελληνογενές altgriechisch νύμφη[2]
έπαρμα altgriechisch ἔπαρμα ἐπαίρω ἐπί + αἴρω
ανάβλυση altgriechisch ἀνάβλυσις
τείχισμα altgriechisch τείχισμα τειχίζω τεῖχος
λοιδορώ altgriechisch λοιδορῶ, αβέβαιης ετυμολογίας
κατεδαφίζω mittelgriechisch κατεδαφίζω κατ(α)- + mittelgriechisch και altgriechisch ἐδαφίζω ("ρίχνω στο έδαφος"). Αναλύεται σε κατ(α)- + έδαφ(ος) + -ίζω
ανασκάπτω altgriechisch ἀνασκάπτω (καταστρέφω εκ θεμελίων)
προκηρύσσω altgriechisch προκηρύσσω πρό + κηρύσσω/κηρύττω
επίπαση επιπάσσω + -ση altgriechisch ἐπιπάσσω ἐπί + πάσσω
αυτόβουλος altgriechisch αὐτόβουλος
σφετερίζομαι altgriechisch σφετερίζομαι σφέτερος
κοτρόνι *κροτόνι altgriechisch κροτέω / κροτῶ[1]
εξαγοράζω altgriechisch ἐξαγοράζω
εθνομουσικολόγος (entlehnt aus) französisch ethnomusicologue altgriechisch ἔθνος (εθνο-) + μουσικ(ή) + -λόγος λέγω
ισότοπο (entlehnt aus) englisch isotope altgriechisch ἴσος + τόπος επινοήθηκε το 1914 von Βρετανό χημικό Φρέντερικ Σόντυ (Frederick Soddy)
διαταράσσω altgriechisch διαταράσσω διά + ταράσσω ((Lehnbedeutung) französisch perturber)
ψευδολόγος altgriechisch ψευδολόγος
γύμνασμα altgriechisch γύμνασμα
ιερουργός altgriechisch ἱερουργός ἱερός + ἔργον
επιβιβάζω altgriechisch ἐπιβιβάζω ἐπί + βιβάζω
βραχύτητα altgriechisch βραχύτης βραχύς proto-indogermanisch *mréǵʰus (βραχύς) *mreǵʰ- + *-us
ακταιωρός altgriechisch ἀκτωρίς ναῦς, mittelgriechisch ἀκταίωρος, Koine-Griechisch ἀκτωρός (φρουρός ακτών), ἀκρωρόν πλοίον
στήμονας altgriechisch στήμων
θαυματουργία Koine-Griechisch θαυματουργός altgriechisch θαῦμα + ἔργον
εκλέπτυνση altgriechisch ἐκλέπτυνσις
τιθασεύω altgriechisch τιθασός (: αρχικά, το εξημερωμένο ζώο)
οράριο ωράριο ὡράριον ὥρα + -ιον zur Wiedergabe von französisch horaire von spätlateinisch horarium von altgriechisch ὥρα και ὥρη
συγχύζω mittelgriechisch συγχύζω Koine-Griechisch σύγχυσις (αναδρομικός σχηματισμός) altgriechisch συγχέω σύν + χέω ((Lehnübersetzung) italienisch turbare)
ρυμουλκώ Koine-Griechisch ῥυμουλκέω / ῥυμουλκῶ altgriechisch ῥῦμα + ἕλκω
ραδιογωνιόμετρο (entlehnt aus) englisch radiogoniometer radio- ( radio lateinisch radius) + goniometer ( altgriechisch γωνία + μέτρον)
παραφυάδα altgriechisch παραφυάς παραφύομαι
εξορίζω altgriechisch ἐξορίζω ἐξ + ὁρίζω ὅρος (=όριο, σύνορο)
οχυρός altgriechisch ὀχυρός
δωρολήπτης Koine-Griechisch δωρολήπτης altgriechisch δῶρον + λαμβάνω
υπερεκτιμώ mittelgriechisch υπερεκτιμώ υπερ- + εκτιμώ altgriechisch ἐκτιμάω / ἐκτιμῶ ἐκ + τιμάω / τιμῶ
κελαηδώ altgriechisch κελαδῶ, συνηρημένος τύπος του κελαδέω (βγάζω δυνατό ήχο). Η σημασία «τραγουδάω», mittelgriechisch.[1]
καλλύνω altgriechisch καλλύνω
ιχθυόσαυρος neulateinisch ichthyosaurus altgriechisch ἰχθύς + -σαυρος
γκέμι türkisch gem (ίσως (…) altgriechisch κημός (αντιδάνειο))
αντσούγια italienisch acciuga λιγουριανή anciôa δημώδης lateinisch *apiuva lateinisch aphye altgriechisch ἀφύη (αντιδάνειο)
χρήζω altgriechisch χρῄζω
θραύω altgriechisch θραύω proto-indogermanisch *dʰreu- (θραύω)
ένθους altgriechisch ἔνθους
εκκλησιάζομαι Koine-Griechisch ἐκκλησιάζω altgriechisch ἐκκλησιάζω ἐκκλησία καλέω / καλῶ
ειλητάριο mittelgriechisch εἰλητάριον, υποκοριστικό του Koine-Griechisch εἰλητός altgriechisch εἰλέω εἴλω
γλυκερός altgriechisch γλυκερός
απηλιώτης altgriechisch ἀπηλιώτης (που σχετίζεται με τον ήλιο) ἀπό + ἠέλιος (ή Ἥλιος με ionisch ψίλωση)
λάρναξ altgriechisch λάρναξ
ενεδρεύω altgriechisch : ἐνεδρεύω ἐν + έδρα
υπαναχωρώ altgriechisch ὑπαναχωρέω / ὑπαναχωρῶ
θαλερότητα Katharevousa θαλερότης altgriechisch θαλερός + -ότης/-ότητα
υποσκάπτω Koine-Griechisch ὑποσκάπτω (ίδια σημασία) altgriechisch ὑποσκάπτω
έλλαμψη Koine-Griechisch ἔλλαμψις altgriechisch ἐλλάμπω ἐν- + λάμπω
βύρσα altgriechisch βύρσα
αντιεμετικό Maskulinum von αντιεμετικός französisch antiémétique anti- ( altgriechisch ἀντι-) + émétique (altgriechisch ἐμετικός) (αντιδάνειο)
αναπαύω altgriechisch ἀναπαύω ἀνά + παύω
φορολογώ altgriechisch φορολογέω
τσιτσίρισμα τσιτσιρίζω + -μα τσιρίζω altgriechisch συρίζω
ξερνώ mittelgriechisch altgriechisch ἐξερῶ
κυοφορώ (Katharevousa) κυοφορῶ altgriechisch κυοφορέω-κυοφορῶ κύος και φορέω (θαμιστικό του φέρω)
εκδιώκω altgriechisch ἐκδιώκω ἐκ + διώκω δίω indoeuropäisch (Wurzel) *dih₁- (κινώ γρήγορα)
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.